Truth Seeker
Ecclesia
Ο βίος του Αγίου Ιερομάρτυρα Χαραλάμπους του θαυματουργού
0:00
-30:25

Ο βίος του Αγίου Ιερομάρτυρα Χαραλάμπους του θαυματουργού

Σ' όποιο τόπο βρεθεί τεμάχιο από το λείψανό μου και σ’ όποια χώρα γιορτάζουν το μαρτύριό μου, να μη γίνει εκεί ποτέ πείνα, ούτε πανώλη που θα θανατώνει τους ανθρώπους πρόωρα.

Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Μανώλης | Άγιος Χαράλαμπος | Βίοι Αγίων


π. Νικόλαος Μανώλης: Ὁ συγκλονιστικός βίος τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Χαραλάμπους τοῦ θαυματουργοῦ | Katanixi Site
Ανάγνωση του βίου του Αγίου Χαραλάμπους από τον Πρωτοπρεσβύτερο π. Νικόλαο Μανώλη, την Κυριακή του Τελώνη και Φαρισαίου του 2020.

Ο ιερεύς της Μαγνησίας

Ο Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυρας και θαυματουργός, γεννήθηκε στη Μαγνησία, το 90 μΧ περίπου και μαρτύρησε στα χρόνια των μεγάλων διωγμών της Χριστιανοσύνης. Η Μαγνησία αυτή κατά πάσαν πιθανότητα ήτανε στη Θεσσαλία. Τα ερείπιά της σώζονται ακόμη κοντά στο χωριό που λέγεται «Μηλιές». Είχε το ευτύχημα να γεννηθεί από γονείς ευσεβείς χριστιανούς που κρατούσανε την πίστη τους στο Χριστό με κίνδυνο της ζωής τους στους δύσκολους, αλλά ηρωικούς εκείνους χρόνους των διωγμών.

Στη Μαγνησία, έζησε όλη του τη ζωή ο Άγιος Χαράλαμπος. Εκεί σαν νέος, ήτανε φωτεινό παράδειγμα συνετής ζωής. Αργότερα, η πίστη του στο Χριστό έγινε πιο φλογερή κι η επιθυμία του να βοηθήσει τους Χριστιανούς και τους ειδωλολάτρες, να σωθούνε, πιο μεγάλη. Δεν μπορούσε να ησυχάσει, όταν σκεπτότανε, ότι υπάρχουν άνθρωποι μακριά από το Χριστό, που δεν ξέρουν ποιος είναι ο προορισμός τους και γιατί ζουν εδώ στη γη.

Είναι κρίμα, έλεγε, είναι τρομερό, είναι αδιανόητο να ζούνε οι άνθρωποι στην πλάνη της ειδωλολατρίας και να πάνε κατόπιν στην Κόλαση.

Αφιερώθηκε, λοιπόν, στην υπηρεσία του Χριστού. Έγινε ιερέας, το 130 μΧ. Από τη θέση του τώρα αυτή, από το θείο αυτό αξίωμα της Ιεροσύνης, ανέλαβε το μεγάλο αγώνα, αφενός ν’ ανοί­ξει τα μάτια του κόσμου και να δουν τον κίνδυνο από την ειδωλολατρική πλάνη κι αφετέρου ν’ αγιάζει με τα μυστήρια τους πιστούς και να τους οδηγεί στην τελειότητα. Μπροστά σε Χριστιανούς και ειδωλολάτρες, άρχισε τα φλογερά χριστιανικά κηρύγματά του. Καίτοι σ’ όλη του τη μακρά ζωή — έζησε 113 χρόνια — έγιναν πολλοί διωγμοί των Χριστιανών κι αυτός ποθούσε το μαρτύριο, και δεν λάμβανε κανένα μέτρο, εν τούτοις επέζησε, διότι ο Θεός τον φύλαγε γι’ αργότερα. Μαρτύρησε, το 202 μΧ.

Γαλήνιος μπροστά στον οργισμένο άρχοντα.

Τότε αυτοκράτορας στη Ρώμη ήτανε ένας ασεβής και χριστιανομάχος, ο Σεβήρος (193-211 μΧ). Ο αυτοκράτορας αυτός και τα γράμματα αγαπούσε και τις τέχνες υποστήριζε και λαμπρές υπηρεσίες στη νομοθεσία προσέφερε. Μένει, όμως, εις αίσχος και εντροπή του το ότι, όχι μόνο το Χριστιανισμό δεν μπόρεσε να εννοήσει, αλλά και τους Χριστιανούς σκληρά τους κατεδίωξε. Είχε κηρύξει φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις, είχε διορίσει ηγεμόνες ειδωλολάτρες κι είχε δώσει αυστηρές διαταγές. Όποιος ήτανε Χριστιανός, όποιος καταφρονούσε τα είδωλα, όποιος δεν ακολουθούσε τις διαταγές του, τον περίμεναν σκληρά βασανιστήρια και φρικτός θάνατος.

Ηγεμόνας στην περιοχή εκείνη της Μαγνησίας, που ζούσε ο Άγιος Χαράλαμπος, ήτανε τότε ένας κακόψυχος και θηριόψυχος, Λουκιανός ονομαζόμενος. Αυτός σκόρπιζε γύρω του την απειλή και τη φοβέρα. Μόλις μάθαινε, ότι σε κάποια πόλι ή επαρχία υπήρχαν Χριστιανοί και ότι καταφρονούσαν τα είδωλα, έτρεχε εκεί μανιασμένος. Μάζευε τους Χριστιανούς και τους φυλάκιζε. Έπειτα, άρχιζαν τα βασανιστήρια. Πλημμύριζαν με το αγνό τους αίμα οι πλατείες, οι χώροι συγκεντρώσεων, τα στάδια κι οι δρόμοι.

