Δέν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση
Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, Δέν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση: Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις, σειρά “Καιρός” (Θέματα ἐκκλησιαστικῆς ἐπικαιρότητος) 24, ἐκδόσεις «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2017.
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης | Κατάνυξη

Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης πού συνῆλθε τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, κολοβή καί κουτσουρεμένη, ὄχι μόνο δέν ἐκπροσώπησε τό σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καί πιστῶν, καί γι᾽ αὐτό δέν ἔχει πανορθόδοξο χαρακτήρα οὔτε ἐκφράζει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κυρίως δέν ἐξέφρασε τό ὀρθόδοξο φρόνημα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί προσέβαλε βασικά καί θεμελιώδη δόγματα καί διδασκαλίες.
Ἦταν γιά τόν λόγο αὐτό ἑπόμενο νά μή γίνει ἀποδεκτή ἀπό τό ὀρθοφρονοῦν πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό κληρικούς καί λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ἐφαρμόζοντας τήν κανονική παράδοση τῆς εὐσεβείας διέκοψαν τήν μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων πού ὑπέγραψαν ἤ δέχθηκαν τίς ἀποφάσεις της καί προέβησαν στήν λεγόμενη Ἀποτείχιση, μέ βάση τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861), πού συνεκάλεσε ὁ Μέγας Φώτιος.
Ἡ ἐνέργεια αὐτή προκάλεσε πολλά ἐρωτήματα εἰς τούς πιστούς, πού δέν ἦσαν ἐνημερωμένοι γύρω ἀπό τά θέματα τῆς πίστεως, καί δρομολόγησε διωγμούς καί συκοφαντίες ἐκ μέρους κάποιων ἀμαθῶν ἤ στρατευμένων στήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐπισκόπων ἐναντίον τῶν θαρραλέων καί ὁμολογητῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦντες τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες δέν πρόκειται νά δεχθοῦν τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τώρα μάλιστα στεφανωμένη καί μέ συνοδική ἀναγνώριση.
Μέ τό ἀνά χεῖρας μικρό τευχίδιο τῆς σειρᾶς «Καιρός» δίνουμε ἀπαντήσεις σέ κάποια ἀπό τά ἐρωτήματα πού προκύπτουν καί ἀπασχολοῦν τούς πιστούς, ἀλλά καί ἀποδεικνύουμε τό ἀδικαιολόγητο τῶν διωγμῶν ἐναντίον ὅσων προσπαθοῦμε νά προφυλάξουμε τήν Ἐκκλησία ἀπό αἱρέσεις καί σχίσματα. Βρισκόμαστε καί πάλι μπροστά στόν κίνδυνο σχίσματος, τό ὁποῖο ὅμως δημιουργοῦν οἱ ὑποστηρικτές τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης καί ὄχι ὅσοι ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον της. Ἡ εἰρήνευση μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δέν θά ἐπέλθει μέ τούς διωγμούς καί τίς συκοφαντίες, ἀλλά μέ τήν ἀπόρριψη ἀπό μιά νέα Ὀρθόδοξη σύνοδο τῶν αἱρετικῶν ἀποφάσεων τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης.
Σεπτέμβριος 2017
Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης
1. Ἀπαγορευμένη καί ἐπιτρεπόμενη ἀποτείχιση
Τόν τελευταῖο καιρό γίνεται συχνά λόγος γιά «ἀποτείχιση» καί «ἀποτειχισμένους» πιστούς, μέ συχνή ἐπίσης καί μᾶλλον σκόπιμη παρανόηση τοῦ ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου αὐτῶν τῶν λέξεων. Τό οὐσιαστικό ἀποτείχισις παράγεται ἀπό τό ρῆμα ἀποτειχίζω, τό ὁποῖο σύμφωνα μέ τά Λεξικά σημαίνει: Ὀχυρώνω, ἀποκλείω διά τείχους, ἐγείρω μεσότοιχον. Ἑπομένως καί ἡ λέξη «ἀποτείχισις» σημαίνει: Ἀποκλεισμός διά τείχους, ὀχύρωσις. Τό δέ τεῖχος πού ὑψώνει κανείς γιά νά ἀμυνθεῖ καλεῖται ἀποτείχισμα.
Εἶναι σαφές ὅτι ἡ χρήση τῆς λέξεως ἀποτείχιση προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχει κάποιος κίνδυνος, κάποιος ἐχθρός, γιά τήν προφύλαξη ἀπό τόν ὁποῖο ὑψώνει κανείς ἕνα τεῖχος. Στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα ἡ ἔννοια αὐτή τῆς ἀποτειχίσεως φραστικά εἰσάγεται ἀπό τόν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπί Μεγάλου Φωτίου (861), ὅπου εἶναι σαφέστατο καί ἡλίου φαεινότερο ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος πού ἐπιβάλλει τήν ἀποτείχιση. Αὐτός εἶναι ἡ αἵρεση καί οἱ αἱρετικοί ἐπίσκοποι.
Συγκεκριμένα μέ τούς δύο προηγουμένους κανόνες ἡ Σύνοδος, γιά νά ἀποτρέψει τήν δημιουργία σχισμάτων, τιμωρεῖ μέ τήν αὐστηρή ποινή τῆς καθαιρέσεως, διά τοῦ 13ου τόν πρεσβύτερο ἢ διάκονο, ὁ ὁποῖος διακόπτει τήν κοινωνία μέ τόν ἐπίσκοπό του καί δέν ἀναφέρει τό ὄνομά του στίς διάφορες εὐχές τῶν θείων λειτουργιῶν, πρίν νά καταδικασθεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἀπό κάποια σύνοδο, «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως», ἐπικαλούμενος κάποια δῆθεν ἀτοπήματα, «ἐγκλήματα», τοῦ ἐπισκόπου, δηλαδή ὄχι θέματα πίστεως ἀλλά διοικητικές, οἰκονομικές κ.ἄ. ἀτασθαλίες. Τά ἴδια ἐπαναλαμβάνει καί ὁ 14ος, δηλαδή ἐπιβάλλει τήν ποινή τῆς καθαιρέσεως στόν ἐπίσκοπο τώρα, πού γιά τούς ἴδιους λόγους διακόπτει τήν κοινωνία μέ τόν μητροπολίτη του. Ὁ 15ος κανόνας ἔχει μία ἰδιαιτερότητα: Στό πρῶτο του μέρος λέγει τά ἴδια καί γιά τόν μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος διακόπτει τό μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου, στήν δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ἀνήκει. Στό δεύτερο μισό ὅμως τοῦ κανόνος, ὅπου εἰσάγεται καί ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ὁ κανών προβαίνει σέ μία ἐξαίρεση, μέ βάση τήν ὁποία ἠμποροῦν οἱ κληρικοί ὁποιασδήποτε βαθμίδος καί ἀξιώματος νά διακόψουν τήν κοινωνία μέ τόν ἱερατικῶς προϊστάμενό τους καί νά μή τόν μνημονεύουν· αὐτό συμβαίνει, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος, ὁ μητροπολίτης ἢ ὁ πατριάρχης κηρύσσουν καί διδάσκουν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδή φανερά, ἀπροκάλυπτα, κάποια αἵρεση, πού τήν ἔχουν καταδικάσει Σύνοδοι καί Ἅγιοι Πατέρες, «παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην». Ἡ διακοπή μάλιστα αὐτή τῆς κοινωνίας καί τῆς ἀναφορᾶς τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου, μητροπολίτου, πατριάρχου γίνεται καί πρίν ἀσχοληθεῖ μέ τό θέμα κάποια σύνοδος, δηλαδή καί «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως».
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι αὐτοί πού ἀποτειχίζουν τούς ἑαυτούς των ἀπό τέτοιους δῆθεν ἐπισκόπους, πού κηρύσσουν αἵρεση, ὄχι μόνο δέν ὑπόκεινται στίς ποινές πού ἐπιβάλλουν οἱ προηγούμενοι κανόνες, δηλαδή στήν ποινή τῆς καθαιρέσεως, ἀλλά πρέπει ἐπί πλέον νά τιμῶνται μέ τήν πρέπουσα τιμή ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, διότι ἀποτειχίσθηκαν, δηλαδή χωρίσθηκαν μέ τό τεῖχος τῆς ἀληθείας, ὄχι ἀπό ἐπισκόπους, ἀλλά ἀπό ψευδεπισκόπους καί διότι ὄχι μόνο δέν προκαλοῦν σχίσμα καί διαιρέσεις, ἀλλά σπεύδουν, ἐπείγονται νά γλυτώσουν τήν Ἐκκλησία ἀπό σχίσματα καί διαιρέσεις πού προκαλοῦν οἱ ψευδοεπίσκοποι. Παραθέτουμε τό ἀκριβές κείμενο τοῦ κανόνος, τό ὁποῖο δυστυχῶς δέν προσέχουν πολλοί καί ὁμιλοῦν ἀπό κοιλίας, πρόχειρα, καί ἀβασάνιστα, καί κατόπιν θά σχολιάσουμε κάποια σημεῖα του, ὥστε νά ἀποσαφηνισθεῖ ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ἰδιαίτερα τό ἀπό ποιόν, ἀπό ποιούς ἀποτειχίζεται κανείς, ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος, ὁ ἐχθρός, γιά τήν ἀπόκρουση τοῦ ὁποίου ὑψώνει κανείς τό τεῖχος, ὥστε νά ἀμυνθεῖ καί νά παρεμποδίσει τήν προέλαση καί τήν ἐξάπλωσή του. Τί προκύπτει ἀπό τό κείμενο; Ἀποτειχίζεται κανείς ἀπό τήν Ἐκκλησία ἢ ἀπό τήν αἵρεση, ἀπό ἀληθινούς ἐπισκόπους ἢ ψευδεπισκόπους; Ἂς ξαναδιαβάσουμε προσεκτικά τό κείμενο τοῦ 15ου κανόνος, πού παραθέτουμε ἀμέσως:
«Τά ὁρισθέντα περί Πρεσβυτέρων καί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον ἐπί Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος, ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καί μή ἀναφέροι τό ὄνομα αὐτοῦ, κατά τό ὡρισμένον καί τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλά πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείῃ τοῦτο παρανομήσας. Καί ταῦτα μέν ἐσφράγισταί τε καί ὥρισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καί σχίσμα ποιούντων, καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γάρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
2. Γιατί θεσπίσθηκε ὁ 15ος Κανών;
Αὐτό πού ἐνδιέφερε τούς Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τήν περίοδο πού συνεκλήθη ἦταν νά ἀποτρέψουν τήν δημιουργία σχισμάτων στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶχε προηγηθῆ ἡ ἐμφάνιση τῶν μεγάλων αἱρέσεων μέ τελευταία αὐτή τῆς Εἰκονομαχίας, πού πρόσφατα εἶχε καταδικασθῆ καί ἡττηθῆ μέ τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων (843), καί ἡ Ἐκκλησία εἶχε θριαμβεύσει. Δέν θά ἤθελαν λοιπόν νέες διαιρέσεις καί ἀναστατώσεις. Προέβλεπαν ὅτι, ἐπειδή ὁ Διάβολος δέν μπόρεσε μέ τίς αἱρέσεις νά διασπάσει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, θά ἐπιχειροῦσε τώρα νά τήν πλήξει μέ τήν δημιουργία σχισμάτων, προβάλλοντας διοικητικά, οἰκονομικά καί ἄλλα σκάνδαλα ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωματούχων.
Τό λέγει σαφῶς ἡ Σύνοδος στήν ἀρχή τοῦ 13ου Κανόνος: «Τάς τῶν αἱρετικῶν ζιζανίων ἐπισποράς ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ ὁ παμπόνηρος καταβαλών, καί ταύτας ὁρῶν τῇ μαχαίρᾳ τοῦ Πνεύματος ἐκτεμνομένας προρρίζους, ἐφ᾽ ἑτέραν ἦλθε μεθοδείας ὁδόν, τῇ τῶν σχισματικῶν μανίᾳ τό Χριστοῦ Σῶμα μερίζειν ἐπιχειρῶν». Νομοθετεῖ λοιπόν, ὅπως προείπαμε, μέ τούς τρεῖς κανόνες (13, 14 καί 15) ὅτι ὅποιοι κληρικοί στρέφονται ἐναντίον τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ μητροπολίτου καί τοῦ πατριάρχου ἐπικαλούμενοι διάφορα ἀτοπήματα, «ἐγκλήματα», καί διακόπτουν τήν κοινωνία μαζί του ὡς καί τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του στίς ἱερές ἀκολουθίες, πρίν νά ὑπάρξει μάλιστα συνοδική ἀπόφαση καί καταδίκη, αὐτοί πρέπει νά καθαιροῦνται. Στίς περιπτώσεις αὐτές ἀπαγορεύεται ἡ διακοπή μνημοσύνου, ἡ ἀποτείχιση.
