Ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Ἀναστασίου | Πανδημία & Ἐκκλησία | Ἐσχατολογία
Ἀξιότιμοι καί προσφιλέστατοι, ἐν Χριστῷ, ἀδελφοί καί φίλοι, καλή, εὐλογημένη καί φωτισμένη χρονιά!
Μέ τήν εὐλογία καί τήν Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, εἰσήλθαμε στήν νέα χρονιά -2023-, ἀφοῦ διανύσαμε τήν εὐλογημένη περίοδο τοῦ ἁγίου Δωδεκαημέρου. Μία περίοδο πλούσια πνευματικά, χαρμόσυνη καί πανηγυρική. «Ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ»1. Αὐτό εἶναι τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου πρός τήν ἀνθρωπότητα τήν νύχτα τῶν Χριστουγέννων. Ἕνα μήνυμα χαρᾶς, εὐφροσύνης, εὐτυχίας καί ἐλπίδος γιά ὅλους. Δόξα Σοι ὁ Θεός!
Πόσο, ὅμως, ἔχουμε ἀνακαλύψει ὅλοι μας αὐτή τήν χριστουγεννιάτικη χαρά, πόσο τήν γευτήκαμε, πόσο τήν ἀπολαύσαμε, πόσο μᾶς συνεπῆρε καί μᾶς ἀλλοίωσε; Πόσο σημάδεψε τήν καρδιά καί τήν ὕπαρξή μας; Πόσο ἔγινε ἀντιληπτή ἀπό τούς ἀνθρώπους, τότε καί σήμερα;
Ἡ χαρά εἶναι, βεβαίως, τό σταθερό ζητούμενο σέ κάθε ἐποχή καί στήν δική μας ἰδιαιτέρως. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς καί τῆς εἰρήνης στήν γῆ μας. Τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου συνδέεται ἄρρηκτα καί μέ τήν ἔνδοξο Ἀνάστασή Του, πού εἶναι τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐφροσύνης, καί τῆς ἐπί γῆς καί τῆς αἰωνίου. Ὁ Σαρκωθείς καί Ἀναστάς Κύριός μας εἶναι καί ὁ χορηγός τῆς αἰωνίου καί ἀτελευτήτου χαρᾶς στήν αἰώνιο Βασιλεία Του. Εἶναι φανερό, ὅμως, ὅτι ἡ ἔννοια αὐτῆς τῆς χαρᾶς τοῦ Χριστοῦ, στόν σύγχρονο κόσμο μας, ἔχει προσλάβει μία ἐντελῶς ἰδιότυπη σημασία, μία διάσταση ξένη καί ἐν πολλοῖς ἀντίθετη πρός τό ἀληθινό νόημα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μας. Ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων παραμένει ἀνυποψίαστη, ἄγευστη καί ἀμέτοχη αὐτῆς τῆς ἀληθινῆς καί πραγματικῆς πνευματικῆς χαρᾶς. Τίς περισσότερες φορές ταυτίζουμε τήν χαρά μέ τίς ἐφήμερες ἀπολαύσεις, τά ὑλικά ἀγαθά, τίς εὐκολίες, τίς ἀνέσεις, τόν πλουτισμό. Γινόμαστε, ἔτσι, κοπιώδεις ἐκζητητές τοῦ εὔκολου καί γρήγορου καί πολλές φορές ἀθέμιτου κέρδους, τῆς εὐμάρειας, τῆς ἄνεσης, τῆς εὐκολίας, τῆς καλοπέρασης, τοῦ καταναλωτισμοῦ.
Ἡ ἀσκητική ζωή δέν ἀφορᾶ μόνο τόν μοναχικό βίο, ἀλλά καί τόν οἰκογενειακό. Δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἀληθινός χριστιανός χωρίς συμμετοχή στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά Τόν ἀκολουθεῖ στήν σταυρική Του πορεία. Μᾶς τό δηλώνει αὐτό κατηγορηματικά ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας: «Kαί ὅστις οὐ βαστάζει τόν σταυρόν ἑαυτοῦ καί ἔρχεται ὀπίσω μου, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής»2. Καί σέ ἄλλο σημεῖο, ἐπίσης, «στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν»3.
Ὅπως πολύ εὔστοχα καί παραστατικά παρατηροῦσε ὁ σύγχρονος ὁμολογητής π. Δημήτριος Ντοῦτκο: «Μερικές φορές, παρά τήν πίστη μας στόν Χριστό, προσπαθοῦμε ἀκόμη καί τόν δρόμο γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά τόν κάνουμε ἄνετο! ... Ὁ Σταυρός μᾶς τρομάζει. Καί αὐτό εἶναι φυσικό. Γιατί μᾶς διέλυσε ἡ ἄνεση. Ὁ πόνος εἶναι γιά μᾶς κάτι τό τρομακτικό. Ὅμως δέν εἶναι ὁ πόνος φοβερός. Ἡ ἄνεση εἶναι φοβερή. Αὐτή ἔπρεπε νά μᾶς τρομάζει. Καί πράγματι, ὅλες οἱ σύγχρονες κακίες ἔχουν πηγή τους τήν ἄνεση στήν ζωή»4.