Όταν έμαθε ο ηγεμόνας Λουκιανός τη χριστιανική δραστηριότητα του Ιερέως Χαραλάμπους, οργίσθηκε πολύ. Έξαλλος από το κακό του, έστειλε στρατιώτες στη Μαγνησία να τον συλλάβουν και να τον φέρουνε μπροστά του. Πράγματι, οι απεσταλμένοι του Λουκιανού φέρανε σιδηροδέσμιο το γέροντα κληρικό μπροστά στον ηγεμόνα. Ήτανε τότε υπέργηρος, εκατό δεκατριών (113) ετών.

Ο ηγεμόνας τον κοίταξε με βλοσυρό κι άγριο βλέμμα, και τον ρώτησε απειλητικά:

— Γιατί, Γέροντα, καταφρονείς και παραβαίνεις τις βασιλικές διαταγές; Και γιατί μιλάς εναντίον των θεών μας;

— Εγώ, του απάντησε ο Άγιος, υπακούω και υποτάσσομαι στο Βασιλέα των Ουρανών, το Χριστό μου. Γονατίζω ευλαβικά στα δικά Του προστάγματα, γιατί ξέρω πως είναι ποτισμένα με δικαιοσύνη, με αγάπη και σωτηρία της ψυχής. Ο δικός σας βασιλέας διατάζει παράλογα πράγματα. Σας προστάζει να προσκυνάτε Θεούς αναίσθητους, νεκρά στοιχεία, είδωλα άψυχα. Σας νεκρώνει τη ζωή και σας σκοτώνει την ψυχή. Ο δικός μου Βασιλέας, ο Χριστός, μας οδηγεί στη λύτρωση, στην αιωνία ζωή. Όποιος ζητήσει με θερμή προσευχή και πίστη τη δύναμή Του, γίνεται κι αυτός ισχυρός. Με την δύναμή Του γίνεται δυνατός. Με τη δύναμη Του, εξαφανίζονται οι αρρώστιες και συντρίβονται οι δαίμονες…

— Φθάνει, Γέροντα… αρκετά! Δεν έχω όρεξη ν’ ακούω τις ανοησίες σου. Το κήρυγμά σου, κράτησέ το για άλλους. Εγώ, ένα έχω να σου πω κι αυτό είναι το συμφέρον σου. Προσκύνα τα είδωλα, γιατί έτσι μονάχα θα μπορέσεις να γλυτώσεις τα βασανιστήρια, που σε περιμένουν… Τ’ ακούς, ξεροκέφαλε;

Ο Άγιος χαμογέλασε και του είπε:

— Κακώς νόμισες, ότι έναν ιερέα του Χριστού θα τον τρομάξουνε οι φοβέρες για βάσανα και θάνατο. Εγώ, έπρεπε να είχα κοιμηθεί προ πολλού. Και εάν με θανατώσεις, θα μου δώσεις εκείνο, που περιμένω. Άλλωστε, εμείς οι Χριστιανοί τα βάσανα και το θάνατο δεν τα αποφεύγομε, αλλά τα θέλουμε και τα ποθούμε. Γιατί εμείς είμαστε εξοικειωμένοι με τους αγώνες και τους πολέμους κι όπως οι γενναίοι στρατιώτες, δεν επιθυμούμε τον ήσυχο θάνατο της κλίνης, αλλά το δοξασμένο της μάχης.

— Είσαι γέροντας και λυπούμαι τα γεράματά σου, να σε βάλω σε βασανιστήρια, είπε ο Λουκιανός.

— Ας είμαι γέροντας. Μη με λυπάσαι καθόλου! Αλλά να μάθεις, ότι στους δικούς μας αγώνας το παν είναι η ψυχή. Αυτή δεν γηράσκει με την ηλικία. Αμφιβάλλεις, Έπαρχε, γι’ αυτό; Δοκίμασε. Και θα δεις, ότι οι δήμιοί σου θα κουρασθούνε κι ο ιερεύς Χαράλαμπος, με την χάρη του Χριστού, δεν θα τους πει να τον λυπηθούνε. Άλλωστε, χωρίς στερήσεις, χωρίς υπομονή και χωρίς βάσανα, πώς θα κερδίσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών; Αυτά, άρχοντά μου, τα βάσανα, μας ανοίγουν τις πόρτες της αιωνίου ευτυχίας. Υπάρχει καλύτερο από τα βάσανα; Αυτά μας φέρνουνε κοντά στο Χριστό μας. Γιατί, λοιπόν, να τ’ αποφεύγουμε; Έπειτα όλα αυτά περνούν τόσο γρήγορα!

Τον γδέρνουν!

Έπειτα από την σταθερή αυτή απάντηση το συμβούλιο των αρχόντων τα έχασε. Του φέρανε, όμως, μπροστά του όλα τα σύνεργα των βασανιστηρίων, για να τον φοβίσουν και για να τον κλονίσουν. Του τα δείξανε ένα προς ένα. Του είπανε, πως σχίζονται μ’ αυτά οι σάρκες, πως τσακίζονται τα κόκκαλα και πως βγαίνουν τα νύχια. Ο Άγιος τα κοίταζε με αδιαφορία και απάθεια.