Γιά νά μή θεωρηθεῖ ὅμως ὅτι ἡ διακοπή μνημοσύνου, ἡ ἀποτείχιση, ἀπαγορεύεται παντελῶς, ὅτι εἶναι κάτι πού δέν πρέπει οὔτε νά συζητεῖται οὔτε νά ἐνθαρρύνεται, καί ἐπειδή ἡ αἵρεση, ὡς προσβολή τῆς πίστεως, τῶν δογμάτων, εἶναι χειρότερο κακό, μεγαλύτερος κίνδυνος γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό σχίσμα, γι᾽ αὐτό οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου στό δεύτερο μισό τοῦ 15ου Κανόνος ὁρίζουν καί θεσπίζουν ὅτι ὅσα προηγουμένως ὁρίσθηκαν, ἡ μή διακοπή δηλαδή μνημοσύνου, δέν ἰσχύουν στήν περίπτωση πού ὁ ἐπίσκοπος, ὁ μητροπολίτης, ὁ πατριάρχης κηρύσσουν αἵρεση. Στήν περίπτωση αὐτή πρέπει ἀμέσως καί «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως» νά ἀποτειχισθοῦμε, νά ὑψώσουμε τεῖχος ἄμυνας, νά ἀποκλείσουμε τήν αἵρεση, νά ὀχυρωθοῦμε. Ὑπάρχει, λοιπόν καμμία ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀποτείχιση εἶναι ἀποτείχιση ἀπό τήν αἵρεση καί ὄχι ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀπό τούς ψευδεπισκόπους καί ὄχι ἀπό τούς ἀληθινούς ἐπισκόπους; Τόσο πολύ ἔχασαν τά μυαλά τους ἀπό τήν θολούρα τοῦ Συγκρητισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κάποιοι ἐπίσκοποι καί θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀπό ἀγραμματοσύνη θεολογική εἴτε σκόπιμα, ὡς στρατευμένοι στόν Οἰκουμενισμό, ἐκφοβίζουν καί τρομοκρατοῦν τούς κληρικούς καί τούς πιστούς πώς δῆθεν ἡ διακοπή μνημοσύνου σέ βγάζει ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί σέ ὁδηγεῖ σέ σχίσμα; Δέν λέγει ὁ κανόνας ὅτι οἱ διακόπτοντες τό μνημόσυνο, ὄχι μόνο δέν ὑπόκεινται στήν ποινή τῆς καθαιρέσεως, ἀλλά πρέπει καί νά τιμῶνται, γιατί δέν χωρίσθηκαν ἀπό ἐπισκόπους, ἀλλά ἀπό ψευδεπισκόπους, οὔτε προκάλεσαν σχίσμα, ἀλλά προφυλάσσουν τήν Ἐκκλησία ἀπό τά σχίσματα; Θά ἀφήσουμε λοιπόν τούς αἱρετικούς οἰκουμενιστάς νά μᾶς τρομοκρατοῦν μέ τόν δῆθεν κίνδυνο σχίσματος καί μένοντας ἑνωμένοι μαζί τους θά εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία; Τότε καί μέ τούς Παπικούς, τούς Προτεστάντες, τούς Μονοφυσίτες ἑνωμένοι εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία.
3. Λανθασμένη ἡ θέση: «Ἐμεῖς μένουμε στήν Ἐκκλησία, δέν φεύγουμε». Ποιοί φεύγουν;
Προκαλεῖ ἐντύπωση ὅτι καί πρόσωπα, κατά τά ἄλλα ὀρθοδόξου φρονήματος, καί μάλιστα λόγιοι ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι καί καθηγηταί ἐκλαμβάνουν τήν ἀποτείχιση κακῶς ὡς χωρισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ὄχι ἀπό τήν αἵρεση καί τούς ψευδοεπισκόπους· ἰσχυρίζονται καί γράφουν καί κηρύσσουν ὅτι ἐμεῖς μένουμε μέσα στήν ἐκκλησία, δέν ἀποτειχιζόμαστε, δίνουμε τόν ἀγώνα μέσα στήν ἐκκλησία.
Γίνονται ἔτσι καλοί συνεργάτες καί βοηθοί τῶν αἱρετικῶν ψευδεπισκόπων, διότι δέν ἀφήνουν νά ὑψωθεῖ τό τεῖχος τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας καί τοῦ μνημοσύνου, μέ συνέπεια ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐπί δεκαετίες τώρα νά προελαύνει ἀκάθεκτα, νά καταλαμβάνει πρόσωπα καί θεσμούς, συνόδους, ἱεραρχίες, ἱεράρχες, θεολογικές σχολές, καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς ἐλεύθεροι σκοπευτές νά ρίχνουμε μερικές τουφεκιές ἀπέναντι ἑνός ἐχθροῦ καί ἑνός κινδύνου μέ ἀσύγκριτη ὑπεροπλία καί ἀσύμμετρη ἀπειλή. Αὐτό ὅμως δέν κάνουμε τόσα χρόνια ἀναβάλλοντας τήν κατασκευή τοῦ τείχους; Καί δέν πρέπει τώρα βλέποντας ὅτι ὁ ἐχθρός κατέλαβε ἀκόμη καί τό τελευταῖο θεσμικό προπύργιο πού διαθέτουμε, τό συνοδικό σύστημα μέ τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, νά βελτιώσουμε τήν στρατηγική μας, νά προσαρμόσουμε τά ἐπιτελικά μας σχέδια, νά χρησιμοποιήσουμε τόν ὁπλισμό πού μᾶς προμήθευσαν μέ Ἁγιοπνευματικές ἀποφάσεις οἱ Ἅγιοι Πατέρες; Ἀπό τό κάστρο τῆς ψευδοσυνόδου ἐξαπολύονται μύδροι καί ἀπειλές, ὑποδουλώνονται στόν Οἰκουμενισμό καί στήν Πανθρησκεία διαρκῶς περισσότεροι, αὐξάνουν οἱ συμπροσευχές καί οἱ οἰκουμενιστικές φιέστες, θρασύτατα ἐπισκοπίδια καί θεολογίσκοι διαστρεβλώνουν καί παραμορφώνουν τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί ὡς ἄγρια θηρία τόν κατασπαράσσουν, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος1, καί ἐμεῖς προβληματιζόμαστε ἀκόμη ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἂν εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία μένοντας μέ τούς αἱρετικούς ἢ ἂν φεύγουμε ἀπό τήν Ἐκκλησία χωριζόμενοι ἀπό αὐτούς; Δέν εἶναι κατασταλαγμένο ἐκκλησιολογικό ἀξίωμα ὅτι ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, καί ὄχι ἐκεῖ πού ὑπάρχουν ἐπίσκοποι, καί πατριάρχες αἱρετικοί;
4. Τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου καί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Θά παραθέσω δύο μόνο μαρτυρίες ἐπιφανῶν Ἁγίων, Πατέρων, Διδασκάλων καί Ὁμολογητῶν, γιά νά φανεῖ ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ποιοί φεύγουν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὥστε οἱ μέν αἱρετίζοντες Οἰκουμενισταί νά κλείσουν τά ἀπύλωτά τους στόματα καί τήν τρομοκράτηση τῶν ἀγνοούντων μέ τό φόβητρο τοῦ σχίσματος, οἱ δέ ἡμέτεροι ὀπαδοί τῆς σιγῆς καί τοῦ ἐφησυχασμοῦ νά σκεφθοῦν καλύτερα καί νά ἐνεργήσουν τολμηρότερα καί πατερικώτερα, νά φοβοῦνται ὄχι τήν ἀπομόνωση ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά τήν ἀπομόνωση ἀπό τόν Θεό καί τούς Ἁγίους.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής τόν 7ο αἰώνα, ἁπλός μοναχός, ἀλλά λόγῳ τῆς τεράστιας μόρφωσης καί τοῦ θεϊκοῦ φωτισμοῦ ὑπεροχώτερος καί ὑψηλότερος πολλῶν πατριαρχῶν καί ἐπισκόπων2, ἐσήκωσε σχεδόν μόνος τό βάρος τῆς ἀντίδρασης ἀπέναντι στήν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἡ ὁποία εἶχε καταλάβει ὅλα τά πατριαρχεῖα, γιά κάποιο διάστημα καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ὅπως τώρα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει καταλάβει τήν πλειονότητα τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν μέ συνοδική του κατοχύρωση στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. Ἀκόμη καί οἱ αὐτοκράτορες εἶχαν πεισθῆ ὅτι, γιά νά ἐπικρατήσει εἰρήνη καί ἑνότητα καί στήν Ἐκκλησία καί στό κράτος, ἔπρεπε νά παύσει νά ἀντιδρᾶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος, τήν θεολογική γραμμή τοῦ ὁποίου ἀκολουθοῦσε μεγάλο μέρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Ἔπρεπε εἴτε μέ τήν πειθώ εἴτε μέ τήν βία νά δεχθεῖ τό συμβιβαστικό καί διπλωματικό κείμενο τοῦ «Τύπου», ὅπως ὀνομάσθηκε τό ἔγγραφο πού ἑτοίμασαν οἱ θεολόγοι τοῦ αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β´, ἐγγονοῦ τοῦ Ἡρακλείου, στίς αὐλές τῶν ἀνακτόρων καί τοῦ Πατριαρχείου, σάν τά διπλωματικά κείμενα πού ἑτοίμασε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, γιά νά ἑνωθοῦμε τώρα ὄχι μέ μία αἵρεση ἀλλά συλλήβδην μέ ὅλους τούς αἱρετικούς.
Οἱ ἐπίσκοποι τῆς τότε διπλωματικῆς θεολογίας σταλμένοι ἀπό τόν πατριάρχη στόν τόπο φυλακίσεως τοῦ Ἁγίου Μαξίμου προσπαθοῦσαν νά τόν ἐκφοβίσουν ὅτι μέ τήν ἄκαμπτη καί ἀνυποχώρητη στάση του ἀπέναντι σέ ὅ,τι ἀποφάσισαν ὅλες οἱ τοπικές ἐκκλησίες, μέ τήν διακοπή κοινωνίας, βγάζει τόν ἑαυτό του ἐκτός Ἐκκλησίας, φεύγει ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἶναι παραδειγματική καί καθοδηγητική διαχρονικά ἡ ἀπάντηση τοῦ Μεγάλου Θεολόγου καί Ὁμολογητοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δέν βρίσκεται ἐκεῖ πού βρίσκονται αὐτοί οἱ ὁποῖοι τήν διοικοῦν, οἱ πατριάρχες, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ σύνοδοι, ἀλλά ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ σωτήρια ὁμολογία τῆς πίστεως. Τίς συνόδους δέν τίς νομιμοποιεῖ ὁ συγκαλῶν καί οἱ συγκαλούμενοι, ἀλλά «ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης».
Παραθέτουμε τό ἡρωϊκό ὁμολογητικό κείμενο: «Ἔφασκον δ᾽ οἱ ἀφιγμένοι πρός τοῦ πατριάρχου ἐστάλθαι· οἳ καί ταῦτα, ὡς εἶχον, προὔτειναν τῷ ἁγίῳ· “Ποίας εἶ, φασίν, ὦ οὗτος, Ἐκκλησίας;”. Αὐτοῖς γάρ τοῖς ἐκείνων χρήσομαι ρήμασι· “Βυζαντίου, Ρώμης, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων; Ἰδού πᾶσαι μετά τῶν ὑπ᾽ αὐτάς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἶ τοίνυν εἶ τῆς Καθολικῆς καί αὐτός Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως ξένην ὁδόν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ἅπερ οὐ προσδοκᾶς”. Πρός οὓς ὁ μακάριος πῶς ἂν εἴποις ἐπικαίρως καί συνετῶς ἀποκρίνεται: “Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς πίστεως ὁμολογίαν, ὁ Κύριος εἶναι εἰπών, ἐπί τούτῳ καί Πέτρον καλῶς ὁμολογήσαντα, ἐμακάρισεν”»3. Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἀνακρίσεως, λόγου γενομένου περί συνόδων καί περί τῆς κανονικῆς ἢ μή κανονικῆς συγκλήσεώς τους, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔθεσε τό οὐσιαστικό κριτήριο, γιά νά θεωρηθεῖ μία σύνοδος ὀρθόδοξη. Εἶπε ὅτι ὁ εὐσεβής κανόνας τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖ ἅγιες καί ἔγκυρες συνόδους ἐκεῖνες πού χαρακτηρίζονται ἀπό τήν ὀρθότητα τῶν δογμάτων: «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καί ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας κανών ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν»4. Στήν κατηγορία ὅτι μέ τή στάση του προκαλεῖ σχίσμα, ὅπως κατηγοροῦν καί ἐμᾶς τώρα, ὅσους ἀπορρίπτουμε τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἀπήντησε λέγοντας μέ ἐρωτηματικό λόγο: «Ἂν αὐτός πού λέγει ὅσα διδάσκουν ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ Πατέρες σχίζει τήν Ἐκκλησία, τί θά ἀποδειχθεῖ ὅτι διαπράττει εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας αὐτός πού ἀναιρεῖ τά δόγματα τῶν Ἁγίων, ἄνευ τῶν ὁποίων δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία;»5.