Ἡ διάσταση αὐτή τοῦ πόνου στήν ὀρθόδοξη πατερική θεολογία ἀποκαλεῖται χαρμολύπη ἤ χαροποιό πένθος. Εἶναι ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ πού ἀναβλύζει μέσα ἀπό τίς θλίψεις, οἱ γεύσεις τῆς χάριτος πού πλημμυρίζουν τήν ἀνοιχτή στόν πόνο καρδιά, οἱ ἐμπειρίες τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Θεοῦ, πού ἐξαφανίζουν κάθε σκιά καί ἀνακαινίζουν καί ἀναζωογονοῦν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, παρά τίς ὅποιες ἐξωτερικές δυσκολίες, πού πολλές φορές μπορεῖ νά εἶναι καί ἀνυπέρβλητες.
Ἰδιαίτερα ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται καί κυριαρχεῖται ἀπό ἕναν ἀπόλυτο καί ἄκρατο εὐδαιμονισμό, ἀπό μία μυθοπλαστική κατάσταση μιᾶς ψευδεπίγραφης εὐημερίας, πού ἐξαντλεῖται σέ οἰκονομικά μεγέθη, ἐπιστημονικά ἐπιτεύγματα καί τεχνική πρόοδο, μέ ἐλάχιστο ἀντίκρυσμα στήν ψυχική μας χαρά καί τήν προσωπική μας εἰρήνη, ἐσωτερική ἀνάπαυση καί εὐτυχία. Ὁ πολύς κόσμος σήμερα θεωρεῖ ὡς κέρδος αὐτά πού καθημερινά μέ ἀσφυκτική πίεση καί ἄγχος ἐπιδιώκει· δηλαδή, τήν ἀπόκτηση χρημάτων, πλούτου, ὑλικῶν ἀγαθῶν, τήν εὐδαιμονία, τήν ἄνεση, τήν εὐκολία, τήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν, τήν προβολή, τήν ἐξουσία, τά ὁποῖα, ὅμως, δέν μᾶς ἐξασφαλίζουν τήν ἀληθινή χαρά, τήν ἁγιότητα καί τήν σωτηρία, πού εἶναι ὁ κύριος σκοπός τῆς ζωῆς μας, ἀλλά ἀντιθέτως μᾶς ἀλλοιώνουν καί μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό αὐτόν.
Καταλήγουμε, ἔτσι, στήν διαρκή ὀδύνη τῆς κενότητος καί τῆς ἀπαξίας, πού εἶναι τό πικρό ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνικανοποίητου, τῆς ἀνεπάρκειας, τῆς κοπώσεως, τῆς μετριότητος, τῆς μονοτονίας καί τῆς μιζέριας. Καταλήγουμε ἀγχώδεις, νευρικοί, ἄφιλοι, βιαστικοί, κουραστικοί καί κουρασμένοι, ἀλαζόνες, ἑρμητικά κλεισμένοι στόν ἀτομισμό μας καί τόν ἐγωισμό μας, αὐτάρκεις, μονίμως αὐτοδικαιωμένοι καί τελικά δυστυχισμένοι.
Ἕνα θλιβερό γνώρισμα τῶν ἡμερῶν μας εἶναι, βεβαίως, ἡ πολύ ἰσχυρή κοινωνική ἀντίφαση, καθώς ταυτόχρονα συνυπάρχουν προκλητικά τόσο ἡ ἀκραία ἄνεση ὅσο καί ἡ ἀκραία στέρηση τῶν ἀναγκαίων. Τό φαινόμενο αὐτό ἔγινε πιό ἔντονο τά τελευταῖα χρόνια ἐξαιτίας τῶν ποικίλων κρίσεων μέ τίς ὁποῖες βρεθήκαμε ἀντιμέτωποι, οἰκονομική, ὑγειονομική, ἐνεργειακή, πληθωριστική καί τόσες ἄλλες. Ἡ οἰκονομική ἀνέχεια, ἡ στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἔχουν προκαλέσει πρωτόγνωρες καταστάσεις καί ἀκραῖες ἐντάσεις στήν ἑλληνική κοινωνία. Ἡ ἀγκίστρωση στά ὑλικά ἀγαθά κάνει ἀδιανόητη καί προσδίδει τραγική διάσταση στήν ἀποστέρησή τους, δημιουργεῖ ἐκρηκτικές ἐντάσεις, ἀπαιτήσεις, διεκδικήσεις. Παρατηροῦμε, ἔτσι, μία ἀλματώδη αὔξηση τῆς βίας, τῆς ἐγκληματικότητας, τῶν κλοπῶν, τῆς ἐπιθετικότητας, τῆς διαρκοῦς ἀγανάκτησης καί μεμψιμοιρίας, τῶν καταθλίψεων, τῶν αὐτοκτονιῶν.