— Ξεροκέφαλε, του λέγει ο Έπαρχος, μη σκέ­φτεσαι καθόλου. Θυσίασε στους μεγάλους θεούς μας. Το καταλαβαίνεις;

— Αυτό, τους αποκρίθηκε, δεν θα γίνει ποτέ. Δεν είμαι ανόητος να ζητώ την καταστροφή μου. Δεν πουλάω την ψυχή μου στο Σατανά. Μια ζωή ολόκληρη προσφέρω θυσία στο Χριστό και τώρα να την προσφέρω στο Σατανά; Θεός φυλάξοι!

Από τα λόγια του αυτά, οι άρχοντες των ειδωλολατρών αγριέψανε και γίνανε θηρία. Οργή και μίσος απάνθρωπο και κακία απερίγραπτος φούντωσε στις καρδιές τους. Διέταξαν αμέσως να γδάρουν τον υπέργηρο Ιερέα του Υψίστου ζωντανό! Δεν λυπηθήκανε οι αλητήριοι τα βαθιά γεράματά του. Δεν σεβαστήκανε τα 113 του χρόνια!

Τον γύμνωσαν, αμέσως, του πετάξανε καταγής την ιερή στολή του κι αρχίσανε το απάνθρωπο γδάρσιμο. Αρχίσανε από την κεφαλήν και κόβανε και χωρίζανε το δέρμα από τις σάρκες. Ο πόνος ήτανε φοβερός, τρομερός, αβάστακτος. Ο Άγιος, όμως, σφίγγει τα δόντια του, κρατάει γερά, προσεύχεται και λέγει:

— Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ, διότι μου έκανες τη μεγάλη τιμή και μου έδωσες την περιπόθητη ευκαιρία να καταταγώ μεταξύ των Μαρτύρων. Θεέ μου βοήθησέ με. Δωσ’ μου υπομονή να μείνω πιστός. Σας ευχαριστώ και σας, παιδιά μου, που μου βασανίζετε το σώμα. Μ’ αυτό, που κάνετε, μου χαρίζετε την ευτυχία της ψυχής και την ατελείωτη χαρά της Βασιλείας του Θεού.

Ενώ, όμως, έλεγε αυτά ο Άγιος, όλοι όσοι τον βλέπανε (οι στρατιώτες, οι δούλοι, οι βασανιστές κι οι άρχοντες), μένανε με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσανε να καταλάβουνε ποιο ήτανε εκείνο που μέσα σ’ αυτόν το μεγάλο πόνο, έδιδε στο Μάρτυρα τόση δύναμη και τόση ευτυχία. Δύο μάλιστα δήμιοι, που τον γδέρνανε, ο Πορφύριος κι ο Βάπτος, όταν είδανε την υπομονή του Μάρτυρος, για να κερδίσει τη Βασιλεία του Θεού, πιστέψανε. Πετά­ξανε τα μαχαίρια και φωνάξανε:

— Είμαστε κι εμείς Χριστιανοί! Φιλούσανε έπειτα τον Άγιο και του ζητούσανε να τους συγχωρέσει.

Ο Έπαρχος τότε διέταξε και τους αποκεφάλισαν. Με χαρά το δέχτηκαν. Τότε και τρεις γυναίκες είπανε δυνατά:

— Κι εμείς πιστεύουμε στο Χριστό!

Χαρούμενες κι αυτές μαρτυρήσανε για το Χριστό. Η Εκκλησία τούς γιορτάζει και τους πέντε την 10ην Φεβρουαρίου μαζί με τον Άγιο Χαράλαμπο.

Στομώνουν οι χειράγρες

Του είχανε γδάρει το κεφάλι οι δυο δήμιοι, που μαρτυρήσανε. Οι άλλοι, που τους διαδέχθηκαν, αρπάξανε τις χειράγρες. Αυτές ήτανε κάτι σαν σιδερένια χέρια με μυτερά νύχια. Αρχίσανε, λοιπόν, μ’ αυτές, απάνθρωπα να τους ξεσχίζουν τις σάρκες. Τρομερό το μαρτύριο. Ο Άγιος παρέμεινε προσευχόμενος.

Ξαφνικά, όμως, συνέβη κάτι το περίεργο και θαυμαστό: Οι χειράγρες, τα σατανικά δηλ. όργανά τους με τα οποία τραβούσανε λωρίδες από το κορμί του Αγίου, στομώσανε! Δεν μπορούσανε να σχίσουν το δέρμα και τις σάρκες του Αγίου! Τότε, οι βασανιστές λέγανε κατάπληκτοι:

— Τί συμβαίνει; Μήπως αυτός εδώ είναι ο ίδιος ο Χριστός και ήλθε να μας τιμωρήσει; Μήπως ο Θεός, που πιστεύει ο Χαράλαμπος, είναι αληθινός και γι’ αυτό στομώνει τις χειράγρες;

Τότε ένας δούκας, που άκουσε αυτές τις συζητήσεις, θύμωσε πολύ. Σηκώθηκε και βρίζοντας στρατιώτες, δούλους και βασανιστές, τους είπε:

— Είστε χαμένοι, είστε παράλυτοι, είστε ανίκανοι, τρέμουνε τα χέρια σας… Τώρα, θα του δείξω εγώ… Αρπάζει, αμέσως, αυτός μόνος του, τις χειράγρες και μανιασμένος θέλησε να τις μπήξει στο γέρικο υπεραιωνόβιο κι ασκητικό κορμί του Ιερομάρτυρα. Ο Θεός, όμως, για να ενισχύσει την πίστη του Αγίου και για να του δείξει, ότι βρίσκεται κοντά του και παρακολουθεί τους πόνους του, έκαμε το θαύμα Του. Κόπηκαν, αμέσως, τα χέρια του δούκα από τους αγκώνας και κάτω και μείνανε κολλημένα με τις χειράγρες στο σώμα του Αγίου! Τρομαγμένος τότε ο δούκας, πονώντας κι αυτός αφόρητα, έπεσε χάμω, φωνάζοντας, κλαίγοντας και λέγοντας:

— Βοηθήστε με! Αυτός εδώ είναι επικίνδυνος. Μου έκοψε τα χέρια. Σώστε με! Σώστε με! Βοηθήστε με… Είναι μάγος…

Τότε, ο ηγεμόνας πλησίασε και σαν είδε τα χέρια του δούκα κρεμασμένα από το σώμα του Μάρτυρα, από το κακό του έγινε έξω φρενών και έφτυσε τον Άγιο στο πρόσωπο. Ο Θεός, όμως, του το έδωσε κι αυτού αμέσως το θαύμα. Στράβωσε αμέσως ο λαιμός του και κοίταζε τώρα το πρόσωπό του προς την πλάτη του! Ήτανε ο δυστυχής ένα ελεεινό κι αξιολύπητο θέαμα.

Ο λαός της Μαγνησίας, που έβλεπε αυτές τις τιμωρίες του Θεού φοβήθηκε και παρακαλούσε τον Άγιο, λέγοντας:

— Σταμάτα, σε παρακαλούμε, Άγιε, την οργή του Κυρίου. Μην ανταποδίδεις κακό αντί κακού. Αλλά όπως λέγει ο Χριστός, ευεργέτησε εκείνους, που σε μισούν.

— Ζει Κύριος ο Θεός μου, αποκρίθηκε ο Άγιος. Σας βεβαιώ, δεν το κάνω εγώ από κακία, αλλά τους τιμωρεί ο Κύριος, διότι είναι κακοί και ασεβείς. Το κάνει ο Κύριος ακόμη και διότι θέλει να τα βλέπετε σεις και να γίνουν παράδειγμα, για σας. Θέλει να Τον πιστέψετε, να Τον ακολουθήσε­τε και να σας δώσει την αιώνια ζωή και Βασιλεία.

Το πλήθος τότε φώναξε συγκινημένο προς τον Κύριο, λέγοντας:

— Μην κάνεις να χαθούμε, Δέσποτα. Αλλά συγχώρησέ μας σ’ ότι Σου φταίξαμε. Τότε πολλοί απ’ αυτούς, που είδανε με τα μάτια τους τη Δύναμη του Θεού και τα θαύματα, πιστέψανε. Αλλά κι ο δούκας τώρα παρακαλούσε τον Άγιο, λέγοντας:

— Άγγελε του Θεού κι ουράνιε άνθρωπε, βοήθησέ με τον ταλαίπωρο. Εγώ, υποφέρω από πόνους τρομερούς, αλλά κι εσύ έχεις επάνω σου το βάρος των κομμένων χεριών μου. Γιάτρεψέ με σε παρακαλώ, για να απαλλαγώ εγώ από τους πόνους κι εσύ από το βάρος. Σου υπόσχομαι, ότι αν γιατρευθώ, θα πιστέψω στο δικό σου το Θεό. Ο Άγιος τον λυπήθηκε και προσευχήθηκε στον Κύριο ως εξής:

— Σ’ ευχαριστούμε, Δέσποτα, διότι πάντοτε μας προστατεύεις. Ίδε τώρα την ταπείνωσιν των πεπεδημένων δούλων Σου και λύσε τους από τα αόρατα αυτά δεσμά, εις δόξαν του Αγίου Ονόματός Σου.

Μόλις είπε τα λόγια αυτά, ακούστηκε από τον Ουρανό φωνή, που του έλεγε:

—Χαίρε, αθλητά Χαράλαμπε, συνόμιλε των Αγγέλων και ομότροπε των Αποστόλων. Ήκουσα τη δέησή σου και δίδω την ίαση στους ασεβείς.

Αυτοστιγμεί τότε γιατρεύτηκαν όλοι, όσοι τιμωρήθηκαν! Ο δούκας που του αποκαταστάθηκαν τα χέρια του σαν πρώτα, πίστεψε στο Χριστό και βαφτίστηκε. Κι ο ηγεμόνας που επανήλθε το πρόσωπό του στη θέση του, σταμάτησε το διωγμό κατά των Χριστιανών μέχρις ότου αναφέρει τα γενόμενα στο βασιλέα.

Ο Άγιος μεταφέρθηκε εν συνεχεία στο σπιτάκι του. Αυτό το σπίτι του έγινε προσκύνημα. Πηγαίνανε οι κάτοικοι της Μαγνησίας και των περιχώρων και τον βλέπανε. Κατάκοιτος και εξαντλημένος από όσα έπαθε, από το κρεββάτι του, τους δίδασκε τι πρέπει να κάνουν, για να σωθούνε. Εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Αλλά και πολλοί ειδωλολάτρες πιστεύανε και βαπτίζονταν.