Στήν ἴδια γραμμή βαδίζει μετά ἀπό ἑπτά αἰῶνες, τόν 14ο αἰώνα, ὁ μεγάλος Ἡσυχαστής καί Ὁμολογητής, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος θεολόγος τῆς δεύτερης χιλιετίας. Μέ βαρύτατους χαρακτηρισμούς, χωρίς τίς φράγκικες δυτικές ψευτοευγένειες, ἐπικρίνει ὡς ψεύτη τόν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε ἕνα γράμμα πρός τόν πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, ὅπου ἐπιβεβαίωνε τήν ἀντίθεσή του πρός τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, γεμᾶτο ἀπό ἀνακρίβειες καί ψεύδη. Στό γράμμα του ὁ πατριάρχης Ἰγνάτιος ἀναχωρώντας ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη ἔγραφε ὅτι ἐπιστρέφει στήν ἐκκλησία του, στήν Ἀντιόχεια, τήν ὁποία ἔλαβε ὡς κλῆρο μέ τή Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως νομίζουν καί ἰσχυρίζονται καί σήμερα ὅσοι καταλαμβάνουν ἐπισκοπικούς, ἀρχιεπισκοπικούς καί πατριαρχικούς θρόνους.
Ἔγραφε: «Ἀπέρχεται ἡ μετριότης ἡμῶν εἰς τήν ἐκκλησίαν αὐτῆς, ἣν Χριστοῦ Χάριτι γνησίως κεκλήρωται». Θυμωμένος ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γιά τήν ὑποστήριξη τοῦ πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα καί τίς ἐναντίον του ἀβάσιμες καί ἀθεολόγητες κατηγορίες, διερωτᾶται κατ᾽ ἀρχήν ποιά σχέση, ποιά μερίδα στήν Ἐκκλησία, ποιά διαδοχή καί κληρονομιά στήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά ἔχει αὐτός «ὁ συνήγορος τοῦ ψεύδους», διαδοχή στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι «στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας», καί πού διαμένει διηνεκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντη, στηριγμένη σταθερά πάνω σέ ἐκεῖνα πού ἔχει στηριχθῆ ἡ ἀλήθεια. Ἀποφθεγματικά λέγει στόν αἱρετίζοντα πατριάρχη ὅτι εἶναι ξένος πρός τήν Ἐκκλησία, ἐκτός Ἐκκλησίας, διότι «οἱ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί». Ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἐκεῖ πού εἶναι ἡ ἀλήθεια· ὅσοι δέν εἶναι μέ τήν ἀλήθεια εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Διαψεύδουν λοιπόν τούς ἑαυτούς τους, λέγουν ψέμματα, ὅσοι ἀποκαλοῦν τούς ἑαυτούς των καί ἀλληλοεπικαλοῦνται ποιμένες καί ἀρχιποιμένες, ὅταν δέν ὀρθοδοξοῦν. Γιατί ὁ Χριστιανισμός δέν λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν τά πρόσωπα ἀλλά τήν ἀλήθεια καί τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως: «Μηδέ γάρ προσώποις τόν Χριστιανισμόν, ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα»6.
Δέν εἶναι παραδειγματική καί καθοδηγητική ἡ παρρησία, ἡ τόλμη, ἡ σταθερή καί ἀνυποχώρητη στάση ἑνός ἁπλοῦ μοναχοῦ τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, καί ἑνός ἁπλοῦ παπᾶ, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, πρίν γίνει μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ἀπέναντι στήν πανίσχυρη ἐκκλησιαστική καί πολιτική ἡγεσία; Ἀμφέβαλλαν καθόλου γιά τό ποῦ βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία, γιά τό ποιός φεύγει ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ποιός προκαλεῖ σχίσματα; Δέν ἐπίστευαν ὅτι οἱ αἱρετικοί φεύγουν ἀπό τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία μπορεῖ νά ἐκφράσει, νά ἐκπροσωπήσει ἀκόμη καί ἕνας μοναχός, ἀκόμη καί ἕνας παπᾶς, ὅταν ἐκφράζουν καί ἐκπροσωποῦν τήν Ἀλήθεια;
5. Σταθερή, συνεπής καί ἀξιόπιστη ἡ θέση τῶν ἀγωνιζομένων
Ἡ κατ᾽ οἰκονομίαν ἀναβολή ἐπί μερικά ἔτη τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου, μέ στόχο τήν ἐνημέρωση τῶν ἀκατήχητων καί ἀγνοούντων Ὀρθοδόξων πιστῶν, δέν σημαίνει ὅτι θά ἀκυρώσουμε τήν ἀκρίβεια αὐτῶν πού ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Ἱεροί Κανόνες διδάσκουν. Ἤδη στά Πορίσματα τοῦ μεγάλου Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου πού ὀργάνωσαν στήν Θεσσαλονίκη τό 2004 τό «Τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας», τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. καί ἡ «Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν» γράφαμε:
«Νά διατρανωθεῖ πρός τίς ἐκκλησιαστικές ἡγεσίες ὅτι σέ περίπτωση πού ἐξακολουθήσουν νά συμμετέχουν καί νά ἐνισχύουν τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ, ὁ ἐπιβεβλημένος σωτήριος, κανονικός καί ἁγιοπατερικός δρόμος τῶν πιστῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, εἶναι ἡ ἀκοινωνησία, ἡ διακοπή δηλαδή τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται συνυπεύθυνοι καί συγκοινωνοί τῆς αἱρέσεως καί τῆς πλάνης. Δέν πρόκειται περί σχίσματος, ἀλλά περί θεαρέστου ὁμολογίας, ὅπως τό ἔπραξαν παλαιοί Πατέρες, ἀλλά καί στίς ἡμέρες μας ὁμολογηταί ἐπίσκοποι, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ γεραρός καί σεβαστός μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Αὐγουστῖνος, καί τό Ἅγιον Ὄρος»7.
Καί στήν ἱστορική «Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» πού συνετάγη καί ἐκυκλοφορήθη τό 2009 ἀπό τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν», ὑπογραφεῖσα ἀπό πλειάδα ἀρχιερέων, ἑκατοντάδες κληρικῶν καί μοναχῶν καί χιλιάδες πιστῶν γράψαμε:
«Αὐτήν τήν παναίρεση (=τοῦ Οἰκουμενισμοῦ) ἔχουν ἀποδεχθῆ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων πολλοί πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί. Τήν διδάσκουν “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ”, τήν ἐφαρμόζουν καί τήν ἐπιβάλλουν στήν πράξη κοινωνοῦντες παντοιοτρόπως μέ τούς αἱρετικούς, μέ συμπροσευχές, ἀνταλλαγές ἐπισκέψεων, ποιμαντικές συνεργασίες, θέτοντες οὐσιαστικῶς ἑαυτούς ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἡ στάση μας ἐκ τῶν συνοδικῶν κανονικῶν ἀποφάσεων καί ἐκ τοῦ παραδείγματος τῶν Ἁγίων εἶναι προφανής. Ὁ καθένας πρέπει νά ἀναλάβει τίς εὐθύνες του»8.
6. Ἀντί τοῦ «ἀποτείχιση» καλύτερα νά χρησιμοποιοῦμε τόν ὅρο «διακοπή μνημοσύνου»
Ἔχει ἀποδειχθῆ ὅτι ὁ ὅρος «ἀποτείχιση», ἐνῶ εἶναι ὀρθός καί κανονικός, δημιουργεῖ παρεξηγήσεις καί δίνει λαβή στούς κακοπροαίρετους νά τοῦ δίνουν ἐννοιολογικές προεκτάσεις τίς ὁποῖες δέν ἔχει.
Πάντως καί μέσα στόν κανόνα τό ἐννοιολογικό κύριο βάρος πέφτει στήν διακοπή τῆς κοινωνίας, τοῦ μνημοσύνου, πού εἶναι περιορισμένη καί ξεκάθαρη ἐννοιολογικά καί δέν ἐπιτρέπει παρερμηνεῖες καί προεκτάσεις.
Ἡ ἔννοια τοῦ τείχους ἐπιτρέπει π.χ. στούς οἰκουμενιστάς νά ἰσχυρίζονται ὅτι ὑψώνεται τεῖχος πού χωρίζει ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ, ὅπως δείξαμε, τό τεῖχος ὑψώνεται γιά νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν αἵρεση καί τούς ψευδεπισκόπους. Γι᾽ αὐτό καί ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἀποτείχιση» δέν ἀπαντᾶται σέ θεολογικά λεξικά καί πίνακες ἐννοιῶν στά σχετικά θεολογικά καί νομοκανονικά ἔργα. Εἶναι σχετικῶς νεώτερη ἡ χρήση του, καί πρέπει ἀντί αὐτοῦ νά χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «Διακοπή κοινωνίας» καί καλύτερα «Διακοπή μνημοσύνου».
Στό Ἅγιον Ὄρος μετά τήν ἡμερολογιακή μεταρρύθμιση καί τήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου ὅσων ἐδέχθησαν τό Νέο Ἡμερολόγιο, ἡ διάκριση δέν γινόταν μεταξύ «ἀποτειχισμένων» καί «μή ἀποτειχισμένων» ἀλλά μεταξύ «μή μνημονευόντων» καί «μνημονευόντων». Τό «μνημονεύοντες» καί «μή μνημονεύοντες» ταιριάζει καί σήμερα καί δυσκολεύει ὅσους θέλουν νά παρουσιάσουν τούς «μή μνημονεύοντες» ὡς σχισματικούς, διότι αὐτοί δέν προβαίνουν σέ καμμία σχισματική ἐνέργεια, ἁπλῶς δέν μνημονεύουν τούς αἱρετικούς ἢ αἱρετίζοντες ἐπισκόπους.
ΔΕΝ ΘΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΟΥΜΕ ΣΧΙΣΜΑ
(Καί χωρίς τήν μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου τά μυστήρια εἶναι ἔγκυρα)
Μερικά πρόσωπα τά ὁποῖα διαπνέονται ἀπό τήν ἐν Κυρίῳ ἀγάπη πρός ὅσους ἐν τῷ κόσμῳ κληρικούς ἔχουμε παύσει τήν μνημόνευση τῶν οἰκείων ἐπισκόπων, ἀλλά καί ἀπό τόν γενικότερο σεβασμό πρός τούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἰδιαίτερα, μάλιστα, ὅσα πρόσωπα δέν γνώρισαν καλά τόν γράφοντα καί δέν τόν ἔχουν ζήσει, ὥστε νά ἑρμηνεύουν σωστά τήν τελευταία ἐνέργειά του τῆς διακοπῆς τοῦ λειτουργικοῦ μνημοσύνου τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ἀνθίμου, ἀνησυχοῦν ἀπό σκοπίμως διαδιδόμενες φῆμες ἤ καί ἀπό ἰδικές των ἐσφαλμένες ἐκτιμήσεις, ὅτι ὁ π. Θεόδωρος θά κάνει σχίσμα. Συνδυάζουν μάλιστα πρός τήν κατεύθυνση αὐτή καί τά ὅσα λέγουν ἤ πράττουν ἄλλα πρόσωπα μέ τά ὁποῖα συνεργάσθηκε ἤ συνεργάζεται ὁ π. Θεόδωρος, χωρίς ὅμως πράγματι νά συμφωνεῖ ἤ νά συμπράττει σέ ὅλα μαζί τους, καί ἐξ αὐτοῦ βγάζουν λάθος συμπεράσματα.
1. Τί προκύπτει ἀπό τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας. Ἡ Θεία Λειτουργία δέν τελεῖται εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου
Γιά νά διασκεδασθοῦν λοιπόν αὐτές οἱ ἀνησυχίες καί νά ἡσυχάσουν κάποιων οἱ λογισμοί, τῶν καλοπροαιρέτων βέβαια, δίνονται οἱ ἑξῆς ἐξηγήσεις: Ἡ διακοπή μνημοσύνου τοῦ αἱρετικοῦ ἤ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου συνιστᾶται ἀπό τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861) τοῦ Μ. Φωτίου, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος δημοσίως κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδή φανερά, ἀπροκάλυπτα, κάποια αἵρεση, καταδικασμένη ἀπό Συνόδους ἤ Ἁγίους Πατέρες9. Ἀπό τόν κανόνα προκύπτουν τά ἑξῆς:
(α) Ἡ διακοπή μνημοσύνου ἀφορᾷ τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο καί ὄχι ὅλους τούς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἕκαστος κληρικός διακόπτει τό μνημόσυνο τοῦ δικοῦ του ἐπισκόπου.
(β) Οὔτε συνιστᾶται οὔτε ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή μνημοσύνου νά εἶναι συντεταγμένη, νά γίνει δηλαδή ἀπό πολλούς, νά μήν εἶναι μεμονωμένη. Μπορεῖ καί ἕνας πρεσβύτερος νά προχωρήσει σέ διακοπή μνημοσύνου.
(γ) Ὁ ἐπίσκοπος, τοῦ ὁποίου τό μνημόσυνο διακόπτεται, πρέπει ὄχι ἁπλῶς νά αἱρετίζει, ἀλλά καί νά κηρύσσει δημόσια τήν αἵρεση.
(δ) Τήν διακοπή αὐτή τοῦ μνημοσύνου ὁ κανών τήν χαρακτηρίζει ὡς ἀποτείχιση· «τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἑαυτούς ἀποτειχίζοντες». Δέν εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἡ ἀποτείχιση καί ἄλλο ἡ διακοπή μνημοσύνου. Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἀποτείχιση ἀπό τήν διακοπή μνημοσύνου, ὥστε νά νομίζουν μερικοί ὅτι ἀποτειχίζονται, χωρίς νά προβοῦν σέ διακοπή μνημοσύνου.