Οἱ δοκιμασίες δέν γίνονται δεκτές ὡς παιδαγωγία ἀπό τόν Θεό, ὡς μιά εὐκαιρία ἐκγύμνασης τῶν ψυχῶν μας, ἐνίσχυσης τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγώνα καί ἀφορμή πνευματικῆς προκοπῆς καί προσωπικοῦ ἁγιασμοῦ. Ὁ ἀληθινός χριστιανός, ὅμως, πού ἐπιθυμεῖ τήν ἕνωσή του μέ τόν Νυμφίο Χριστό, πού ἔχει Αὐτόν ὡς κέντρο καί σκοπό τῆς ζωῆς του καί πού ἀγωνίζεται γιά νά κερδίσει τήν οὐράνια Βασιλεία Του, βρίσκει μέσα στίς θλίψεις, τίς στερήσεις καί τήν κακοπάθεια τήν εἰρήνη καί τήν χαρά τοῦ Θεοῦ. Βρίσκει τήν ἀνάπαυση, τήν εὐτυχία, τήν ὀμορφιά, τήν γλυκύτητα, τήν οὐράνια παρηγοριά. Γνωρίζει καλά πώς ὅλα αὐτά δέν εἶναι παρά οἱ ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ στήν ζωή του. Δέν εἶναι παρά ἡ ἐκδήλωση τῆς διακριτικῆς στοργῆς καί τῆς παιδαγωγικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ φροντίδα καί τό ἐνδιαφέρον Του γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
Σχολιάζοντας τήν σύγχρονη κατάσταση, ὁ μακαριστός καί πολυφίλητος γέροντας καί συγγραφέας Μωϋσῆς ἁγιορείτης ἔγραφε: «Ἡ σύγχρονη ὑπερκαταναλωτική κοινωνία μᾶς ὠθεῖ στό εὔκολο, τό γρήγορο, τό ἄκοπο, τό ἄμοχθο, τό ἄπονο, τό πλούσιο, τό φανταχτερό καί πολυδιαφημιζόμενο. Ἀποτέλεσμα ἡ ἄνεση νά δίνει ἀνία, τό πολυμέριμνο, διάσπαση, ταραχή καί ἄγχος, τό ἄμοχθο, νωχέλεια, ρουτίνα, νευρικότητα, ἀϋπνία καί φοβίες, τό ἄπονο, φαντασίες, μειονεξίες, καχυποψίες καί μύριες ψυχολογικές ταλαιπωρίες»5.
Καί ὁ Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης παρατηρεῖ: «Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ὑποδουλώνεται στίς κατακτήσεις του καί παρασύρεται ἀπό τήν καταναλωτική μανία. Ἐργάζεται λιγότερο καί ὑποφέρει περισσότερο. Ζεῖ πλουσιότερα καί αἰσθάνεται φτωχότερος. Πολλαπλασιάζει τίς εὐκολίες του καί αὐξάνει τό ἄγχος του. Πληθαίνει τίς ἀπολαύσεις του καί μεγαλώνει τή δυστυχία του. Ταυτίζει τήν ὕπαρξή του μέ τά μέσα καί τίς ἀνέσεις του. Καί ὅταν βλέπει νά χάνονται αὐτά, νομίζει ὅτι χάνεται ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή του. Ἔτσι τό πνευματικό κενό του αὐξάνει μαζί μέ τήν αὔξηση τοῦ πλούτου καί τῶν ἀνέσεών του»6.
Ὁ δέ προσφιλέστατος Ἅγιός μας, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης, ἔλεγε μέ τόν πάντοτε χαριτωμένο λόγο του: «Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα δέν γεύτηκαν τήν χαρά τῆς θυσίας καί δέν ἀγαποῦν τόν κόπο. Μπῆκε ἡ τεμπελιά, τό βόλεμα, ἡ πολλή ἄνεση. Ἔλειψε τό φιλότιμο, ἡ θυσία. Θεωροῦν κατόρθωμα, ὅταν καταφέρνουν χωρίς κόπο νά πετύχουν κάτι, ὅταν βολεύωνται. Δέν χαίρονται, ὅταν δέν βολεύωνται. Ἐνῶ, ἄν ἀντιμετώπιζαν τά πράγματα πνευματικά, θά έπρεπε τότε νά χαίρωνται, γιατί τούς δίνεται εὐκαιρία γιά ἀγώνα»7.
Καί σέ ἄλλο σημεῖο συμπληρώνει: «Ἐπειδή οἱ ἀνθρώπινες εὐκολίες ξεπέρασαν τά ὅρια, ἔγιναν δυσκολίες. Οἱ πολλές εὐκολίες, ὅταν ξεπερνοῦντὰ ὅρια, τὸν ἀχρηστεύουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τεμπελιάζει. Ἐνῶ μπορεῖ νὰ γυρίση κάτι μὲ τὸ χέρι, σοῦ λέει: “Ὄχι, καλύτερα νὰ πατήσω ἕνα κουμπί καὶ νὰ γυρίση μόνο του”! Ὅταν συνηθίζη κανεὶς μὲ τὸ εὔκολο, θέλει ὅλο εὔκολα μετά. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ δουλεύουν λίγο καὶ νὰ πληρώνονται πολύ. Ἄν γίνεται νὰ μή δουλεύουν καὶ καθόλου, ἀκόμη καλύτερα! Αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἔχει προχωρήσει καὶ στὴν πνευματική ζωή, θέλουμε νὰ ἁγιάσουμε δίχως κόπο»8.
