Φιλοκαλικοὶ Πατέρες τοῦ 18ου αἰῶνος
Στὴν συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, οἱ «κολλυβάδες» θὰ παραμείνουν ὡς «οἱ Φιλοκαλικοὶ Πατέρες τοῦ 18ου καὶ 19ου αἰῶνος» καὶ τὸ πολύπλευρο ἔργο τους ὡς «Φιλοκαλική Ἀναγέννησις».
Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης | Ἁγιορεῖτες Πατέρες | Κολλυβάδες Πατέρες
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐχάρισε στὴν Ἐκκλησία ἁγιασμένους πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἐσφράγισαν τὸν 18ο καὶ τὸν 19ο αἰῶνα μὲ τὴν φωτεινὴ παρουσία τους, τὴν ὀρθόδοξη θεολογία τους, τὴν αὐστηρὴ ἀσκητική τους ζωή, τὰ θεοφώτιστα συγγράμματά τους καὶ τὶς παραδοσιακὲς μοναστικές τους ἀρχές. Οἱ πατέρες μας αὐτοὶ ἄφησαν ἀνεξίτηλη τὴν σφραγῖδα τους στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ὀνομάσθηκαν σκωπτικά «κολλυβάδες» καὶ ἡ πνευματική τους δραστηριότητα «κολλυβαδικὸ κίνημα», ἐπειδὴ τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἐμφάνισί της ἔδωσε τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ μοναχοὶ τῆς Ἱερᾶς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης τελοῦσαν τὰ «μετά κολλύβων» μνημόσυνα τῶν κτιτόρων τοῦ ἀνακαινιζομένου τότε καθολικοῦ ναοῦ (Κυριακοῦ) τῆς Σκήτης κατά τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ἀντὶ τοῦ Σαββάτου. Στὴν συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, οἱ «κολλυβάδες» θὰ παραμείνουν ὡς «οἱ Φιλοκαλικοὶ Πατέρες τοῦ 18ου καὶ 19ου αἰῶνος» καὶ τὸ πολύπλευρο ἔργο τους ὡς «Φιλοκαλική Ἀναγέννησις», ὅπως εὔστοχα τοὺς ὀνομάζει ὁ Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Ἀμφιλόχιος1. Οἱ ἐπιφανέστεροι καὶ γνωστότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πατέρες εἶναι ὁ ἅγιος Μακάριος ἐπίσκοπος Κορίνθου, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος.
Λόγῳ τῆς θεολογικῆς τους μαρτυρίας, οἱ ἀοίδιμοι «Φιλοκαλικοὶ πατέρες» ὑπέστησαν διωγμοὺς καὶ ἐξορίες ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, μάλιστα, ἀδίκως ἀφορίσθηκε. Ἐν τούτοις, ἡ ἀκούσια διασπορά τους, στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου κυρίως, δημιούγησε μία θαυμάσια πνευματικὴ κίνησι μὲ πολλοὺς καὶ εὔχυμους καρπούς. Τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτῆς τῆς Φιλοκαλικῆς Ἀναγεννήσεως εἶναι ἐπιγραμματικῶς τὰ ἑξῆς2:
α) Ἀνανέωσαν τὴν αὐθεντικὴ Ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωή, καθὼς οἱ ἴδιοι, ἀσκηταὶ καὶ θεολόγοι ταυτόχρονα, τὴν ἐβίωσαν καὶ τὴν ἐδίδαξαν μὲ τὰ θεόσοφα συγγράμματά τους.
β) Ἀντιστάθηκαν στὴν ἀλλοτρίωσι ποὺ προκαλοῦσε ὁ εὐρωπαϊκὸς διαφωτισμὸς μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων3.
γ) Στήριξαν στὴν Πίστι τοὺς Ὀρθοδόξους λαούς. Ἰσχυρὸ ἀνάχωμα ἔναντι τῆς λατινικῆς προπαγάνδας καὶ τοῦ προτεσταντικοῦ προσηλυτισμοῦ ὑπῆρξε τὸ θεολογικὸ ἔργο τῶν προκρίτων καὶ μεγάλων «κολλυβάδων» θεολόγων, μὲ τὸ ὁποῖο ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία εὕρισκε τὴν ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἐποχὴ καὶ τὰ προβλήματα τῆς θεολογικὴ κατοχύρωσι.
δ) Ἀνεπτέρωσαν τὸ ἠθικὸ τῶν ὑποδούλων Ὀρθοδόξων καλλιεργοῦντες μαρτυρικὸ ἦθος4. Ὑπῆρξαν ἀλεῖπται πολλῶν νεομαρτύρων.