(ε) Ἡ ἀποτείχιση αὐτή δέν προκαλεῖ σχίσμα, διότι δέν ἀποτειχίζεται κανείς ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπό τήν αἵρεση10· δέν ἀποτειχίζεται ἀπό ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο, ἀλλά ἀπό δῆθεν ἐπίσκοπο, ἀπό «τόν καλούμενον ἐπίσκοπον ἑαυτούς ἀποτειχίζοντες», τόν ὁποῖο στή συνέχεια ὁ κανών ἀποκαλεῖ «ψευδεπίσκοπο» καί «ψευδοδιδάσκαλο».
(στ) Οἱ διακόπτοντες τό μνημόσυνο τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου δέν διαπράττουν κανονικό παράπτωμα· γι᾽ αὐτό καί δέν ὑπόκεινται σέ κανονική δίκη καί ἐπιτίμηση, δηλαδή δέν πρέπει νά παραπέμπονται σέ ἐπισκοπικά ἤ συνοδικά δικαστήρια.
(ζ) Καί ὄχι μόνον δέν πρέπει νά παραπέμπονται σέ δικαστήρια καί νά τιμωροῦνται, ἀλλά ἀντίθετα πρέπει νά τιμῶνται, διότι προφυλάσσουν τήν Ἐκκλησία ἀπό σχίσματα καί διαιρέσεις, δέν προκαλοῦν σχίσμα. Τά σχίσματα τά προκαλοῦν οἱ αἱρετίζοντες ἐπίσκοποι.
(η) Δέν εἶναι ἀπαραίτητο ὁ αἱρετίζων ἐπίσκοπος νά ἔχει καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, ὥστε μετά τήν συνοδική καταδίκη του νά γίνει ἡ διακοπή μνημοσύνου. Αὐτό ἐπιτρέπεται νά γίνει καί πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης, «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως». Ὁ κανόνας εἶναι σαφής, καί μόνον ἀγράμματοι καί ἀδιάβαστοι δυσκολεύονται νά τόν κατανοήσουν ἤ κάποιοι τόν παρερμηνεύουν, γιά νά μήν ὑποστοῦν ὅσα ὑπαγορεύει: «Οἱ τοιοῦτοι (οἱ διακόπτοντες τήν μνημόνευση) οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
(θ) Εἶναι παραλογισμός λογικός, θεολογικός, ἐκκλησιολογικός, νομικός, τό νά δεχθεῖ κανείς ὅτι ἡ διακοπή μνημοσύνου προκαλεῖ σχίσμα. Εἶναι δυνατόν ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μέ κανόνα ἐπίσημης καί περιφανοῦς συνόδου, στήν ὁποία μάλιστα προήδρευε ὁ Μέγας Φώτιος, μεγαλειώδης διδάσκαλος, θεολόγος, κανονολόγος, νομικός, φιλόσοφος, καί πλεῖστοι ἄλλοι ἐπίσκοποι, νά συνιστοῦν τήν τέλεση σχίσματος καί μάλιστα ὄχι μόνον ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἐναντίον τῶν ἰδίων ὡς ἐπισκόπων; Ἡ Ἐκκλησία μέ τίς συνόδους προσπαθεῖ νά κρατήσει τά μέλη της μέσα στά ὅριά της, προφυλάσσοντάς τα ἀπό τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα. εἶναι δυνατόν νά τούς λέγει «διακόψτε τό μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου καί βγῆτε ἐκτός Ἐκκλησίας»;
(ι) Ὁ διακόπτων τό μνημόσυνο ἐφαρμόζει τήν κανονική σύσταση τήν ὥρα πού τελεῖ τήν Θεία εὐχαριστία, τήν ὥρα πού λειτουργεῖ· αὐτό σημαίνει πώς ὁ κανών ἐπιτρέπει τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας, χωρίς νά μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος· δέν ὁρίζει, ὅτι ὁ διακόπτων τό μνημόσυνο πρέπει νά παύσει νά λειτουργεῖ, διότι δῆθεν ἡ Λειτουργία τελεῖται «εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου», καί ὅπου δέν μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος τά μυστήρια εἶναι ἄκυρα, κατά τήν πρωτοφανῆ καί πεπλανημένη γνώμη τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα, ὑπέρ τῆς ὁποίας δέν ὑπάρχει καμμία ἁγιογραφική καί πατερική μαρτυρία, παρά μόνον ὁ αἱρετικός ἐπισκοποκεντρισμός, καί ἡ παπίζουσα δεσποτοκρατία. Θά συνιστοῦσαν ποτέ νά γίνονται ἄκυρα μυστήρια ὁ Μέγας Φώτιος καί οἱ λοιποί θεοφόροι Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, πού συνιστοῦν τήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου; Τά μυστήρια ὅλα καί ἡ Θεία Λειτουργία τελοῦνται εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἤ εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου. δέν χρειάζεται νά ἐπεκταθοῦμε περισσότερο γιά αὐτονόητα πράγματα. Μνημονεύουμε ἁπλῶς ἐνδεικτικά αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους, πού εἶχαν διαιρεθῆ σέ ὁμάδες ὀπαδῶν, ἐπί κεφαλῆς τῶν ὁποίων ἔβαζαν κάποιους ἀποστόλους-διδασκάλους καί ὄχι τόν Χριστό. διαμαρτύρεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀρχηγός τῆς σωτηρίας πού ἐσταυρώθη ὑπέρ ἡμῶν, καί εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τελοῦνται τά Μυστήρια. «Μεμέρι σται ὁ Χριστός; Μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ὑμῶν; Ἤ εἰς τό ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ, ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα»11. Ἄν λοιπόν ὁ οὐρανοβάμων καί θεόπτης Παῦλος ἀρνεῖται ὅτι τελεῖ εἰς τό ὄνομά του τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, πόσο ἐγωισμό καί παπική ὑπερηφάνεια κρύπτει ἡ ζηζιούλεια γνώμη ὅτι ἡ Θεία εὐχαριστία τελεῖται «εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου»; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀποστέλλων τούς μαθητάς εἰς τό κήρυγμα τούς ἔδωσε ἐντολή νά βαπτίζουν εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»12. Συνιστώντας δέ καί ἱδρύοντας τό Μυστήριο τῆς Θείας εὐχαριστίας κατά τήν τέλεση τοῦ Μυστικοῦ δείπνου δέν εἶπε ὅτι αὐτό θά τό τελεῖτε στό ὄνομά σας, ἀλλά γιά νά θυμᾶσθε ἐμένα· «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν»13. Ἡ Θεία Λειτουργία καί οἱ ἄλλες ἀκολουθίες ἀρχίζουν μέ τριαδολογική ἐπίκληση «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καί «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἤ «Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε …». δέν ἀρχίζουμε μέ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου. Ἄς κάνουν τόν κόπο οἱ ἀδιάφοροι καί ἀδιάβαστοι ἐπίσκοποι, μερικοί τῶν ὁποίων οὔτε τίς ὁμιλίες πού τούς γράφουν ἄλλοι μποροῦν νά ἀναγνώσουν, καί νά δοῦν σέ κάποιο λεξικό τῆς Καινῆς Διαθήκης (Concordantia) στή λέξη «ὄνομα», γιά νά δοῦν τό ὄνομα ποίου ἐπεκαλοῦντο οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, γιά νά ἐπιτελέσουν θαύματα. Τό ὄνομα κάποιου ἐξ αὐτῶν ἤ ὅλα ἐγίνοντο «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», «ὀνομάζοντες τό ὄνομα Χριστοῦ», σέ ἀμέτρητα γεγονότα καί περιστάσεις. Ἄλλωστε καί στήν εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου «Οὐδείς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις…», πού λέγουν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερεύς πρό τῆς Ἁγίας Τραπέζης ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἱερουργός τοῦ μυστηρίου, «ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος», καί ὄχι ὁ ἐπίσκοπος οὔτε ὁ ἱερεύς: «Σύ γάρ εἶ ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν». Κατά τήν μικρή ἐπίσης ἀκολουθία τοῦ «Καιροῦ» πρό τῆς Προσκομιδῆς παρακαλοῦν οἱ κληρικοί τόν Χριστό νά στείλει τό χέρι Του γιά νά ἐπιτελέσουν τήν ἀναίμακτη ἱερουργία: «Κύριε ἐξαπόστειλόν μοι τήν χεῖρά σου ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου». Μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου γίνεται γιά ἄλλους λόγους, καί ὄχι γιατί ἀποτελεῖ οὐσιῶδες στοιχεῖο τοῦ Μυστηρίου, χωρίς τό ὁποῖο τό μυστήριο εἶναι δῆθεν ἄκυρο. Σέ ποιά Ὀρθόδοξη δογματική διδάσκεται αὐτή ἡ κακόδοξη διδασκαλία; Ὁ ἐπίσκοπος μνημονεύεται, κυρίως γιά νά φανεῖ, ὅτι ὁ μνημονεύων καί ὁ μνημονευόμενος ἔχουν τήν ἴδια πίστη, ὅτι εἶναι ἀμφότεροι Ὀρθόδοξοι, ὅτι ὁ μνημονευόμενος ἔχει τήν ἴδια πίστη μέ τόν μνημονεύοντα, εἶναι ταυτογνωμονοῦντες καί ταυτοπιστεύοντες. Δέν παραγνωρίζουμε τήν σημαντική, τήν σπουδαία, τήν πρωτεύουσα θέση πού ἔχει ὁ ἐπίσκοπος στήν Ἐκκλησία, σύμφωνα καί μέ ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας. Ἀλλά ὅλα αὐτά ἰσχύουν, ὅταν πρόκειται περί Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου καί ὄχι περί ψευδεπισκόπου.
Ἑπομένως ὁ διακόπτων τό μνημόσυνο συνεχίζει νά λειτουργεῖ καί δέν ὑπόκειται «εἰς κανονικήν κατάγνωσιν», σύμφωνα μέ τόν κανόνα, ἄν δέ τοῦ ἐπιβληθεῖ ὁποιαδήποτε ποινή ἀργίας ἤ καθαιρέσεως ἀπό τά ἁρμόδια «ἐκκλησιαστικά» δικαστήρια, αὐτή ὡς ἀντικανονική εἶναι ἄκυρη καί μή ἐφαρμόσιμη. Ἀλλοίμονο, ἄν οἱ διωκόμενοι καί καθαιρούμενοι ἀπό αἱρετικές συνόδους Ἅγιοι Πατέρες πειθαρχοῦσαν καί ὑπήκουαν στίς ἀποφάσεις τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων. Θά εἶχε καταλυθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία.
2. Κατεγνωσμένη αἵρεση ὁ Οἰκουμενισμός
Ἡ διακοπή μνημοσύνου λοιπόν τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου προϋποθέτει τήν ὑπ᾽ αὐτοῦ ἀποδοχή καί κήρυξη αἱρέσεως. Ὑπάρχει σήμερα κάποια αἵρεση πού κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδή δημοσίως, φανερά καί ἀπροκάλυπτα; Μόνον ἀδιάφοροι περί τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχοντες «πορισμόν τήν εὐσέβειαν»14 στρουθοκαμηλίζουν καί δέν βλέπουν ὅτι ἐδῶ καί ἕνα αἰώνα κατατρώγει τήν Ἐκκλησία, διαβρώνει συνειδήσεις, παρασύρει ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχούς, καθηγητάς Θεολογικῶν Σχολῶν καί θεολόγους, ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως προσφυῶς χαρακτηρίσθηκε ἀπό τόν μεγάλο δογματολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη καί πολλούς ἄλλους συγχρόνους Πατέρες καί διδασκάλους. Ὁ Οἰκουμενισμός ἐμπίπτει στήν ἀπαίτηση τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας, συμφώνως μέ τήν ὁποία ἡ κηρυσσόμενη αἵρεση ἀπό τόν ἐπίσκοπο πρέπει νά εἶναι «παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένη». Ἐκτός τοῦ ὅτι ἤδη σύγχρονοι Ἅγιοι Πατέρες τήν ἔχουν καταδικάσει, οἱ βασικές διδασκαλίες της ἔχουν καταδικασθῆ ἀπό παλαιούς Ἁγίους καί ἀπό παλαιές συνόδους, ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή, διότι προσβάλλει βασικά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι συμπερίληψη ὅλων τῶν αἱρέσεων, γι᾽ αὐτό καί χαρακτηρίζεται ὡς παναίρεση. Δέν χρειάζεται μεγάλη θεολογική γνώση καί ἔρευνα, γιά νά χαρακτηρίσει κανείς ὡς αἱρετικούς αὐτούς πού δέν ἀποδέχονται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός Σωτήρας καί Λυτρωτής, κατά τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πολλαχοῦ καί πολλαχῶς μαρτυρουμένη. Μνημονεύουμε ἀπό τά πάμπολλα μόνον τό τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου κατά τήν ὁμιλία του ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων, τῶν ἀρχιερέων καί θεολόγων τῆς ἐποχῆς: «Καί οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»15. Αὐτό δέν λέγει καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ἀναφερόμενο εἰς τόν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν καί τήν δι᾽ Αὐτοῦ σωτηρία; «Τόν δι᾽ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν…». Αὐτό τό θεμελιῶδες δόγμα τῆς μοναδικότητος καί ἀποκλειστικότητος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας προσβάλλει ὁ Οἰκουμενισμός, ἰσχυριζόμενος ὅτι καί στίς ἄλλες θρησκεῖες σώζονται οἱ ἄνθρωποι, καί ἑπομένως κάνει λάθος ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅλη ἡ Ἁγία Γραφή καί σύμπασα ἡ Πατερική Παράδοση, πού διδάσκουν ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία».