Δυστυχῶς, ἀδελφοί, ἀκόμη καί ἐμεῖς πού λέμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί, ἄνθρωποι, δηλαδή, πού βρισκόμαστε κοντά ἤ μέσα στήν Ἐκκλησία, φανταζόμαστε καί ζητᾶμε μία πνευματική ζωή κομμένη καί ραμμένη στά μέτρα μας, χωρίς κόπο, χωρίς πόνο, χωρίς δάκρυ, χωρίς μάτωμα. «Οὐ ζῶμεν μετά τῆς προσηκούσης τοῖς Χριστιανοῖς σκληραγωγίας· ἀλλά τόν ὑγρόν τοῦτον καί διαλελυμένον καί χαῦνον ἐζηλώσαμεν βίον»9. Δέν ζοῦμε, δηλαδή, βίο σκληραγωγίας, ὅπως ἁρμόζει στούς χριστιανούς· ἀλλά ζηλέψαμε τόν μαλθακό καί παραλελυμένο καί νωθρό τοῦτο βίο, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο. Ἐπιθυμοῦμε τήν ἐξασφάλιση τῆς σωτηρίας μας ἄκοπα καί ἀνέξοδα. Δέν κατανοοῦμε καί δέν ἀποδεχόμαστε τό γεγονός ὅτι ἡ σωτηρία μας μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ κυρίως μέσω δυσκολιῶν, θλίψεων καί πειρασμῶν, καθώς, ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, «ὁ δρόμος γιά τόν Θεό εἶναι ἕνας καθημερινός σταυρός. Κανείς δέν πῆγε στόν οὐρανό μέ ἄνεση»10. Καί σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, «τίποτα δέν εἶναι τόσο ἀνάρμοστο καί ξένο στόν χριστιανό ἀπό τό νά ἐπιζητᾶ τήν ἄνεση καί τήν ἀνάπαυση»11.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό μέ πόσο μελανά χρώματα περιγράφει θρηνώντας ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τούς ἐχθρούς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, τῶν ὁποίων τό τέλος θά εἶναι ἡ ἀπώλεια, ὁ θεός τους εἶναι ἡ κοιλία, καυχῶνται γιά τήν καταισχύνη τους καί ἡ σκέψη τους εἶναι στά γήινα πράγματα. «Πολλοί γάρ περιπατοῦσιν, οὕς πολλάκις ἔλεγον ἡμῖν, νῦν δέ κλαίων λέγω, τούς ἐχθρούς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὧν τό τέλος ἀπώλεια, ὧν ὁ Θεός ἡ κοιλία καί δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν, οἱ τά ἐπίγεια φρονοῦντες»12.
«Καί ποιοί εἶναι αὐτοί; -διερωτᾶται ὁ ἱερός Χρυσόστομος- “Οἱ τά ἐπίγεια φρονοῦντες”, ἐκεῖνοι πού λέγουν: Θά κτίσουμε οἰκίες. Ποῦ; Στήν γῆ. Θά ἀγοράσουμε κτήματα, πάλι στήν γῆ. Θά ἀποκτήσουμε ἐξουσία. Πάλι ἐπί γῆς. Θά ἀποκτήσουμε δόξα. Πάλι ἐπί γῆς. Θά πλουτίσουμε, ὁπωσδήποτε ἐπί γῆς. Νά γιά ποιούς ὁ θεός εἶναι ἡ “κοιλία”! Γιά ἐκείνους, πού τίποτε τό πνευματικό δέν σκέπτονται, παρά εἶναι ἀπασχολημένοι μόνον μέ τή φροντίδα καί τούς λογισμούς τῶν ἐπιγείων. Πράγματι, αὐτοί ἔχουν τήν “κοιλία” ὡς Θεό τους καί λέγουν, “φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν”»13.