Τότε, μετά το μαρτύριό του, ο Άγιος έκανε πολλά θαύματα και πολλές θεραπείες ασθενών. Τυφλοί αναβλέπανε, κουτσοί περιπατούσανε, δαιμονιζόμενοι απαλλάσσονταν από τα δαιμόνια και βρί­σκανε γαλήνη. Και πολλές άλλες αρρώστιες με την ευχή του Αγίου εξαφανιζόντανε. Ακόμη και αναστάσεις νεκρών έγιναν με την προσευχή του Αγίου.

Καρφιά στη ράχη του

Ο ηγεμόνας, όμως, βλέποντας αυτά τα θαυμάσια, σηκώθηκε και πήγε μόνος του στο βασιλιά. Του ανέφερε καταλεπτώς για τον Άγιο όλα όσα συνέβησαν. Ο ασεβής Σεβήρος, αντί να πιστέψει, μόλις τ’ άκουσε, άναψε από το θυμό του κι έλεγε:

— Γιατί αμελείτε, θεοί αιώνιοι, και δεν εξολοθρεύετε από προσώπου της γης αυτούς τους ασεβείς, που σας υβρίζουνε, και σας εμπαίζουνε;

Αμέσως, κατόπιν έστειλε αρκετούς στρατιώτες με τη διαταγή να καρφώσουν σ’ όλη τη ράχη του Μάρτυρα καρφιά κατόπιν να τον σύρουν από τη Μαγνησία σε κάποια άλλη πόλη, Αντιόχεια ονομαζόμενη. Δεν φαίνεται να ήταν η μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας, διότι ήτανε πολύ μακριά. Κατά δε την αρχαιότητα, υπήρχαν κι άλλες είκοσι οκτώ πόλεις, που έφεραν το όνομα Αντιόχεια.

Πράγματι, πήγανε οι στρατιώτες και μπήξανε τα καρφιά με πολλή σκληρότητα και ασπλαχνία στο σώμα του Μάρτυρα. Κατόπιν, τον δέσανε από τη μεγάλη γενειάδα του και τον τραβούσανε αλύπητα, οι απάνθρωποι, χωρίς καθόλου να σκεφθούν τα βαθιά γεράματά του.

Στη φωτιά να τον κάψουν

Έπειτα από αυτό, οι στρατιώτες φοβηθήκανε και πήγανε τον Άγιο με άνεση στην Αντιόχεια. Δεν θελήσανε, όμως, και να παραβούν το πρόσταγμα του άρχοντάς τους.

Αλλά ο διάβολος μετασχηματίστηκε σα γέροντας και φάνηκε στο Σεβήρο λέγοντας:

— Αλλοίμονό σου, βασιλέα. Εγώ, είμαι ο βασιλέας των Σκυθών κι ήλθε στην πατρίδα μου ένας μάγος, που τον λένε Χαραλάμπη, αυτός μου πήρε όλους τους στρατιώτες κι ήλθα να σου το πω για να φυλαχθείς να μη πάθεις κι εσύ το ίδιο.

Αυτό τον εξαγρίωσε τον Σεβήρο εναντίον του Αγίου. Γι’ αυτό, όταν φέρανε μπροστά του τον Άγιο διέταξε να του καρφώσουν στο στήθος μια μεγάλη σούβλα. Κατόπιν, να φέρουν ξύλα, ν’ ανάψουν φωτιά και να καίνε τον Άγιο, ώσπου να ξεψυχήσει.

Περάσανε, λοιπόν, τη σούβλα στον Άγιο και επί πολλή ώρα τον καίγανε, αλλά δεν έπαθε τίποτε ο Άγιος, διότι η φωτιά έσβησε. Ο Άγιος λες και ξανάνιωσε. Στεκότανε ευθυτενής και ροδοκόκκινος.

Τότε, ο βασιλιάς είπε να τον λύσουν και να τον πάνε κοντά του. Πράγματι, τον λύσανε. Κι ο βασιλιά, για να δικαιολογηθεί, του είπε:

— Σου τα έκαμα αυτά τα μαρτύρια από φόβο διότι μου είπε ο βασιλιάς των Σκυθών ότι είσαι μεγάλος μάγος… Σε παρακαλώ, να μην μνησικακήσεις εναντίον μου και σ’ ότι σε ρωτήσω να μου απαντήσεις. Πες μου πρώτα, πόσων χρονών είσαι;

— Εκατό δεκατριών χρονών, του απάντησε ο Άγιος.

— Αφού, λοιπόν, τόσα χρόνια έζησες, πώς δεν έχεις λίγο μυαλό να γνωρίσεις τους αθανάτους θεούς, παρά κάθεσαι και προσκυνάς το Χριστό, σαν να είσαι ανόητος;

— Επειδή, του αποκρίθηκε ο Άγιος, τόσα πολλά χρόνια έζησα, γνώρισα την Αλήθεια και προσκυνώ τον Αληθινό Θεό, τον Παντοδύναμο και Πα­νοικτίρμονα!

Τα δύο θαύματα

— Άκουσα, λέγει ο βασιλιάς, ότι μπορείς και νεκρούς ν’ αναστήσεις.