Ἀκόμη καί τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος προσβάλλει ἐμμέσως ὁ Οἰκουμενισμός, μολονότι δέν τολμᾶ ἐπισήμως νά τό διακηρύξει, μέ τά διδασκόμενα ἀπό πολλούς Οἰκουμενιστές καί τήν Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο, ὅτι οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, οἱ τρεῖς ἀβρααμικές θρησκεῖες, δηλαδή ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουμε στόν ἴδιο Θεό. Μόνον ἐμεῖς, ὅμως, πιστεύουμε στήν Ἁγία Τριάδα, οἱ ἄλλες δύο θρησκεῖες ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀρειανικές καί πνευματομαχικές, γι᾽ αὐτό οὔτε καί στόν ἀληθινό Θεό πιστεύουν, διότι ὅποιος δέν πιστεύει στόν Υἱό δέν πιστεύει καί στόν Πατέρα16. Καί ὅπως ψάλλουμε σέ κάθε Λειτουργία στό τέλος: «Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα Προσκυνοῦντες». Δέν εἶναι περιττό νά προσθέσουμε ὅτι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος προσβάλλει καί ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, ἡ διδασκαλία δηλαδή τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ ἐξ αὐτοῦ προελθόντος Προτεσταντισμοῦ, ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, ὅπως διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή διά στόματος τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ17, καί ἐδογμάτισε ἡ Ἐκκλησία στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά ἐκπορεύεται «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (Filioque), κατά τήν ἐπίσημη ἀντικυριακή καί ἀντιπατερική διδασκαλία τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν, τούς ὁποίους, ὅμως, ὁ Οἰκουμενισμός καί ἡ οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης ἀποδέχονται ὡς ἐκκλησίες, παρά τό πλῆθος τῶν αἱρέσεων πού διδάσκουν, ἐκτός τοῦ Filioque.
Ἡ πιό κραυγαλέα ὅμως πλάνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης εἶναι ἡ προσβολή καί ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος, τό ὁποῖο δέχεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί ὄχι πολλές, καί ὅτι αὐτή ἡ μία Ἐκκλησία ἔχει μία πίστη καί ἕνα Βάπτισμα, κατά τό Παύλειο «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν Βάπτισμα»18. Τό δόγμα αὐτό τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας μέ τήν ταυτότητα τῆς Πίστεως, μέ τήν ἴδια δηλαδή ἀποστολική καί πατερική διδασκαλία, πού ἐξικνεῖται μέχρι καί τά πιό μικρά, τά ὁποῖα πρέπει νά μένουν ἀπαραχάρακτα καί ἀπαρασάλευτα, τό διεφύλαξε ἡ Ἐκκλησία διά τῶν αἰώνων ἀπό τούς ἀποστολικούς ἤδη χρόνους. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως φαίνεται μέσα στά κείμενα τῆς Καινῆς διαθήκης, καί μέχρι σήμερα, ἐμφανίζονται ψευδοδιδάσκαλοι καί ψευδοπροφῆτες, ὡς καί ψευδεπίσκοποι καί ψευδοκληρικοί, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά ἀλλοιώσουν, νά διαστρέψουν τήν ἑνιαία Πίστη τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, εἰσάγοντας δικές τους αἱρετικές διδασκαλίες, οὐσιαστικά κηρύσσοντας ἄλλο εὐαγγέλιο, «ἕτερον εὐαγγέλιον»19, καί δημιουργώντας αἱρετικές παρασυναγωγές πού τίς ὀνομάζουν ἐκκλησίες. Μέ πολλή αὐστηρότητα οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες καταπολεμοῦν τίς αἱρέσεις καί τίς καταδικάζουν, διότι ὅσοι ἐμπλέκονται εἰς αὐτές χάνουν τήν σωτηρία τους, στερούμενοι τῆς σωτηριώδους Χάριτος, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας· ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία (extra Ecclesiam nulla salus), κατά τήν ἀποφθεγματική καί κοινά παραδεκτή ρήση τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ. Σέ ὅλες τίς περιόδους τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί στό σύνολο τῆς πατερικῆς γραμματείας, ὅπως καί στά ὑμνολογικά μας κείμενα, βλέπει κανείς τό ἀνύστακτο, τό ἄγρυπνο ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων, καί τούς κοπιώδεις καί μαρτυρικούς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων, πολλοί τῶν ὁποίων ἔγιναν μάρτυρες καί ὁμολογηταί, στύλοι τῆς Ὀρθοδοξίας, προκειμένου νά διασωθεῖ ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων, ἡ Ὀρθοδοξία, καί νά μή κυριαρχήσουν ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη. Ἀρκεῖ νά διαβάσει κανείς τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅπου κατονομάζονται καί ἀναθεματίζονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Γιά νά μή μείνει δέ καμμία αἵρεση χωρίς καταδίκη, στό τέλος ἀναθεματίζει ἡ Ἐκκλησία γενικῶς ὅλους τούς αἱρετικούς: «Πᾶσι τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα».
Δέν θά μποροῦσε κανείς ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες νά σκεφθεῖ, ὅτι θά φθάναμε σήμερα ὡς Ἐκκλησία ἐκ τῶν ἔνδον διά πολλῶν ἐπισκόπων, ἄλλων κληρικῶν καί θεολόγων, νά γκρεμίσουμε τά σύνορα τῆς Ἐκκλησίας, «τά ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»20, καί νά εἰσαγάγουμε μέσα στήν Ἐκκλησία ὅλες τίς πλάνες καί τίς αἱρέσεις, θεωρώντας καί ὀνομάζοντας τίς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες, ὅπως ἔκανε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης. Αὐτό ἀποτελεῖ ἀνατροπή τοῦ εὐαγγελίου καί τῶν Ἁγίων Συνόδων, πού κατεδίκασαν τίς αἱρέσεις, καί προσβολή τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καί Ὁμολογητῶν.
Ἄν μάλιστα προσθέσει κανείς καί τήν συνοδική ἀποδοχή τῶν κοινῶν κειμένων τῶν Θεολογικῶν διαλόγων, στά ὁποῖα ἀναγνωρίζουμε στούς αἱρετικούς Μονοφυσῖτες, Παπικούς καί Προτεστάντες ἔγκυρο Βάπτισμα καί Ἀποστολική διαδοχή, ὅπως καί τήν συνοδική ἔγκριση νά συμφυρόμαστε μέ τούς Προτεστάντες στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», εὐτελίζοντας τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί καθιστώντας την μία μικρή ψηφίδα στό κακότεχνο ψηφιδωτό τῶν αἱρέσεων, δέν θά δυσκολευθεῖ νά συμπεράνει, ὅτι ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης προσέβαλε τό ἐκκλησιολογικό δόγμα καί εἰσήγαγε νέα αἱρετική ἐκκλησιολογία.
3. Ἐπίκαιρα ἐρωτήματα καί προβλήματα
Ὑπάρχει λοιπόν καί παραϋπάρχει κατεγνωσμένη αἵρεση στίς ἡμέρες μας, ὁ ἐπάρατος Οἰκουμενισμός, τόν ὁποῖο πολύ σύντομα περιγράψαμε, ἔστω καί ἄν πολλοί προσποιοῦνται ὅτι δέν τόν βλέπουν, γιατί ἡ ἀντιμετώπισή του συνεπάγεται κόπους, θυσίες, συκοφαντίες, διωγμούς, ξεβόλεμα. Μέχρι τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης τόν Οἰκουμενισμό ἐκήρυσσαν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» μεμονωμένοι κληρικοί καί θεολόγοι, μεταξύ τῶν ὁποίων κορυφαῖοι καί ἐπιφανεῖς οἱ δύο πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρας καί Βαρθολομαῖος. Εἶναι πολλές οἱ αἱρετίζουσες, οἰκουμενιστικές πλάνες καί ρήσεις τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, οἱ ὁποῖες δικαιολογημένα ὁδήγησαν τίς περισσότερες Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί κελλιῶτες μοναχούς, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τόν Ἅγιο Παΐσιο, κατά τήν τριετία 1969-1972, στήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου του, ὡς οἰκείου ἐπισκόπου, κατά τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861). Ἀπείρως περισσότερες εἶναι οἱ οἰκουμενιστικές ἐκτροπές τοῦ πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, συλλογές τῶν ὁποίων κατά καιρούς ἔχουν δημοσιευθῆ σέ καταγγελτικά ἐναντίον του κείμενα, ὅπως π.χ. τό κείμενο τῆς «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν», μέ τίτλο «Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου», τό ὁποῖο ἐκτός ἀπό τά μέλη τῆς Συνάξεως ὑπέγραψαν ἑκατοντάδες κληρικῶν καί μοναχῶν καί χιλιάδες πιστῶν, ἀλλά πρωτίστως ἐννέα ἀρχιερεῖς, οἱ Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος, Δρυϊνουπόλεως Ἀνδρέας, Ἀντινόης Παντελεήμων, Πειραιῶς Σεραφείμ, Γλυφάδας Παῦλος, Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Ἱερόθεος, Κυθήρων Σεραφείμ, Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς καί Γόρτυνος Ἱερεμίας21. Σημαντική εἶναι ἡ συλλογή πού δημοσίευσε ἐσχάτως ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Πῆχος, Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας Πάρου μέ τίτλο «Κατάγνωσις ἑτεροδιδασκαλιῶν τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ἐνώπιον τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος»22. Ἀρκετοί κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί ἔχουν συγκεντρώσει ἐπίσης πλῆθος πολύ οἰκουμενιστικῶν λεχθέντων καί πραχθέντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, τά ὁποῖα, ὅταν δημοσιευθοῦν καί σχολιασθοῦν, θά ἐκπλήξουν τούς ἀπληροφόρητους ὑποστηρικτές του. Ἔπρεπε λοιπόν ἡ διακοπή μνημονεύσεως τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου νά εἶχε γίνει ἐδῶ καί πολλά χρόνια ἀπό τά Ἁγιορειτικά Κοινόβια καί τούς Κελλιῶτες ἱερεῖς πού τόν μνημονεύουν καθημερινά στίς ἀκολουθίες ὡς οἰκεῖο ἐπίσκοπο, σύμφωνα μέ τήν κανονική καί πατερική παράδοση, ἀλλά καί τήν ἁγιορειτική, παλαιά καί πρόσφατη. Τό ἴδιο ἔπρεπε νά ἔχουν πράξει καί οἱ ἀρχιερεῖς τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν», ἀκολουθώντας τήν ὁμολογητική, θαρραλέα στάση τῶν τριῶν Ἀρχιερέων τῶν «Νέων Χωρῶν», πού διέκοψαν μαζί μέ τίς Ἁγιορειτικές Μονές κατά τά ἔτη 1969-1972 τό μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα, δηλαδή τῶν μακαριστῶν Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, Φλωρίνης Αὐγουστίνου καί Παραμυθίας Παύλου. Κανένας τότε δέν τούς ἐτιμώρησε, οὔτε ὁ Ἀθηναγόρας, καί κανείς δέν ἰσχυρίσθηκε ὅτι τά μυστήρια πού τελοῦσαν ἐπί τρία χρόνια ἦσαν ἄκυρα.