ε) Ἔδειξαν ὅτι μὲ τὴν πιστότητά τους στὴν Ὀρθόδοξο Παράδοσι δὲν καλλιεργοῦσαν τὴν μισαλλοδοξία καὶ τὸν σκοταδισμό, ὅπως ἐκατηγοροῦντο, ἀλλὰ ἐπιβεβαίωναν τὴν διαχρονικότητα τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος.
στ) Ἔδωσαν ἀπάντησι στὰ αἰτήματα τῶν καιρῶν. Ἀνάμεσα σὲ αὐτὰ ἦταν ἡ ἀνάγκη νὰ ἐπανασυνδεθῇ ὁ «κανὼν τῆς προσευχῆς» μὲ τὸν «κανόνα τῆς πίστεως», δηλαδὴ νὰ ἐπανευρεθῇ τὸ αὐθεντικὸ λειτουργικὸ ἦθος.
ζ) Ἀνέδειξαν νέους ἁγίους στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἴδια ἡ ζωή τῶν «κολλυβάδων» πατέρων ἦταν προσανατολισμένη στὴν προοπτική τῆς κατὰ Χάριν θεώσεως καὶ γι’ αὐτὸ ὡρισμένοι ἔδειξαν σημεῖα ἁγιότητος ἢ ἀνεκηρύχθησαν ἐπισήμως ἅγιοι, ἀλλὰ καὶ προέβαλαν μὲ τὰ συγγράμματά τους τὴν ἁγιότητα τῶν ἁγίων νεομαρτύρων καὶ συγχρόνων τους ὁσίων ἀνδρῶν.
Ἡ παρακαταθήκη τῶν ἱερῶν αὐτῶν ἀνδρῶν εἶναι πολύτιμη καὶ στὶς ἡμέρες μας, καθὼς ἡ πρόκλησις ἀπὸ τὸ παλαιὸ καὶ πάντοτε παρὸν στὴν ἐκκλησιαστική μας ζωὴ νεωτερικὸ ἦθος μας ὑποχρεώνει νὰ μετροῦμε τὶς ἐνέργειές μας μὲ τὸν γνώμονα τοῦ δικοῦ τους ἤθους. Οἱ ἅγιοι «κολλυβάδες» προέταξαν τὴν θεολογία ἀπὸ τὴν πρακτικὴ ζωή. Ἡ θεολογία καὶ ἡ εὐσεβὴς παρόδοσις ἔπρεπε νὰ καθορίζουν τὸν τρόπο τῆς ἐκκλησιαστικῆς δράσεως. Ἡ ἐποχή τους παρουσίαζε συμπτώματα παρόμοια μὲ τὴν δική μας. Στὶς ἡμέρες τους, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Μητροπολίτου Παροναξίας Ἰωσὴφ Δόξα, καπουτσίνοι ἱερομόναχοι ἐξομολογοῦσαν Ὀρθοδόξους πιστούς, γεγονὸς ποὺ προεκάλεσε τὴν σφοδρὴ ἀντίδρασι τοῦ ἱεροδιακόνου Μακαρίου τοῦ Πατμίου. Ἀλλὰ καὶ ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης Κύριλλος ὁ Ε΄, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν συμφωνία τῶν πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πλήν του Ἀντιοχείας συνοδικῶς ἀπέρριψε ὡς ἄκυρο τὸ λατινικὸ ράντισμα, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο του μετά ἀπὸ ἐνέργειες μητροπολιτῶν ποὺ διαφώνησαν μὲ τὴν ἀπόφασί του μὲ κίνητρα μὴ θεολογικὰ καὶ ἀπὸ σκοπιμότητες. Οἱ ἅγιοι «κολυββάδες» εἶχαν ταχθῇ θεολογικῶς ὑπὲρ τῆς ἀπόψεως τοῦ πατριάρχου Κυρίλλου Ε΄5. Οἱ συμπροσευχὲς μὲ ἑτεροδόξους, ἡ τάσις ἀναγνωρίσεως τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων καὶ κάποιες κοινὲς ποιμαντικῆς φύσεως πρωτοβουλίες μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, χάριν πρακτικῶν σκοπῶν καὶ ἄλλων σκοπιμοτήτων, παρακάμπτουν καὶ σήμερα τὸν «κανόνα τῆς πίστεως».