Δυστυχῶς ὁ λιτός βίος, πού συντρόφευε τοὺς Ἕλληνες ἀνά τούς αἰῶνες, παραχώρησε τὴν θέση του στὸν καταναλωτισμὸ καὶ τὴν καλοπέραση. Ἐξέλιπε αὐτό πού γνώριζε καλά καί βίωνε ὁ λαός μας, διδαγμένος ἀπό τόν Ἀριστοτέλη καί τήν ἀρχαία ἑλληνική σοφία, ἡ αἴσθηση, δηλαδή τοῦ μέτρου, ἡ εὐλογημένη καί πάντοτε ἐπιτυχημένη μεσό της, τό «μέτρον ἄριστον» τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων· ἡ ἁπλότητα, ἡ λεπτή ὀμορφιά, ἡ λιτή καί ἀπέριττη ἔκφραση· τό μέτρο στήν ζωή, στίς ἀπολαύσεις, στίς δραστηριότητες, στίς ἐκδηλώσεις, στίς ἐπιδιώξεις, στά κέρδη. Ὁ Σωκράτης, βλέποντας πολλές φορές τά πολλά ἀγαθά πού πωλοῦνταν στήν ἀθηναϊκή ἀγορά, μονολογοῦσε: «‘‘Πόσα πολλά ἀγαθά ὑπάρχουν πού ἐγώ δεν τά χρειάζομαι’’. Καί καμάρωνε γιά τή φτώχεια καί τήν ἁπλότητά του καί ποτέ δέν εἰσέπραξε κανένα μισθό. Καί ἐπειδή εἶχε ἀνάγκη ἀπό ἐλάχιστα γιά νά ζήσει, βρισκόταν πάρα πολύ κοντά στούς θεούς»14. Καί ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος Πυθαγόρας ἔλεγε ὅτι μιά πόλη καταστρέφεται ὅταν «εἰσιέναι πρῶτον τρυφήν, ἔπειτα κόρον, εἴτα ὕβριν μετὰ δὲ ταῦτα ὄλεθρον»15. Δηλαδή ὅταν εἰσέρχεται στίς πολιτεῖες πρῶτα ἡ πολυτέλεια καί ἡ ἡδυπάθεια, κατόπιν ὁ κορεσμός, ἔπειτα ἡ ἀλαζονεία καὶ ὕστερα ὁ ὄλεθρος (ἡ καταστροφή).
Ἐμεῖς, ἀντίθετα, προσκολλημένοι στά ἐπίγεια ἀγαθά, καί ἀχάριστα σκεπτόμενοι καὶ πολιτευόμενοι, μακρυνθήκαμε ἀπό τὸ Θεό, γιὰ νὰ ἰσχύσει καὶ γιὰ μᾶς αὐτὸ ποὺ γράφτηκε στό βιβλίο τοῦ Δευτερονομίου γιὰ τὸν Ἰσραήλ: «Καὶ ἔφαγεν Ἰακὼβ καὶ ἐνεπλήσθη, καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος, ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη· καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ»16. Δηλαδή, ἔφαγε ὁ ἰσραηλιτικός λαός καί χόρτασε μέ τό παραπάνω. Καί ὅμως ὁ ἠγαπημένος αὐτός λαός κλώτσησε τόν Θεό. Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ηὐξήθη εἰς λαόν πολύν καί ὅμως ἐγκατέλιπε τόν Θεό τόν δημιουργό του καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό τόν σωτήρα του. Ἔφαγε ὁ λαὸς, χόρτασε, πάχυνε καὶ ξέχασε τὸ Θεό! Μήπως μᾶς θυμίζει, ἐν πολλοῖς, καί τήν ἐποχή μας;
Ἡ ἄνεση ἀσκεῖ, ἐπίσης, μία ἰδιόμορφη βία καί ἀποσυνθέτει τήν πνευματική μας ὑπόσταση, ἡ ὁποία, ὅταν δέν ἀκολουθεῖ τό ὀρθόδοξο ἦθος τῆς ἀσκήσεως, μᾶς ὁδηγεῖ στήν ὑποδούλωση τῶν παθῶν. Ἡ ἄνεση, ἡ εὐκολία, ἡ καλοζωία, ὁ πλοῦτος καί ἡ εὐμάρεια, στά ὁποῖα ἐθιζόμαστε καί ἀπό τά ὁποῖα δέν διανοούμαστε κἄν νά ἀπεγκλωβιστοῦμε, μᾶς εἰσάγουν σέ ἕναν μονόδρομο ἀπό τόν ὁποῖο τελικά ἀδυνατοῦμε νά ἐπιστρέψουμε. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ὅλες οἱ κυβερνήσεις μᾶς ὑπόσχονται καί μᾶς παρέχουν συνεχῶς πλεῖστες ὅσες ἀνέσεις καί εὐκολίες σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ζωῆς, κυρίως στόν τεχνολογικό καί ψηφιακό, ἀπό τίς ὁποῖες δέν θά μποροῦμε νά ἀποδράσουμε.
Ἡ ἄνεση, ὅπως καί ὁ φόβος, καί ἰδιαιτέρως ὁ φόβος τοῦ θανάτου, δημιουργοῦν ἰσχυρή καί διαρκή ψυχολογική ἐξάρτηση καί βία, στήν ὁποία βασίζονται ὅλα τά συστήματα ἐλέγχου τῶν ἀνθρώπων. Τό καθεστώς παγκόσμιου φόβου καί τρομοκρατίας, πού τόσο καθαρά τό βλέπουμε πλέον νά ἑδραιώνεται τά τελευταῖα χρόνια, εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς ὁλοκληρωτικῆς βίας σέ βάρος τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, πού ἀσκεῖται ἀπό τήν Νέα Ἐποχή καί τήν Νέα Τάξη Πραγμάτων. Ἡ σθεναρή ἀντίσταση σέ αὐτή τήν βία, ἡ ἀνυπακοή στό σύστημα ἐξουσίας καί ἐλέγχου θά ἔχει ὡς συνέπεια τόν βίαιο ἀποκλεισμό καί τήν στέρηση ὅλων τῶν δικαιωμάτων, τῶν ἐλευθεριῶν καί τῶν παροχῶν. Ἡ ἀντίσταση αὐτή μπορεῖ νά γίνει μέ τήν χάρη, τήν εὐλογία καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, μέ ἠρωικό καί ὁμολογιακό φρόνημα, προσευχή καί μετάνοια.