Ἄν αὐτό εἶχε γίνει, ἄν δηλαδή καί τώρα κάποιοι ἐπίσκοποι διέκοπταν τό μνημόσυνο, οἱ προοπτικές γιά τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης θά ἦσαν διαφορετικές. Ὁ πατριάρχης θά ἐδίσταζε νά συγκαλέσει τήν «Σύνοδο», διότι θά ἐμφανιζόταν ὡς ὑπεύθυνος τῆς ἀναταραχῆς στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα καί οὐσιαστικῶς ὡς κατηγορούμενος, καί ἔτσι ὁ Οἰκουμενισμός θά παρέμενε προσωπική ἐπιλογή καί πλάνη κάποιων κληρικῶν καί θεολόγων. Τώρα, μετά τήν ἀτολμία, τούς δισταγμούς, τίς δῆθεν ποιμαντικές δυσκολίες καί συνέπειες ὁ αἱρετίζων πατριάρχης ἔμεινε στήν πράξη ἄτρωτος καί ἀλώβητος, καί μέ τήν ἐξουσιαστικότητα καί δύναμη πού ἔχει συνεκάλεσε, χωρίς πολλά ἐμπόδια, τήν ψευδοσύνοδο καί, ἐνῶ ἔπρεπε νά ἐμφανισθεῖ ὡς κατηγορούμενος σέ μία ὀρθόδοξη σύνοδο, ἐμφανίσθηκε ὡς κατήγορος ὅσων ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχοντας μάλιστα τώρα μεγαλύτερο θράσος στήν ἄσκηση διωγμῶν καί στήν σπίλωση καί συκοφάντηση τῶν ἀγωνιστῶν, ἐφ᾽ ὅσον ὅσα πλανεμένα ἔλεγε καί ἔπραττε ἔχουν τώρα καί συνοδική κατοχύρωση. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε πλέον οἱ ἀμφισβητοῦντες ἁπλῶς τίς προσωπικές του γνῶμες, ὅπως ἔχουμε ὑποχρέωση καί δικαίωμα, ἀλλά εἴμαστε οἱ «ἀπείθαρχοι, οἱ σχισματικοί, οἱ ἀντάρτες, οἱ ἐγωιστές καί ἀλάθητοι, πού δέν δεχόμαστε αὐτά πού ἀποφασίζει ἡ Ἐκκλησία ἐν συνόδῳ», ὅπως ἐπαναλαμβάνουν τά παπαγαλάκια τοῦ Φαναρίου, ἀμαθεῖς καί ἡμιμαθεῖς ἐπίσκοποι καί νεοχειροτόνητοι θεολόγοι, πού ὡς ἄγρια θηρία κατασπαράσσουν τόν λόγο τῆς ἀληθείας, κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου23. Ξεχνοῦν ὅτι ἡ ἐγκυρότητα τῆς συγκλήσεως καί λειτουργίας μιᾶς συνόδου δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό ὅτι συνάγονται πατριάρχες καί ἐπίσκοποι καί συζητοῦν, ἀλλά ἀπό τήν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καί τῶν ἀποφάσεων καί ἀπό τήν κατακολούθηση τῶν προηγουμένων συνόδων24. Ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται στίς συνόδους τῶν ἐπισκόπων, ὅταν αὐτοί ἀκολουθοῦν τήν ἀλήθεια καί τήν Ὀρθοδοξία. Ὅταν ἀκολουθοῦν καί ὑποστηρίζουν τήν αἵρεση καί τήν πλάνη, ἡ Ἐκκλησία ἀπουσιάζει, δέν εὑρίσκεται ἐκεῖ25. Εὑρίσκεται ἐκεῖ πού φυλάσσεται καί κηρύσσεται ἡ ἀλήθεια, καί ἑπομένως εἶναι σαφές ποιοί εἶναι ἐντός καί ποιοί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Πολυάριθμες Σύνοδοι στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ἀποκηρύχθηκαν καί καταδικάσθηκαν ὡς ληστρικές, ὡς ψευδοσύνοδοι καί ὡς συνέδρια παρανόμων. Μεταξύ αὐτῶν θά συναριθμηθεῖ καί ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης.
Δώσαμε, λοιπόν, μέ τήν ἀπραγία, τήν δειλία, τήν ποιμαντική δῆθεν φροντίδα καί φοβία, τήν δυνατότητα στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί στούς ὁμοφρονές του Προκαθημένους καί ἐπισκόπους νά συγκαλέσουν τήν «Σύνοδο», νά κατοχυρώσουν τόν Οἰκουμενισμό μέ συνοδική βούλα καί συνοδικές ὑπογραφές. Αὐτό κάνει τά πράγματα χειρότερα, πολύ χειρότερα, διότι τώρα ὁ Οἰκουμενισμός κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ὄχι μόνον ἀπό πέντε-δέκα ἤ εἴκοσι πατριάρχες καί ἐπισκόπους, ἀλλά ἀπό ὅσους ἔλαβαν μέρος στήν «Σύνοδο» καί ἐπεκύρωσαν μέ τίς ὑπογραφές τους τίς ἀποφάσεις, ὅπως καί ἀπό ὅσους ἀποδέχονται τίς ἀποφάσεις καί τίς ἀνακοινώνουν στό ποίμνιο, ἀκόμη καί ἀπό ὅσους σιωποῦν καί οὔτε τίς καταδικάζουν οὔτε τίς ἀποδέχονται, ἀλλά «ποιοῦν τήν νῆσσαν», κατά τό λεγόμενον. Ἡ ἐνδεδειγμένη στάση τῶν ἐπισκόπων ἀπέναντι τῆς «Συνόδου» εἶναι ἕνα ξεκάθαρο «ναί» ἤ ἕνα ξεκάθαρο «ὄχι». Οὔτε «ναί καί ὄχι», ἀλλά οὔτε σιωπή, διότι ἐκτός τοῦ ὅτι ἡ σιωπή σημαίνει συγκατάθεση26 καί ἀποτελεῖ κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ τό τρίτο εἶδος τῆς ἀθεΐας27, ἤδη τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως μᾶς λέγει ὅτι στά θέματα τῆς Πίστεως δικαιολογεῖται νά εἶναι κανείς εἴτε ψυχρός εἴτε θερμός· ἀκόμη καί τούς ψυχρούς τούς ἀνέχεται ὁ Θεός, τούς ἀντέχει τό «στομάχι» Του· τούς χλιαρούς, τούς προσαρμοσμένους, τούς διπλωμάτες, τούς «ναί καί ὄχι», δέν τούς ἀντέχει· τούς ἀποβάλλει, τούς ξερνᾶ: «Οἶδά σου τά ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρός εἶ, οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρός ἦς ἤ ζεστός· οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου»28.
Καί ἐπειδή καί οἱ Οἰκουμενιστές δέν ἀρνοῦνται τό ὑψηλό ἐπίπεδο αὐθεντίας τῆς «Συνόδου», ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου θεωροῦν τίς ἀποφάσεις της δεσμευτικές γιά ὅλους, εἶναι ὑποχρεωμένοι νά δεχθοῦν ὅτι ἐπάνω σ’ αὐτό τό ὑψηλό ἐπίπεδο τῆς «Συνόδου», «ἐπ᾽ ὄρους ὑψηλοῦ καί ἐπῃρμένου», ἐπί παγκοσμίου, πανορθοδόξου ἐπιπέδου, κηρύχθηκε καί ἐπικυρώθηκε ὁλοφάνερα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Ἐξακολουθητικά δέ κηρύσσεται πάλιν καί πολλάκις ἀπό ὅσους ἀποδέχονται καί προβάλλουν τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου». Κατά συνέπειαν, τώρα, δέν εἶναι μόνον ὁ Βαρθολομαῖος πού ὑπόκειται στήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματός του στίς ἱερές ἀκολουθίες, ἀλλά καί ὅσοι ἐπίσκοποι συνήργησαν καί συνεργοῦν στήν ἀποδοχή, διάδοση καί ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεών της.
Γιά τόν λόγο αὐτό ἔπραξαν ἄριστα οἱ Ἁγιορεῖτες Κελλιῶτες Μοναχοί, δυστυχῶς ὄχι οἱ μεγάλες Μονές, οἱ ὁποῖοι διορθώνοντας τήν προηγούμενη ἀπραγία καί διστακτικότητα καί διασώζοντας τό κῦρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς κιβωτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, διέκοψαν σχεδόν ἀμέσως μετά τήν «Σύνοδο» τό μνημόσυνο τοῦ πρωτεργάτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς συνοδικῆς του ἐπικύρωσης ἀρχι-οικουμενιστῆ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου. Ἡ «Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν» σέ κείμενό της μέ τίτλο «Ἀνοικτή Ἐπιστολή Ὁμολογία γιά τή “Σύνοδο” τῆς Κρήτης», πού ὑπογράφτηκε ἀπό πολλούς πού συμφωνοῦσαν κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, ἐστήριξε καί ἐπῄνεσε τούς Ἁγιορεῖτες Κελλιῶτες γιά τήν ἐνέργειά τους αὐτή, ἐπειδή, ὅπως γράφαμε, «ἐκεῖ ἄμεσος ἐπίσκοπός των εἶναι ὁ πρωτεργάτης καί κήρυξ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα δέν θέλουν νά μνημονεύεται στίς ἱερές ἀκολουθίες. Διαπράττουν μεγάλο κανονικό καί ἐκκλησιολογικό λάθος ὅσοι, ἀντί νά ἐπαινοῦν, καταδιώκουν τούς μοναχούς πού τηροῦν τήν πατερική, ἱεροκανονική καί ἁγιορειτική Παράδοση»29.
Ὁ ἔπαινος αὐτός τῆς δικαιολογημένης ἀπόλυτα πράξεως τῶν Ἁγιορειτῶν Κελλιωτῶν, δέν ἄρεσε καί σέ πολλούς παραδοσιακούς κληρικούς καί θεολόγους, ἀκόμη καί σέ μέλη τῆς «Συνάξεώς» μας, διότι ὅ,τι ἐπαινεῖς πρέπει καί σύ νά τό ἐφαρμόσεις· ἀπό τήν θεωρία ὅμως καί τά λόγια μέχρι τήν πράξη ὑπάρχει μεγάλη ἀπόσταση. Μέχρι τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης οἱ δικοί μας ἐπίσκοποι, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στήν πλειονότητά τους δέν ἐνέπιπταν στόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861), γιατί δέν ἐκήρυσσαν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» καί φανερά τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως ἔπρατταν ὁ Βαρθολομαῖος καί οἱ σύν αὐτῷ. Φάνηκε μάλιστα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου τοῦ 2016, πρό τῆς «Συνόδου», ὅτι οἱ ὁμόφωνες προτάσεις τῶν Ἱεραρχῶν ἦσαν ἱκανές νά ἀποδομήσουν τόν οἰκουμενιστικό χαρακτήρα τῆς «Συνόδου» καί νά ἀναπαύσουν τίς συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων. δυστυχῶς, ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ εἰκοσιτετραμελής (24) ἀντιπροσωπία στήν «Σύνοδο» δέν φάνηκαν ἀντάξιοι τῶν ἀποφάσεων τῆς ὁλομελείας, οὔτε τῶν προσδοκιῶν τοῦ πληρώματος· ὑπανεχώρησαν στά οὐσιώδη καί ἱκανοποιήθηκαν μέ ἐλάχιστες ἀλλαγές στά ἐπουσιώδη, οἱ ὁποῖες δέν τραυμάτισαν θανάσιμα τό σῶμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ προκάλεσαν ἁπλῶς κάποιες ἀνώδυνες ἀμυχές, ἐπιφανειακά γρατσουνίσματα.
Μεταθέσαμε τίς ἐλπίδες μας καί πάλι στήν ὁλομέλεια τῆς Ἱεραρχίας πού συνῆλθε τόν Νοέμβριο τοῦ 2016, γιά νά διαψευσθοῦμε τρανότατα καί τραγικά. δέν ἔγινε καμμία ἀποτίμηση τῆς «Συνόδου», οὔτε ψηφοφορία γιά τήν ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψή της, ἁπλῶς ἔγινε συζήτηση καί ἐνημέρωση μέ βάση τήν θετικώτατη εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου Σερρῶν κ. Θεολόγου, τοῦ ὁποίου τίς θετικές ἐκτιμήσεις καί προτάσεις γιά τήν ποιμαντική ἀξιοποίηση τῶν ἀποφάσεων τῆς «Συνόδου» ὁμοφώνως ἔκαναν ἀποδεκτές ὅλα τά μέλη τῆς Ἱεραρχίας, σύμφωνα μέ τό «Ἀνακοινωθέν» τῆς Ἐπιτροπῆς Τύπου. Οὐδείς ἔλεγχος γιά τήν ἀνατροπή, τήν ὑπαναχώρηση, τήν ἐγκατάλειψη τῶν ἀποφάσεων τοῦ Μαΐου. Ἐλάχιστοι ἀρχιερεῖς διαμαρτυρήθηκαν ὅτι τό «Ἀνακοινωθέν» εἶναι ἀνακριβές, ὅτι δέν ἐλήφθη καμμία ἀπόφαση θετική ἤ ἀρνητική, ὅπως οἱ Κυθήρων κ. Σεραφείμ καί Αἰγιαλείας κ. Ἀμβρόσιος. Οἱ διαμαρτυρίες ἔφθασαν εἰς ὦτα μή ἀκουόντων· ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἱεροκρυφίως, χωρίς σχετική συζήτηση καί ψηφοφορία, ἀποδέχθηκε θετικά τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Ὑπάρχει μήπως κανείς πού νά νομίζει καί νά ἰσχυρίζεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πρέπει νά συναριθμηθεῖ μεταξύ τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν πού ἀπορρίπτουν τήν «Σύνοδο» καί νά αὐξηθοῦν αὐτές εἰς πέντε (5) μέ ἀντίστοιχη μείωση τῶν Ἐκκλησιῶν πού τήν δέχονται σέ ἐννέα (9);
Καί δέν φθάνει πού οὐσιαστικά ἔγινε ὑφαρπαγή τῆς θετικῆς στάσης τῆς Ἱεραρχίας ἔναντι τῆς «Συνόδου», ἀκολούθησε τό γνωστό κείμενο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Πρός τόν Λαό», μέ τίτλο «Γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης», μνημεῖο ψεύδους καί παραπληροφόρησης, μέ φερόμενο συντάκτη τόν συνοδικό Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κ. Ἰωήλ, ἄν δέν ἀλλοιώθηκε μετά τήν σύνταξή του, χωρίς πάντως νά διαμαρτυρηθεῖ ὁ συντάξας, ὅπου «ἡλίου φαεινότερον» γίνεται ἀποδεκτή ἡ ψευδο-σύνοδος τῆς Κρήτης, ἁπλῶς παραπληροφοροῦν καί κοροϊδεύουν τόν Λαό, γιά νά μειώσουν τίς ἀντιδράσεις. δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ τό κείμενο αὐτό· τό ἔχουν κάνει ἤδη πολλοί, ἀλλά καί ἐμεῖς σέ μάθημά μας στό «Ἀρχονταρίκι» τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, πού μεταδόθηκε καί στό διαδίκτυο, ἑτοιμάζουμε δέ τώρα καί τήν γραπτή διευρυμένη μορφή τῆς κριτικῆς του. Ἐστάλη τό συνοδικό κείμενο στίς μητροπόλεις μέ τήν ἐντολή νά ἀναγνωσθεῖ στούς ναούς, τέλη Ἰανουαρίου τοῦ 2017· ἀναγνώσθηκε καί διανεμήθηκε, ὄχι σέ ὅλες τίς μητροπόλεις, ἀρχές Φεβρουαρίου.