Ἐξίσου ἀντίθετη πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Φιλοκαλικῆς Ἀναγεννήσεως τῶν «κολλυβάδων» εἶναι ἡ ἐκκοσμίκευσις, ποὺ παρατηρεῖται σὲ διαφόρους τομεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς καὶ ἀλλοιώνει τὴν πιστότητά μας στὸ ἀποστολο-παράδοτο εὐαγγελικὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ὅσιοι «κολλυβάδες» πατέρες μὲ τὰ φιλοκαλικά κείμενα ποὺ ἐξέδωσαν καὶ μὲ τὰ δικά τους θεόσοφα νηπτικὰ καὶ ἑρμηνευτικὰ συγγράμματα προσέφεραν στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ τὸ ἀναλλοίωτο βίωμα τῆς πατερικῆς Παραδόσεως. Στὴν Φιλοκαλία, τὴν ὁποία ἐπεξεργάσθηκαν οἱ ἅγιοι Μακάριος Κορίνθου καὶ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, καταγράφονται ἡ ἁγιοπνευματική ἐμπειρία καὶ ἡ ἀπλανὴς μέθοδος τῆς νηπτικῆς ἐργασίας, ὅπως τὴν ἔζησαν καὶ τὴν ἐδίδαξαν μεγάλοι θεολόγοι καὶ ἡσυχασταὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπ’ ἀρχῆς καὶ μέχρι τοῦ 14ου αἰῶνος. Κατὰ τὸν κρίσιμο γιὰ τὴν Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία αὐτὸν αἰῶνα, τὸ ἀνθρωποκεντρικὸ (οὐμανιστικὸ) ρεῦμα τῆς εὐρωπαϊκῆς Ἀναγεννήσεως κατέκλυζε τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ ἀπειλοῦσε μὲ ὀριστική ἀλλοίωσι τὸ θεανθρωποκεντρικό της ἦθος. Ἡ ἡσυχαστική, ὅμως, θεολογία εἶχε ἐπιτύχει νὰ τὸ διάσωση. Ἐπιπλέον, εἶχε δημιουργήσει στοὺς κουρασμένους πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ Ὀρθόδοξους λαοὺς ἕνα ἀκμαῖο πνευματικὸ φρόνημα, τὸ ὁποῖο κατά τὸν Μαυροβουνίου Ἀμφιλόχιο: «Δὲν ἦταν μόνο ὀρθόδοξη θεωρητικὴ ἀπάντησι στὸ σύγχρονό τους φιλοσοφικὸ καὶ θεολογικὸ προβληματισμὸ τῆς Δύσεως ἢ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψεως. Ταυτόχρονα, εἶχε καὶ συγκεκριμένη ἱστορικὴ ἀποτελεσματικότητα, πολύτιμη γιὰ τὴν ἐπιβίωσι τῶν ὀρθοδόξων λαῶν καὶ τὴ διατήρησι τῆς καθολικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας στοὺς καιροὺς τῶν δεινῶν τῆς τουρκοκρατίας»6.
Κατὰ παρόμοιο τρόπο, ἡ Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννησις τοῦ 18ου αἰῶνος, ἡ ὁποία δὲν ἀφοροῦσε μόνο τὴν πλούσια συγγραφικὴ παραγωγή τῶν «κολλυβάδων» πατέρων, ἀλλὰ καὶ τὴν δημιουργία πολλῶν ἑστιῶν Ὀρθοδόξου λατρείας, ἤθους καὶ βιοτῆς (στὰ κολλυβάδικα μοναστήρια καὶ γύρω ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα στὸν κόσμο), προσέφερε στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἰσχυρὴ προστασία ἀπὸ τὴν δυναμικὴ ἐπέλασι τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ κατὰ τὸν 19ον αἰῶνα. Οἱ Φιλοκαλικοί Πατέρες ἐγνώριζαν πολὺ καλὰ τὰ «φῶτα» τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ διέκριναν εὔστοχα ὅτι αὐτὸς ὁ διαφωτισμὸς ἀπεμάκρυνε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν προσδοκία καὶ τὴν θέα τοῦ ἄκτιστου Φωτός, τοῦ ὁποίου εἶχαν προσωπικὴ καὶ βιωματικὴ ἐμπειρία. Γι’ αὐτὸ, ὅλη τους ἡ προσπάθεια ἦταν νὰ διασώσουν τὸν τρόπο καὶ τὴν μέθοδο τῆς ἡσυχαστικῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Τὸ ἐπέτυχαν μὲ πολλὲς θυσίες. Καρπὸς τοῦ ἀγῶνος των εἶναι τὰ χαριτόβρυτα λείψανά τους, τὰ ἀπαραμίλλου ἀξίας δογματικά, ποιμαντικά, ἑρμηνευτικὰ καὶ λειτουργικά τους ἔργα, τὰ μοναστήρια τους. Τὰ κολλυβαδικὰ μοναστήρια ἐπὶ δύο αἰῶνες κράτησαν τὴν παράδοσι τῶν ἁγιασμένων κτιτόρων τους. Οἱ κατανυκτικὲς ἀγρυπνίες τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μωραϊτίδη στὸν ἅγιο Προφήτη Ἐλισσαῖο τῆς Πλάκας, ἡ ἀφανὴς στὰ μάτια τῶν «φωτισμένων» λάτρεων τῆς εὐρωπαϊκῆς σοφίας λατρευτικὴ καὶ ποιμαντικὴ δραστηριότης τοῦ ἁγίου παπα-Νικόλα Πλανᾶ, ὁ ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Πάρου, ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης ἦταν ἡ ὥριμη συνέπεια τῆς προηγηθείσης Φιλοκαλικῆς Ἀναγεννήσεως. Ἡ ὁλοφώτεινη παρουσία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου καὶ ἡ ὑπ’ αὐτοῦ ἀνασύστασις τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ στὴν Ἑλλάδα, καθὼς καὶ ἡ λαμπρὴ σειρὰ τῶν ἁγίων μορφῶν τοῦ 20ου αἰῶνος, ἦταν ἐπίσης καρπὸς τοῦ φιλοκαλικοῦ ἤθους. Ἡ ἀναγέννησις τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς στὴν Ρουμανία καὶ τὴν Ρωσσία μὲ τὸν ὅσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ καὶ τοὺς μεγάλους στάρετς μαρτυρεῖ τὴν οὐσιαστικὴ σημασία ποὺ εἶχε ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννησις τοῦ 18ου αἰῶνος γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους τοῦ Βορρᾶ, οἱ ὁποῖοι ὑπέστησαν καὶ ἄντεξαν τὴν ἀθεϊστικὴ λαίλαπα τοῦ 20ου αἰῶνος. Οἱ νεομάρτυρες καὶ ὁμολογηταὶ στὴν Ρωσσία, τὴν Σερβία, τὴν Ρουμανία εἶναι καρπὸς τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως ποὺ μεταλαμπαδεύθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἱερό Ἄθωνα διὰ τῶν ἐπιγόνων τῶν «κολλυβάδων» πατέρων.
Ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννησις δὲν εἶναι μόνον ἱστορία. Εἶναι κυρίως τρόπος Ὀρθοδόξου ζωῆς καὶ μήνυμα Ὀρθοδόξου φρονήματος. Εἶναι, ἐπίσης, πρόσκλησις πρὸς ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους τοῦ 21ου αἰῶνα νὰ μένουμε πιστοὶ σὲ ὅ,τι παρελάβαμε ἀπὸ τοὺς ἁγιασμένους «κολλυβάδες» πατέρες ὡς Ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ δόγμα καὶ Ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ ἦθος. Τοὺς εὐχαριστοῦμε καὶ τοὺς παρακαλοῦμε νὰ μᾶς βοηθήσουν μὲ τὴν εὐχή τους καὶ τὴν πρεσβεία τους πρὸς τὸν Ἅγιον Θεὸν νὰ τιμήσουμε τοὺς ἀγῶνες τους μὲ τὴν συνέπειά μας στὴν ἱερά τους παρακαταθήκη, τώρα ποὺ νέες προκλήσεις ξενόφερτων καὶ δελεαστικῶν «διαφωτισμῶν» ἀπειλοῦν νὰ ἀνακόψουν καὶ τὴν ἰδική μας πορεία πρὸς τὸ ἀληθινὸ Φῶς τῆς ἀνεσπέρου Βασιλείας τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους
Ἅγιον Ὄρος, 20 Ἀπριλίου 2009
Ἀρχιμανδρίτου Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, Ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννησι τοῦ XVIII καὶ XIX αἰ. καὶ οἱ Πνευματικοὶ Καρποί της, ἐκδόσεις ἰδρύματος Γουλανδρή – Χόρν, Ἀθήναι 1984.
Ἱερομονάχου Λουκᾶ Γρηγοριάτου, Οἱ Ἁγιορεῖται Κολλυβάδες καὶ οἱ σχέσεις των μὲ τὴν Ὕδρα, στὸν τόμο Πρακτικὰ Διορθοδόξου ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος - Νεομάρτυρες, προάγγελοι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Γένους», ἐκδ. Ἱερὰς Μητροπόλεως Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Αἰγίνης, Ύδρα 2007.
Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Σχέσεις καὶ Ἀντιθέσεις, ἔκδ. Ἀκρίτας 1998.
Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου, Ἡ προσφορὰ τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Γένος, ἐκδ. Ἱερὰς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1991.
Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη, Ἡ Ἐκκλησιολογικὴ Αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰῶνος, στὸ συλλογικὸ τόμο ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΚΟΝ (ἀφιέρωμα στὸν Μητροπολίτη Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Θεσσαλονίκη 1999.
Ἀρχιμανδρίτου Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, ἐνθ’ ἄνωτ. σελ. 12.