— Αυτό, του απάντησε, μόνον ο Δεσπότης Χριστός μπορεί να το κάμει, όχι άνθρωπος. Τότε, ο Σεβήρος διέταξε και φέρανε εκεί ένα δαιμονισμένο, που βασανιζότανε ο δυστυχής από το σατανά 36 χρόνια. Όταν αυτός έφθασε κοντά στον Άγιο, λες και καιγότανε από φωτιά, πονούσε τρομερά, γι’ αυτό φώναζε ο δαίμονας:

— Σε παρακαλώ, δούλε του Χριστού, μη με βασανίσεις, αλλά πες ένα λόγο και βγαίνω. Κι αν θέλεις να διατάξεις, θα σου πω, γιατί μπήκα σ’ αυτόν τον άνθρωπο.

— Λέγε, ακάθαρτο πνεύμα, του είπε ο Άγιος.

— Αυτός, είπε το πονηρό πνεύμα, έκλεψε τα πράγματα του γείτονά του και κατόπιν σκότωσε τον κληρονόμο του. Και αφού τον βρήκα σε τέτοια αμαρτία, μπήκα μέσα του και τον βασανίζω τώρα 36 χρόνια.

Τότε, ο Άγιος επιτίμησε το δαίμονα κι εξήλθε.

— Πραγματικά, Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, είπε θαυμάζοντας ο βασιλιάς. Έπειτα από τρεις ημέρες, πέθανε κάποιος νέος. Κι ο βασιλέας λέγει στον Άγιο:

—Ανάστησέ τον αυτόν το νεκρό, αν μπορείς.

Ο Άγιος για να δοξασθεί το όνομα του Θεού, έκαμε πολλή προσευχή κι αναστήθηκε ο νεκρός. Αυτό έκαμε μεγάλη κατάπληξη σ’ όλους και πολλοί από τον όχλο πιστέψανε στο Χριστό. Ο πορωμένος, όμως, έπαρχος Κρίσπος είπε στο βασιλιά:

— Θανάτωσέ τον, επιτέλους, αυτόν τον άνθρω­πο, γιατί με τις μαγείες του κάνει αυτά τα τερατουργήματα.

Αμέσως, τότε ο Σεβήρος άλλαξε γνώμη και λέγει προς το Μάρτυρα.

— Θυσίασε, Χαράλαμπε, στους θεούς για ν’ απαλλαγείς από τα βασανιστήρια.

— Όσο περισσότερο με βασανίσεις, του είπε ο Άγιος, τόσο περισσότερο ευφραίνεται η ψυχή μου.

Τότε εξεμάνη ο βασιλιάς και διέταξε να του συντρίψουν με πέτρες τις σιαγόνες, και να κάψουν με λαμπάδες τη γενειάδα και το πρόσωπό του. Το πυρ, όμως, λες και είχε λογική, πήδησε κι έκαψε όσους στεκόντουσαν κοντά.

Θαυμάζοντας μ’ αυτά, που έβλεπε, ρωτούσε τους γύρω του άρχοντας ο βασιλιάς ποιος είναι ο Χριστός, που κάμνει τέτοια τερατουργήματα. Ο Κρίσπος, που ήταν έπαρχος είπε περιφρονητικά:

— Γεννήθηκε από μια γυναίκα, που την λέγανε Μαρία, ανύπαντρη κι αμαρτωλή…

— Μη βλαστημάς έπαρχε, του είπε ο Αρίσταρχος, διότι εσύ δεν ξέρεις από τέτοια μυστήρια.

Οι τύραννοι αιωρούνται

Τότε ο βασιλιάς μανιασμένος, γιατί δεν μπορούσε να κάμει τίποτε στον Άγιο γύρισε προς τον ουρανό κι έριχνε βέλη επάνω στον αέρα λέγοντας:

— Κατέβα, Χριστέ, αν είσαι Θεός στη γη να πολεμήσουμε. Τότε, όμως, έγινε μεγάλος σεισμός. Φόβος και τρόμος κατέλαβε όλους. Από το σεισμό, φαινότανε ο ουρανός ότι εσεί­ετο σαν ένα δένδρο. Αστραπές και βροντές μεγάλες ακούγονταν και αίφνης ο βασιλιάς Σεβήρος κι ο έπαρχος Κρίσπος κρεμαστήκανε ψηλά στον αέρα. Φώναζε δε τότε ο βασιλιάς προς τον Άγιον λέγοντας:

— Κύριε μου Χαράλαμπε, δίκαια τα παθαίνω. Παρακάλεσε, όμως, τον Κύριο και Θεό σου να με γλυτώσει από την τιμωρία αυτή κι εγώ υπόσχομαι να γράψω σ’ όλες τις πόλεις να δοξάζεται τ’ Όνομά Του.

Τότε, ήλθε εκεί κι η κόρη του βασιλιάς, που την λέγανε Γαλήνη και του λέγει:

— Πίστεψε στον Κύριο για να σε γλυτώσει και να σε λύση απ’ αυτά τα δεσμά, γιατί είναι Οικτίρμων και Πανάγαθος. Πίστεψε, γιατί αυτός ο Χριστός είναι Αληθινός, Θεός Αθάνατος. Όταν τα είπε αυτά, προσκύνησε τον Άγιο και του είπε:

— Παρακάλεσε τον Κύριο ν’ απαλλάξει τον πατέρα μου απ’ αυτούς τους πόνους κι εάν μεν πιστέψει θα γίνει μεγάλο καλό, εάν όχι θα έχεις τουλάχιστον εσύ το μισθό σου μετά θάνατον.

Τότε, προσευχήθηκε ο Άγιος και σταμάτησε η οργή του Θεού. Κατέβηκαν στη γη ο βασιλέας κι ο έπαρχος και πήγανε στο παλάτι. Μείνανε τρεις ημέρες έχοντας στο νου τους διαρκώς το φόβο του Θεού και την οργή Του.

Η Αγία Γαλήνη

Η κόρη του βασιλέα Γαλήνη είδε, εν τω μεταξύ, ένα όραμα και το ανέφερε στον Άγιο.

— Μου φάνηκε, του είπε, πως βρέθηκα σ’ ένα περιβόλι ωραιότατο, που είχε δένδρα ευωδέστατα και κρυστάλλινη πηγή. Εκεί κοντά ήτανε ο πατέρας μου κι ο έπαρχος, αλλά ο φύλακας του κήπου τους έδιωξε με μια πύρινη ράβδο, εμένα όμως με σήκωσε και μ’ έβαλε μέσα με τιμή και μου είπε:

— Σε σένα δόθηκε η κατοικία αυτή και σ’ όσους σου μοιάζουν για να ευφραίνεσθε μαζί πάντοτε. Αυτά είδα και σε παρακαλώ, διδάσκαλε, να μου τα εξηγήσεις.

— Ο κήπος, της αποκρίθηκε ο Άγιος, που είδες είναι ο Παράδεισος των δικαίων και ενάρετων στον οποίον σ’ έβαλε ο Δεσπότης Χριστός. Και τούτο γιατί Τον πίστεψες. Τον πατέρα σου, όμως, και τον έπαρχο τους έδιωξε γιατί δυστυχώς θα αποστατήσουν πάλι από Αυτόν και θα μας κακοποιήσουν οι δυστυχείς κι αχάριστοι.

Έπειτα από τριάντα ημέρες, ο Σεβήρος άλλαξε γνώμη. Κάλεσε τον Άγιο και του είπε:

— Θυσίασε στους θεούς. Μ’ αυτό θα υπακούσεις στην εντολή μου και θα τιμήσεις τον εαυτόν σου.

— Τα λόγια σου, βασιλέα, είναι πικρά και ασύνετα. Δεν πρέπει να συμμορφωθώ σ’ αυτά, εγώ είμαι δούλος του Θεού και σ’ Αυτόν υπακούω.

Του κακοφάνηκε του βασιλιά, που του αντιμίλησε. Γι’ αυτό, διέταξε να βάλουν στον στόμα του ένα χαλινάρι, σαν να ήταν άλογο, και να τον σύρουν σ’ όλη την πόλη για να τον ρεζιλέψουν. Το είπαν και το κάμανε. Ο Άγιος, όμως, στο διάστημα αυτό προσευχότανε λέγοντας:

— Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Συ έπλασες τον άνθρωπο και τον τίμησες με τη θεία Σου Εικόνα. Επίβλεψε και ίδε τη μανία του εκτελεστού τυράννου διότι τα παθαίνω αυτά για το Όνομά Σου το Άγιον.

Στο σπίτι της ακόλαστης χήρας

Τότε θύμωσε ο τύραννος κι έστρεψε την οργή του στον Άγιο, που δίδαξε τη Γαλήνη. Και για να τον εξευτελίσει, διέταξε να τον παραδώσουν σε μια χήρα κι ακόλαστη γυναίκα για να τον φυλά­ξει στο σπίτι της. Αλλά ο Θεός τον εφύλαξε από τον εξευτελισμό, ως εξής:

Μόλις πήγε ο Άγιος στο σπίτι της, ακούμπησε σ’ ένα ξηρό ξύλινο στύλο. Και ω! του θαύματος αμέσως ο ξηρός στύλος βλάστησε κι έκανε τόσα κλωνάρια ώστε γέμισε όλο το σπίτι. Η χήρα εκείνη μόλις είδε τέτοιο παράδοξο θαύμα προσκύνησε τον Άγιο και του είπε;

— Πήγαινε από το σπίτι μου κύριε, γιατί δεν είμαι αξία για να είσαι κοντά μου.

— Μη φοβάσαι παιδί μου, της είπε ο Άγιος, πίστεψε μονάχα στον Κύριο, που είναι Θεός σπλαχνικός.

Την άλλην ημέρα, που είδαν οι γείτονες της χήρας τέτοιο μεγάλο δένδρο με άνθη και καρπούς μέσα στο δωμάτιό της, θαύμασαν και μπήκανε μέσα στο σπίτι. Βρήκανε εκεί τον Άγιο, που δίδασκε και τον ρώτησαν:

— Πες μας, εσύ είσαι ο Χριστός, που λένε;

— Όχι, τους απάντησε. Εγώ, είμαι δούλος του Δεσπότη Χριστού του Αληθινού Θεού και με τη Χάρη Του και τη δύναμή Του κάμνω τα θαύματα.

Τότε η γυναίκα εκείνη, τους είπε την υπόθεση κι εγκωμίαζε τον Άγιο. Όλοι τους δε τον προσκύνησαν, πιστέψανε στο Χριστό και βαπτιστήκανε. Την άλλη μέρα, ανήγγειλαν στο βασιλιά το θαυμαστό αυτό γεγονός. Κι ενώ όλοι θαυμάζανε, ο πορωμένος έπαρχος είπε:

— Πρόσταξε βασιλιά ν’ αποκεφαλίσουν αυτόν τον πλάνο, για να μη μείνει και κάνει κι άλλα τέρατα και σημεία και πιστέψουν στο Χριστό περισσότεροι.