Ὁ φόβος γενικά προκαλεῖται ἀπό τόν κίνδυνο τῆς στέρησης, ἀπό τόν κίνδυνο νά πονέσουμε ἤ νά ὑποβληθοῦμε σέ κάποια δοκιμασία. Ἡ αἴσθηση, ὅτι μπορεῖ νά μήν ἀπoλαύσουμε ὅσα ἐπιθυμοῦμε ἤ ὅτι θά ἀπωλέσουμε αὐτά στά ὁποῖα εἴμαστε προσκολλημένοι ἤ ὅτι θά ἐκδιωχθοῦμε, μᾶς προκαλεῖ ἔντονο καί διαρκή φόβο καί ψυχολογική βία.
Ὁ φόβος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας καί εἰσῆλθε στόν ἄνθρωπο μέσω τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος σημειώνει ὅτι «ἡ δειλία τοῦ θανάτου εἶναι φυσικό ἰδίωμα τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖο ὀφείλεται στήν παρακοή τοῦ Ἀδάμ. Ὁ τρόμος ὅμως τοῦ θανάτου ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχουν ἁμαρτίες γιά τίς ὁποῖες δέν ἐδείχθηκε μετάνοια»17. Γι’ αὐτό καί ὅταν ὁ Θεός ἀναζητᾶ τόν Ἀδάμ μετά τήν παρακοή καί τόν καλεῖ «Ἀδάμ ποῦ εἶ;», ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀδάμ ἦταν «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα καὶ ἐφοβήθην»18.
Ἡ παρακοὴ τῶν πρωτοπλάστων στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἄλλαξε τὴν πορεία τῆς ζωῆς τους καί κατά συνέπεια ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἡ πτώση δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ὑποβάθμιση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπώλεια μιᾶς ἀξιολογικά καλῆς θέσης. Εἶναι ἀλλαγή τοῦ τρόπου ὑπάρξεως, ἔκπτωση ἀπό τήν ἀληθινή ζωή. Ἄλλωστε, ἡ συνειδητοποίηση τῶν πρωτοπλάστων ὅτι ἤταν γυμνοί, ἡ ντροπή πού αὐτή ἡ γυμνότητα προκαλεῖ, ἡ ἀγωνία καί ὁ φόβος τῆς συνάντησης τῶν πρωτοπλάστων μέ τόν Θεό, ἡ δικαιολογία, ἡ μετάθεση τῆς εὐθύνης, ἡ προσπάθεια γιά ἀτομική δικαίωση, ἡ ἀμετανοησία καί ἡ αὐτοάμυνα τῆς ἀτομικότητας δείχνουν αὐτό ἀκριβῶς: Tόν φόβο τοῦ ἀνθρώπου μπροστά σέ μιά νέα πραγματικότητα, πού εἶναι τό «ἀτομικῶς ὑπάρχειν», δηλαδή, στήν διακοπή τῆς θεοκοινωνίας, τῆς ἀγαπητικῆς σχέσης Θεοῦ καί ἀνθρώπου.
Ὡς συνέπεια, βεβαίως, τῆς πτώσεως καί τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, εἰσῆλθαν στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἡ φθορά καί ὁ θάνατος. Ὁ θάνατος ὑπῆρξε ἡ ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου νά ζήσει μακριά ἀπό τόν Θεό καί ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας εἶναι αὐτός πού δημιουργεῖ καί τροφοδοτεῖ τά πάθη. Καθώς ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τό ἀναπόφευκτο τοῦ θανάτου, ἀναπτύσσεται μέσα του ἕνα ἰσχυρό αἴσθημα αὐτοσυντηρήσεως, ἕνα εἶδος αὐτοάμυνας καί καταλήγει νά ἀποζητᾶ τήν ἀσφάλεια στήν πληθώρα τῶν ἀνέσεων, στήν εὐδαιμονία, στίς ἡδονές, στήν καταξίωση, στήν δόξα, στά πλούτη, στίς ὑλικές ἀπολαύσεις, στήν θεοποίηση τῆς ἐπιστήμης.
Ὅπως τονίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ὅποιος φοβᾶται τόν θάνατο, γίνεται δοῦλος καί δέχεται τά πάντα γιά νά μήν πεθάνει»19. Γι’ αὐτό καί μᾶς τονίζει «νά μήν φοβούμεθα τόν θάνατο, ἀλλά νά φοβούμεθα μόνο τήν ἁμαρτία καί γιά ἐκείνη νά λυπούμεθα»20.