Ἑπομένως τώρα, ὅπως εἴπαμε, κατά ἀναγκαστική λογική ἀκολουθία, τόν Οἰκουμενισμό δέν κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» μόνον ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ἀλλά «ἐπάνω ὄρους κειμένη» καί ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, τό ἀνώτατο ὄργανο διοικήσεως καί διαποιμάνσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλοι οἱ ὑπογράψαντες καί οἱ συμφωνοῦντες μέ τίς ἀποφάσεις της, δηλαδή ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τώρα δέν εἶναι μόνον οἱ Ἁγιορεῖτες πού δικαιοῦνται νά διακόψουν τό μνημόσυνο τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, δηλαδή τοῦ Βαρθολομαίου, ἀλλά ὅλοι οἱ κληρικοί τῆς ἑλλαδικῆς ἐπικρατείας. Μεταξύ αὐτῶν μάλιστα ἐλπίζαμε, περιμέναμε, προσδοκούσαμε, ἀλλά διαψευσθήκαμε, ὅτι καί κάποιοι ἐπίσκοποι τῆς παλαιᾶς, τῆς «Κάτω Ἑλλάδος», θά διέκοπταν τό μνημόσυνο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὥστε νά μή ψεύδονται ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου λέγοντες κατά τήν Θεία Λειτουργία «τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῆς ὀρθοτομούσης τόν λόγον τῆς ἀληθείας». Πολύ περισσότερο, κατά μεί-ζονα λόγον, αὐτό ἔπρεπε νά πράξουν οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Νέων Χωρῶν, οἱ ὁποῖοι ψεύδονται διπλᾶ, λέγοντες: «Τοῦ Πατριάρχου ἡμῶν Βαρθολομαίου καί τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς ἀληθείας». Ἐφαρμόζοντας λοιπόν τόν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861) ὁρισμένοι κληρικοί διακόψαμε τήν μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκείων ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι μετασχόντες τῆς ψευδοσυνόδου, ὅπως οἱ Σιδηροκάστρου κ. Μακάριος καί Λαγκαδᾶ κ. Ἰωάννης, ἤ ὑποστηρίξαντες φανερά τήν «Σύνοδο», ὅπως ὁ Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμος καί διανείμαντες τό φυλλάδιο «Πρός τόν Λαό», ἐκήρυξαν καί αὐτοί «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δέν ἐξαιρεῖται ὁ μητροπολίτης Φλωρίνης κ. Θεόκλητος, τοῦ ὁποίου διέκοψαν τό μνημόσυνο εὐάριθμοι κληρικοί, ἐν πρώτοις διότι καί αὐτός, παρά τίς ἀρχικές ἐπιφυλάξεις γιά τήν συμμετοχή του στήν «Σύνοδο» καί τήν ἄρνησή του νά μετάσχει, τελικῶς ἀποδέχθηκε τίς ἀποφάσεις της καί διένειμε τό φυλλάδιο «Πρός τόν Λαό». Οἱ κληρικοί του καί μεγάλο μέρος τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας του τόν ἤθελαν νά ἀκολουθεῖ τά βήματα τοῦ προκατόχου του ἀγωνιστοῦ ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτη καί νά δώσει πρῶτος αὐτός τό σύνθημα τῆς ὀρθοδόξου ἀντιστάσεως, πολύ περισσότερο, διότι γαλουχηθέντες ἐπί μακρόν μέ τά ὀρθόδοξα φλογερά κηρύγματα τοῦ μακαριστοῦ ἱεράρχη δέν ἀνέχονταν, ἀπό ἀγάπη καί σεβασμό, νά τόν ἀκούουν ὡς ἀρχιερέα τῶν «Νέων Χωρῶν», νά ψεύδεται μνημονεύοντας τόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο ὡς «ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς ἀληθείας».
Δέν ἰσχυριζόμαστε ὅτι ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἐξ ἴσου ὑπεύθυνοι γιά τήν ἀποδοχή τῆς ψευδοσυνόδου καί ὅτι ἔλειψαν παντελῶς οἱ ὀρθοδόξου φρονήματος ἀντι-οικουμενιστές ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι γιά διαφόρους λόγους δειλιοῦν καί σιωποῦν ἀδικαιολογήτως. Οὔτε πολύ περισσότερο, ὅτι πρέπει νά προχωρήσουμε σέ γενική ἀκοινωνησία μέ ὅλους τούς ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, ἀφοῦ ἀκόμη καί οἱ μή μετασχοῦσες στήν «Σύνοδο» τέσσαρες ἐκκλησίες (Ἀντιοχείας, Ρωσσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας) ἐξακολουθοῦν νά μνημονεύουν διά τῶν Προκαθημένων τους τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Ἡ Ἐκκλησία πέρασε στήν ἱστορία της παρόμοιες καταστάσεις μέ εὔθραυστα τά ὅρια καί μή διακρινόμενα μεταξύ ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν ἐπισκόπων, πολλοί ἐκ τῶν ὁποίων μεταμεληθέντες προσχώρησαν στήν ὀρθόδοξη παράταξη, πρό παντός μέ σύγχυση καί ἀγνωσία τοῦ ποιμνίου, τό ὁποῖο δέν πρέπει νά ἀφεθεῖ ἀπροστάτευτο καί ἀκαθοδήγητο στά χέρια τῶν Οἰκουμενιστῶν αἱρετικῶν, νά μή χάσουμε τήν ἐπικοινωνία μαζί του. Γι᾽ αὐτό οἱ Πατέρες δέχονται ὅτι ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία δύο εἴδη κυβερνήσεως, ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονομία. Ἀκόμη καί μεγάλοι ζηλωτές Ἅγιοι, ὅπως ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, σέ παρόμοιες κρίσιμες καταστάσεις ἄφηναν προσωρινά «πρός καιρόν» τήν ἀκρίβεια καί ἐφήρμοζαν τήν οἰκονομία, πρός ἀποφυγήν μείζονος κακοῦ30.
Δέν ἔχει μολυνθῇ ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν αἵρεση, καί δέν εἶναι ἄκυρα τά μυστήρια, ἐκεῖ ὅπου μνημονεύονται αἱρετίζοντες ἐπίσκοποι, ὅπως ἰσχυρίζονται κάποιοι ἀδιάκριτα καί διασπαστικά. Ἡ ποιμαντική διάκριση καί φροντίδα πρός τό παρόν καί κατ᾽ οἰκονομίαν ἀποτυπώνονται εἰς αὐτά πού συμφωνήσαμε μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες λίγες ἡμέρες πρίν τήν Ἡμερίδα τοῦ Ὡραιοκάστρου πού ἔγινε στίς 4 Ἀπριλίου τοῦ 2017, τήν ὁποία δυστυχῶς ἐκεῖνοι παρέβησαν τήν τελευταία στιγμή, ταχθέντες ἀποκλειστικά ὑπέρ τῆς ἀκριβείας, ὑπέρ τοῦ νά ἐκκλησιάζονται δηλαδή οἱ πιστοί ἀποκλειστικά καί μόνο ἐκεῖ ὅπου οἱ ἱερεῖς ἔχουν διακόψει τό μνημόσυνο, πρᾶγμα πού δημιουργεῖ πολύπλοκα ποιμαντικά, ἐκκλησιολογικά, ἀλλά καί δογματικά προβλήματα, διότι προϋποθέτει ὅτι ὁ αἱρετίζων ἐπίσκοπος καί πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης του ὡς αἱρετικοῦ τελεῖ ἄκυρα καί ἀνυπόστατα μυστήρια. δέν θά ἐπιχειρηματολογήσουμε τώρα ὑπέρ τοῦ ἀντιθέτου· ἀρκεῖ μόνον νά ποῦμε ὅτι ἐπί αἰῶνες ἡ Ἀνατολή βρισκόταν σέ κοινωνία μέ τήν δύση, ἐνῶ ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, καί τό πιό ἁπλό, ὅτι τά μυστήρια ὅσων διακόψαμε τό μνημόσυνο τῶν ἐπισκόπων δέν ἦσαν ἄκυρα τήν προηγούμενη Κυριακή πού μνημονεύαμε τούς ἐπισκόπους. Λέγει μήπως κάτι τέτοιο ὁ 15ος κανών, ὅτι δηλαδή διακόπτουμε τό μνημόσυνο, διότι, ὅταν μνημονεύουμε, τά μυστήρια εἶναι ἄκυρα; Ἡ συμφωνία πού κάναμε μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἡ ὁποία δυστυχῶς ἀθετήθηκε, γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς δέν λάβαμε μέρος στήν Ἡμερίδα τοῦ Ὡραιοκάστρου (4 Ἀπριλίου τοῦ 2017), ἔλεγε τά ἑξῆς: «Συνιστᾶται στούς πιστούς νά ἀποφεύγουν νά ἐκκλησιάζονται ὅπου λειτουργοῦν ἤ μνημονεύονται φανεροί αἱρετικοί οἰκουμενιστές, ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς. Νά προτιμοῦν νά πηγαίνουν ἐκεῖ πού λειτουργοῦν ὀρθόδοξοι στό φρόνημα ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς, ἔστω καί ἄν γιά κάποιους λόγους δέν ἔχουν κόψει τό μνημόσυνο, καί αὐτό κατ’ οἰκονομίαν. Τό ἄριστο καί ἐπαινούμενο κατά τήν κανονική ἀκρίβεια εἶναι νά ἐκκλησιάζονται ἐκεῖ πού δέν μνημονεύονται οἱ αἱρετίζοντες, ἐκεῖ δηλαδή πού οἱ ἱερεῖς ἔχουν προχωρήσει σέ διακοπή μνημοσύνου».
4. Δέν ἔχουμε σχισματικά σχέδια. Τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν Ὀρθόδοξη Πίστη προφυλάσσουμε.
Συμπερασματικά καί πρός ἀναίρεση τῶν κακόβουλων συκοφαντιῶν καί ἐφησυχασμό ὅσων καλοπροαίρετα ἀνησυχοῦν καί θέλουν ἐπίσημα νά μάθουν, δηλώνουμε, ὅτι γνωρίζοντας πόσο μεγάλο κακό εἶναι τό σχίσμα, τό ὁποῖο οὔτε τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου μπορεῖ νά διορθώσει, ἀλλά ἐπίσης καί πόσο μεγαλύτερο ἐκκλησιολογικά κακό εἶναι ἡ αἵρεση, ἡ ὁποία στερεῖ τήν σωτηρία, μέ τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετιζόντων ἐπισκόπων προφυλασσόμαστε καί προφυλάσσουμε τούς πιστούς ἀπό τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, χωρίς νά δημιουργοῦμε σχίσμα, ὑπαγόμενοι σέ ἄλλη ἐκκλησιαστική διοίκηση, μή κανονική, καί μνημονεύοντας στίς ἀκολουθίες ἄλλους ἐπισκόπους. Ὅπως ἔχουμε δηλώσει, προχωρήσαμε μέ πόνο καί θλίψη εἰς αὐτήν τήν ἐνέργεια, γιατί οἱ ἐπίσκοποί μας δέν κατενόησαν εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε ἀπό πρόθεση, τά ἱεροκανονικά καί ἀπολύτως ἐκκλησιολογικά κατοχυρωμένα κίνητρα τῆς διακοπῆς μνημοσύνου, μᾶς ἔδιωξαν ἀπό τούς Ναούς πού λειτουργούσαμε καί διεσκόρπισαν τό μικρό μας ποίμνιο, πού εἶναι κυρίως δικό τους, στούς τέσσερις ἀνέμους, ἀπογοητευμένο, καί προβληματισμένο γιά τήν ἀγάπη τῶν «ποιμένων» του.
Ἐμεῖς κάναμε τό καθῆκον μας καί ἔχουμε τήν συνείδησή μας ἀναπαυμένη, γιατί ἀκολουθοῦμε τήν ἀσφαλῆ ὁδό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀγωνιζόμενοι ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ὅπως Ἐκεῖνοι. Θά ἐπαναλάβουμε τήν μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων, ὅταν δημοσίως καταδικάσουν τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀποκηρύξουν τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. Ἐδῶ στεκόμαστε καί δέν κάνουμε βῆμα οὔτε δεξιά οὔτε ἀριστερά. Μένουμε μέσα στά ἀσφαλῆ τείχη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τά ὅρισαν καί τά οἰκοδόμησαν διαχρονικά οἱ Ἅγιοι Πατέρες, καί γκρεμίζουμε τά τείχη τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Οἱ πρόμαχοι καί ὑποστηρικτές του δημιουργοῦν παρα-εκκλησίες μέσα στήν Ἐκκλησία, μέ τήν ὑποστήριξη τῶν αἱρέσεων καί αὐτοί εἶναι ὑπόλογοι ἔναντι τοῦ συνόλου τῶν Ἁγίων Πατέρων καί Ὁμολογητῶν, πού ἔχουν ἤδη στήσει γι΄ αὐτούς στόν οὐρανό ἐπισκοπικά καί συνοδικά δικαστήρια.