Τέλος ειρηνικό

Πράγματι, ο βασιλέας εξέδωσε εναντίον του Αγίου την καταδικαστική απόφαση. Οι δήμιοι πήραν την απόφαση, πήρανε και τον Άγιο και τον φέρανε στον τόπο της θανατικής εκτελέσεως.

Ο Άγιος Χαράλαμπος καιόμενος επί της πυράς

Ο Άγιος, όμως, στο δρόμο, καθώς έσερνε τα κουρασμένα και πληγωμένα και γέρικα πόδια του, προσευχότανε με ψαλμούς προς τον Κύριον, που τους ήξερε απ’ έξω. Έλεγε μεταξύ των άλλων και τον εκατοστό ψαλμό:

«Έλεος και κρίσιν άσομαί Σοι Κύριε…».

Όταν ο Άγιος έφτασε εκεί, σήκωσε τα χέρια του και τα μάτια του στον ουρανό και προσευχήθηκε:

— Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, είπε, γιατί είσαι ελεήμων και φιλάνθρωπος. Συ Παντοδύναμε κτύπησες τον εχθρό μας διάβολο. Εσύ κτύπησες και τον Άδη με το να απαλλάξεις από τον θάνατο το ανθρώπινο γένος. «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου».

Τότε συνέβη και το εξής θαυμαστό: Ανοίξα­νε για μια στιγμή οι Ουρανοί, φάνηκε ο Χριστός με πλήθος Αγγέλων. Κατέβηκε κοντά του και του λέγει:

— Έλα, προσφιλέστατε κι αγαπημένε μου Χαράλαμπε, που τόσο πολύ κακοπάθησες, για τ’ Όνομά Μου. Ζήτησέ Μου όποια χάρη θέλεις και θ’ ακούσω τη δέησή σου.

— Και τ’ ότι αξιώθηκα, αποκρίθηκε ο Μάρτυρας, να δω τη φοβερά δόξα της παρουσίας Σου, αυτό είναι μεγάλο χάρισμα σ’ εμένα τον ελάχιστο. Αλλά επειδή η αγαθότητα Σου, Κύριε, με προστάζει να Σου ζητήσω χάρη, παρακαλώ να μου κάνεις την εξής:

Σ’ όποιο τόπο βρεθεί τεμάχιο από το λείψανό μου και σ’ όποια χώρα γιορτάζουν το μαρτύριό μου, να μη γίνει εκεί ποτέ πείνα, ούτε πανώλη που θα θανατώνει τους ανθρώπους πρόωρα. Ούτε πονηρός άνθρωπος που να βλάπτει τους καρπούς, αλλά να είναι σ’ αυτόν τον τόπο ειρήνη σταθερή, ψυχών σωτηρία και σωμάτων θεραπεία. Να είναι αφθονία σίτου, οίνου, ελαίου, τετραπόδων κι άλλων χρήσιμων πραγμάτων. Φύλαγε δε γερά τα βόδια κι όλα τα τετράποδα ζώα των ανθρώπων για να γεωργούν τη γη και να δοξάζεται τ’ Όνομά Σου. Συγχώρεσε, Κύριε, σε παρακαλώ και τις αμαρτίες τους, ως Αγαθός και Φιλάνθρωπος.

— Να γίνει πιστέ Μου δούλε, το θέλημά σου! Είπε ο Κύριος κι αμέσως εξαφανίσθηκε.

Μετά ταύτα, ο Άγιος παρέδωσε αμέσως την αγιασμένη του ψυχή στο Χριστό ειρηνικά, πριν προλάβει ο δήμιος να του κόψει την κεφαλή! Ο Θεός δεν θέλησε να ταλαιπωρηθεί περισσότερο. Αρκετά βασανίστηκε.

Τα άγια λείψανά του θαυματουργούν

Το Άγιό του λείψανο το παρέλαβε κατόπιν η μακάρια Γαλήνη και το ενταφίασε μέσα σε χρυσή θήκη, αφού του έβαλε πολύτιμα μύρα κι αρώματα. Κατόπιν, το Άγιο και πανσεβάσμιο λείψανο του ενδόξου Ιερομάρτυρα Χαραλάμπους, μοιράστηκε χάριν ευλαβείας στους απανταχού Ορθοδόξους Χριστιανούς. Το Άγιο λείψανο διώχνει τα βάσανα και κάθε ασθένεια, απ’ όσους τον παρακα­λούνε.


Ἀπολυτίκιον, Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.

Ὡς στύλος ἀκλόνητος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καί λύχνος ἀείφωτος τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Χαράλαμπες· ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διά τοῦ μαρτυρίου, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τήν σκοτόμαιναν μάκαρ, διό ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ὡς φωστήρ ἀνέτειλας, ἐκ τῆς ἑώας, καὶ πιστοὺς ἐφώτισας, ταῖς τῶν θαυμάτων σου βολαῖς, ἱερομάρτυς Χαράλαμπες· ὅθεν τιμῶμεν τὴν θείαν σουη ἄθλησιν.


ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ” Ο ΑΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ»

Discussion about this episode

User's avatar