Τήν Ἐκκλησία δέν τήν ἐκφράζουν οὔτε ὁ Βαρθολομαῖος οὔτε ὁ Ἱερώνυμος· τήν ἐκφράζει ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων (consensus Patrum) καί ὅσοι συμφωνοῦν μέ αὐτούς, καί ὄχι ὅσοι στήνουν ψευδοσυνόδους, νεωτεριστικές, ὡσάν τῆς Κρήτης, ἐναντίον τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἐπαναλαμβάνουμε αὐτά πού εἶπε ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅταν πρώην συμμοναστής καί φίλος του τόν κατηγοροῦσε ὅτι προκαλεῖ σχίσμα. Τοῦ γράφει λοιπόν ὅτι δέν σχίζει τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ κανένα τρόπο. Καί μολονότι δέν εἶναι ἀναμάρτητος, ἐν τούτοις εἶναι ὁμόσωμος καί τρόφιμος τῆς Ἐκκλησίας καί φυλάσσει τά δόγματα καί τούς ἱερούς κανόνες. Τήν Ἐκκλησία ταράσσουν καί σχίζουν ὅσοι διαστρέφουν τήν πίστη, καί ὁ βίος τους εἶναι ἀκανόνιστος καί ἄθεσμος: «Οὐκ ἐσμέν ἀποσχίσται, ὦ θαυμάσιε, τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας, μήποτε τοῦτο πάθοιμεν· ἀλλ’ εἰ καί ἄλλως ἐν πολλοῖς ἁμαρτήμασι τυγχάνομεν, ὁμόσωμοι αὐτῆς καί τρόφιμοι μετά τῶν θείων δογμάτων καί τούς κανόνας αὐτῆς καί διατυπώσεις γλιχόμενοι φυλάττεσθαι. Τό δέ ταράττειν αὐτήν καί ἀποσχίζειν ἀπ᾽ αὐτῆς, τῆς μηδεμίαν κηλῖδα ἤ ῥυτίδα κατά τε τόν τῆς πίστεως λόγον καί τόν τῶν κανόνων ὅρον ἀπ’ ἀρχῆς αἰῶνος καί μέχρι τοῦ δεῦρο, ἐκείνων ἐστίν, ὧν ἡ πίστις τό ἐνδιάστροφον ἔχει καί ὁ βίος τό ἀκανόνιστον καί ἄθεσμον»31.
Λόγος 28ος, Θεολογικός 2ος, 2, ΕΠΕ. 4, 36: «Εἰ δέ τις θηρίον ἐστί πονηρόν καί ἀνήμερον καί ἀνεπίδεκτον πάντη λόγων θεωρίας καί θεολογίας, μή ἐμφωλευέτω ταῖς ὕλαις κακούργως καί κακοήθως, ἵνα τινός λάβηται δόγματος ἤ ρήματος, ἀθρόως προσπηδῆσαν, καί σπαράξη τούς ὑγιαίνοντας λόγους ταῖς ἐπηρείαις, ἀλλ᾽ ἔτι πόρρωθεν στηκέτω καί ἀποχωρείτω τοῦ ὄρους, ἢ λιθοβοληθήσεται καί συντριβήσεται καί ἀπολεῖται κακῶς κακός».
Εἰς τόν βίον καί τήν ἄθλησιν τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν καί ὁμολογητοῦ Μαξίμου, 14, PG 90, 81-84: «Διά τοῦτο παντί τρόπῳ ἐκείνους παρέθηγε· συνεκρότει, λόγοις ἤλειφε πρός ἀνδρείαν, γενναιοτέρου ἐνεπίπλα φρονήματος. Εἰ γάρ καί τῷ θρόνῳ ὑπερεῖχον, ἀλλά τήν γε σοφίαν καί σύνεσιν ἐλάττους ἦσαν καί ἀποδέοντες· ἵνα μή τήν ἄλλην ἀρετήν λέγω καί τήν ἐν ἅπασι τοῦ ἀνδρός εὔκλειαν. Ὅθεν καί λόγοις τε ἦσαν τοῖς ἐκείνου ὑπείκοντες καί παραινέσεσιν ἄλλαις καί συμβουλαῖς οὕτω πολύ τό ὠφέλιμον ἐχούσαις, ἀναντιρρήτως πειθόμενοι».
Αὐτόθι, 24, PG 90, 93.
Ἐξήγησις τῆς κινήσεως, γενομένης μεταξύ τοῦ κυροῦ ἀββᾶ Μαξίμου καί τῶν σύν αὐτῷ καί τῶν ἀρχόντων ἐπί σεκρέτου 12, PG 90, 148.
Αὐτόθι 5, PG 90, 117: «Ταῦτα αὐτοῦ λέγοντος κράζει ὁ Μηνᾶς· «Ταῦτα λέγων ἔσχισας τήν Ἐκκλησίαν». Καί λέγει πρός αὐτόν· «Εἰ ὁ λέγων τά τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί τά τῶν Ἁγίων Πατέρων σχίζει τήν Ἐκκλησίαν, ὁ ἀναιρῶν τά τῶν Ἁγίων δόγματα, τί δειχθήσεται τῇ Ἐκκλησίᾳ ποιῶν, ὧν χωρίς οὐδέ αὐτό τοῦτο, Ἐκκλησίαν εἶναι δυνατόν;»
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ἐν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμος Β´, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 627.
ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ Α.Π.Θ. καί ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ὀργανωταί), Οἰκουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Αἴθουσα Τελετῶν Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, Ἐκδόσεις «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 1029.
ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, 2009, σελ. 25.
15ος Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861): «Οἱ γάρ δι᾽ αἵρεσίν τινα, παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ὑποτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
Βλ. σχετικῶς Πρωτοπρεσβύτερος ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ἀποτείχιση ἀπό τήν αἵρεση, ὄχι ἀπό τήν Ἐκκλησία», Θεοδρομία 19 (2017) 3-13.
Α΄ Κορ. 1, 11-17.
Ματθ. 28, 19.
Λουκ. 22, 20.
Α΄ Τιμ. 6, 5.
Πράξ. 4, 12.
Α΄ Ἰω. 2, 23: «Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τόν Υἱόν οὐδέ τόν Πατέρα ἔχει». Ἰω. 5, 22-23: «Ἵνα πάντες τιμῶσι τόν Υἱόν καθώς τιμῶσι τόν Πατέρα. Ὁ μή τιμῶν τόν Υἱόν οὐ τιμᾷ τόν Πατέρα τόν πέμψαντα αὐτόν».
Ἰω. 15, 26: «Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ».
Ἐφ. 4, 5.
Β΄ Κορ. 11, 4: «εἰ μέν γάρ ὁ ἐρχόμενος ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὅν οὐκ ἐκηρύξαμεν ἤ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε ὅ οὐκ ἐλάβετε, ἤ εὐαγγέλιον ἕτερον ὅ οὐκ ἐδέξασθε». Γαλ. 1, 6: «Θαυμάζω, ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπό τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὅ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καί θέλοντες μεταστρέψαι τό εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ».
Παροιμ. 22, 28: «Μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες σου».
Βλ. τό κείμενο εἰς Θεοδρομία 16 (2014) 557-570.
Βλ. ἐπίσης τό κείμενο εἰς Θεοδρομία 19 (2017) 18-29.
Λόγος 28, Θεολογικός 2, 2, PG 36, 28, ΕΠΕ 4, 36: «εἰ δέ τις θηρίον ἐστί πονηρόν καί ἀνήμερον καί ἀνεπίδεκτον πάντη λόγων θεωρίας καί θεολογίας μή ἐμφωλευέτω ταῖς ὕλαις κακούργως καί κακοήθως, ἵνα τινός λάβηται δόγματος ἤ ρήματος, ἀθρόως προσπηδῆσαν, καί σπαράξῃ τούς ὑγιαίνοντας λόγους ταῖς ἐπηρείαις· ἀλλ᾽ ἔτι πόρρωθεν στηκέτω καί ἀποχωρείτω τοῦ ὄρους· ἤ λιθοβοληθήσεται καί συντριβήσεται καί ἀπολεῖται κακῶς κακός· λίθοι γάρ τοῖς θηριώδεσιν οἱ ἀληθεῖς λόγοι καί στερροί».
ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ ἐξορίᾳ, 12, PG 90, 148: «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καί ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἅς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν». ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή 24, Θεοκτίστῳ Μαγίστρῳ, G. Fatouros (Ed.), Theodori Studitae Epistulae, τόμ. 1, σελ. 66: «Ἀλλ’ ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία μεμένηκεν ἀπήμαντος, κἄν πολλοῖς ἐβλήθη τοξεύμασι, καί πύλαι ᾍδου κατισχῦσαι αὐτῆς οὐ δεδύνηνται. Οὐδέ παρά τούς κειμένους ὅρους καί νόμους πράττειν τι καί λέγειν ἀνέχεται, κἄν πολλοί πολλαχῶς ποιμένες ἠφρονεύσαντο καί ἐκκλησίας Θεοῦ ἑαυτούς ὠνομάκασιν καί ὑπέρ κανόνων ἐφρόντισαν τό δοκεῖν, κατά κανόνων τό ἀληθές κινούμενοι … Σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καί ἱερεῖς, κἄν πολλοί ὦσιν (κρείσσων γάρ, φησίν, εἷς ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου ἤ μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλά τό ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐν τῇ ἐρεύνῃ καί φυλακῇ τῶν κανόνων … Οὐκ ἔστιν οὖν, οὐκ ἔστιν, ὦ δέσποτα, οὔτε τήν καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίαν οὔτε ἑτέραν παρά τούς κειμένους νόμους καί κανόνας ποιεῖν τι. Ἐπεί, εἰ τοῦτο δοθείη, κενόν τό εὐαγγέλιον, εἰκῇ οἱ κανόνες, καί ἕκαστος κατά τόν καιρόν τῆς οἰκείας ἀρχιερωσύνης, ἐπειδή ἔξεστιν αὐτῷ ὡς δοκεῖ μετά τῶν σύν αὐτῷ πράσσειν, ἔστω νέος εὐαγγελιστής, ἄλλος ἀπόστολος, ἕτερος νομοθέτης. Ἀλλ᾽ οὐδαμῶς· παραγγελίαν γάρ ἔχομεν ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἀποστόλου, παρ᾽ ὅ παρελάβομεν, παρ᾽ ὅ οἱ κανόνες τῶν κατά καιρούς συνόδων καθολικῶν τε καί τοπικῶν ἐάν τις δογματίζῃ ἤ προστάσσῃ ποιεῖν ἡμᾶς, ἀπαράδεκτον αὐτόν ἔχειν μηδέ λογίζεσθαι αὐτόν ἐν κλήρῳ ἁγίων».
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Ἀναίρεσις Γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ΕΠΕ 3, 608: «Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτον μᾶλλον, ὅσον ἄν καί σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν Χριστιανισμόν, ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα».
ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή 43, Ἰωσήφ ἀδελφῷ καί ἀρχιεπισκόπῳ, ἔνθ’ ἀνωτ. (Fatouros), τόμ. 1, σελ. 125: «Ἡ δέ σιωπή μέρος συγκαταθέσεως».
Πρός τόν εὐλαβέστατον ἐν Μοναχοῖς κύρ Διονύσιον 5, ἐν Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, ἔκδ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, τόμ. 2, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 482: «Τρίτον δέ εἶδος (ἀθεΐας), οὐ πόρρω τῆς ἀνωτέρω πονηρᾶς ξυνωρίδος, τό παραιτεῖσθαί τι λέγειν τῶν δεδογμένων περί Θεοῦ ὑπ’ ἀνευλαβοῦς εὐλαβείας… ».
Ἀποκ. 3, 15-16.
Βλ. Θεοδρομία 18 (2016) 478-487. Τό παράθεμα στή σελ. 485.
Βλ. π.χ. τήν Ἐπιστολή 49, Ναυκρατίῳ τέκνῳ, ἔνθ’ ἀνωτ. (Fatouros), τόμ. 1, σελ. 142: «Οὕτω κἀν τοῖς ἁγίοις ἐν ταῖς οἰκονομίαις, ὡς καί Κυρίλλῳ τῷ μεγάλῳ ἐν τῷδε· μικρόν γάρ πάντως ἀνέμενε τῶν Ἀνατολικῶν τό βραδύνουν ἤ προσπαθές πρός τό αἱρετικόν μή ὑπολαμβάνειν τόν ὄντως αἱρετικόν. Τί γάρ ἦν ἄλλο τό μεσολαβοῦν, ἐπάν ὀρθοδόξως ἐκήρυττον τήν πίστιν κἀν τούτῳ αὐτόν τόν μνημονευόμενον αὐτοῖς ἀναθεματίζοντες; Ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα, πάντα αἱρετικόν δυνάμει, κἄν οὐ ρήματι, ἀναθεματίζει».
Ἐπιστολή 28, Βασιλείῳ μονάζοντι, ἔνθ’ ἀνωτ., (Fatouros), τόμ. 1, σελ. 76.