Ἡ ἄρνηση ἀπό τόν ἄνθρωπο νά δεχθεῖ τόν Θεάνθρωπο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό ὡς Σωτήρα καί Λυτρωτή του εἶναι ἡ ἐπανάληψη τῆς πτώσεως τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ ὑποβιβασμός ἀπό τήν θεανθρωπότητα στήν ἀνθρωπότητα· ἡ αὐτοθέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ προσπάθειά του, δηλαδή, νά θεωθεῖ μὲ τὶς δικές του δυνάμεις. Ἡ φιλοδοξία τῶν πρωτοπλάστων ὅτι μποροῦν νά γίνουν θεοί «δίχα Θεοῦ καί πρό Θεοῦ καί οὐ κατά Θεόν»21 (δηλ. χωρίς τόν Θεό, πρίν ἀπό τόν Θεό καί ὄχι κατά Θεόν), καθίσταται καί σήμερα αὐτοσκοπός. Ἕνας αὐτοσκοπός αὐτοκαταστροφικός, μάταιος καί ἀνέφικτος, χωρίς ἀληθινό νόημα, χωρίς προοπτική, χωρίς ἐλπίδα.
Ὅπως ἔγραφε ὁ μακαριστός παπα-Γιώργης μας ὁ Μεταλληνός: «Μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας συνειδητοποιοῦμε πώς δὲν ὑπάρχουν τραγικότερες ὑπάρξεις ἀπὸ τοὺς “μὴ ἔχοντας ἐλπίδα” (Α´ Θεσ. δ´ 13) – ἐλπίδα δηλαδὴ ἀναστάσεως. Διότι βλέπουν τὸν βιολογικὸ θάνατο ὡς τέλος καὶ καταστροφή τους. Σ᾿ αὐτὴ τὴν τραγικότητα ὑποκύπτει, δυστυχῶς, καὶ ἡ ἐπιστήμη, ἀναζητώντας ἀπεγνωσμένα μεθόδους γιὰ παράταση τῆς ζωῆς, μεταγγίζοντας τὴν ψευδαίσθηση ὑπερνίκησης κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ φυσικοῦ θανάτου»22.
Πρόκειται γιά τήν ἀντιστροφή τῆς δημιουργικῆς καί γνωστικῆς ἱκανότητος πού χάρισε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, ὁ Ὁποῖος «ἔδωκεν ἐπιστήμην τοῖς ἀνθρώποις ἐνδοξάζεσθαι ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ»23. Βλέπουμε,ἔτσι, στίς μέρες μας νέες ἐπιστῆμες, ὅπως εἶναι ἡ βιοτεχνολογία, ἡ νανοτεχνολογία, ἡ νευροθεολογία, ἡ κυβερνητική, ἡ γενετική μηχανική, ἡ νέα εὐγονική, συνδυαζόμενες μέ τήν τεχνητή νοημοσύνη, νά εὐαγγελίζονται τήν «ἀναβάθμιση» τοῦ ἀνθρώπου, «τήν ὑπέρβαση τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους ἀπό τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο»24, τήν ὑπέρβαση τοῦ βιολογικοῦ θανάτου καί τήν κατάκτηση τῆς πολυπόθητης ἐπίγειας ἀθανασίας!
Γιά τούς χριστιανούς, ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τήν γενέθλιο ἡμέρα στήν καινούργια αἰώνιο ζωή, εἶναι τό πέρασμα γιά τήν μόνιμη καί αἰώνιο κατοικία τους. Γι’ αὐτό καί τούς ἁγίους μας τούς ἑορτάζουμε καί τούς τιμᾶμε τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς τους καί ὄχι τήν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς τους. Ἡ κοίμηση τῶν ἁγίων ἀποτελεῖ κορυφαῖο γεγονός γιά τήν Ἐκκλησία, πανήγυρη, ἑορτή καί χαρά καί γιά τούς πιστούς.
Προσφιλέστατοι ἀδελφοί μας,
Τό μόνο σίγουρο εἶναι ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ζωή, ὅτι ὑπάρχει Κόλαση καί Παράδεισος. Μᾶς τό βεβαιώνει αὐτό ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας μέ τόν λόγο Του καί τήν λαμπροφόρο Ἀνάστασή Του· μᾶς τό βεβαιώνουν τά ἁγιογραφικά καί ἁγιοπατερικά κείμενα· μᾶς τό βεβαιώνει ἡ ζωή καί ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπί δύο χιλιάδες χρόνια· μᾶς τό βεβαιώνουν οἱ μυριάδες τῶν Ἁγίων μας διαχρονικά μέ τά λόγια τους, μέ τά ἔργα τους, μέ τά θαύματά τους καί τίς ἐμφανίσεις τους.
Ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός μεγάλος θεολόγος καί Καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά δοῦν [τόν Θεό], τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, καί ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἔχουν τό ἴδιο τέλος. Ὅλοι βέβαια θά δοῦν τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ μία διαφορά: Οἱ μέν σεσωσμένοι θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς γλυκύτατον καί ἀνέσπερον, οἱ δέ κολασμένοι, θά δοῦν τήν ἴδια δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς πῦρ καταναλίσκον, σάν φωτιά πού θά τούς [κατα]καίη... Ἡ βίωσις, δηλαδή, αὐτοῦ τοῦ Φωτός θά εἶναι διαφορετική στούς μέν ἀπό τούς δέ»25. Τό ἄκτιστο φῶς, κατά τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ὅσο βέβαια εἶναι δυνατό τά κτιστά λόγια νά περιγράψουν τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου, εἶναι ἡ ἄκτιστη καί θεοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Τό θεῖο αὐτό φῶς εἶναι ἀνέσπερο, γλυκύτατο, χαριέστατο καί ἀκραιφνέστατο (καθαρώτατο) φῶς, ἄναρχο καὶ ἀΐδιο, ὁμοιόμορφο, ἀκέραιο, πού ἐμπλουτίζει καί πληροῖ τόν ἀνακαινιζόμενο ἄνθρωπο ψυχοσωματικά μέ ὑπερκόσμια καί ἀκατάληπτη εὐφροσύνη καί ἀνέκφραστη ἡδονή, εἰρήνη, χαρά καί ἱλαρότητα καί εἶναι πηγή ὑπερφυῶν χαρισμάτων καί ἀποκάλυψη οὐρανίων μυστηρίων.
Προσφιλέστατοι ἀδελφοί μας,
Ζοῦν οἱ ψυχές τῶν προσφιλῶν κεκοιμημένων μας· διατηροῦν ζωντανές τίς πνευματικές λειτουργίες καί δυνάμεις τους· ἔχουν πλήρη τήν αὐτοσυνειδησία τους· ἔχουν συναίσθηση τῆς καταστάσεώς τους καί εἶναι ἀναγνωρίσιμες· περιμένουν μέ λαχτάρα τήν στιγμή, κατά τήν δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ, πού θά λάβουν καί πάλι μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ τό δικό τους ἀναστημένο καί ἀνακαινισμένο σῶμα, ὥστε νά ἀνασυγκροτηθεῖ καί πάλι ὁ ὅλος ἄνθρωπος.
Σύμφωνα μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ νέες ἰδιότητες τοῦ ἀναστημένου μας σώματος θά εἶναι ἀθανασία, ἀφθαρσία καί ἀτρεψία (δηλαδή ἀδυναμία νά τραπεῖ ὁ ἀναστημένος ἄνθρωπος πρός τήν ἁμαρτία). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν θὰ ἀρρωσταίνει, δὲν θὰ πονᾶ, δὲν θὰ γερνᾶ. Οὔτε θὰ ἔχει καὶ τὰ λεγόμενα «ἀδιάβλητα» πάθη, ὅπως εἶναι ἡ πείνα, ἡ δίψα, ἡ κούραση, ἡ ἀσθένεια κ.λπ. Τό ἀναστημένο καί ἀνακαινισμένο σῶμα, χωρίς νά χάνει τήν κτιστότητά του, θά εἶναι ἐξωτερικά ὅπως αὐτό πού εἶχε κάθε ἄνθρωπος πρίν ἀπό τό θάνατο, μέ τήν ἴδια μορφή καί σχῆμα, ἀλλά μέ διαφορετική λειτουργικότητα, καθώς θά ἔχει ἀνακαινισθεῖ. Ὁ θεωμένος ἄνθρωπος θά εἶναι περιγραπτός (σῶμα, μορφή), θά ὑπάρχει ἐν τόπῳ περιορισμένῳ καί περιγεγραμμένῳ. Τό σῶμα του θά εἶναι «τριχῇ διαστατόν», δηλαδή, θά ἔχει τρεῖς διαστάσεις (ὕψος, μῆκος, πλάτος), ἀλλά χωρίς βάρος. Ἡ ἀνάσταση θά εἶναι κοινή ὑπόθεση γιά δικαίους καί ἀδίκους. Θά ἀναστηθοῦν ὅλοι, μέ τή μόνη διαφορά ὅτι οἱ μέν δίκαιοι θά ἀναστηθοῦν «εἰς ζωήν αἰώνιον», οἱ δέ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί «εἰς αἰσχύνην» αἰώνιον26. Εἶναι, ἄλλωστε, δέδομένο ὅτι στήν ἄλλη ζωή δέν ὑπάρχει μετάνοια.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας καί ἡ κοινή ἀνάσταση ὅλων μας εἶναι τά δύο βασικά δόγματα, πάνω στά ὁποῖα στηρίζεται ὁλόκληρη ἡ χριστιανική διδασκαλία. Χωρίς πίστη στά δύο βασικά αὐτά δόγματα δέν μποροῦμε, οὔτε νά λεγόμαστε οὔτε νά εἴμαστε ἀληθινοί ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Χωρίς πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν δέν ὑπάρχει χριστιανισμός· δέν ἔχει κανένα νόημα ἡ πίστη μας. «Eἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται· εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν»27, διεκήρυσσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε ὅτι «ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του μᾶς πέρασε ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Γι’ αὐτό “θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ἄδου τήν καθαίρεσιν”. Χάθηκε ὁ θάνατος... Τώρα δέν ὑπάρχει χάος, θάνατος, νέκρωση, ἄδης. Τώρα ὅλα χαρά, χάρις στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀναστήθηκε μαζί Του ἡ ἀνθρώπινη φύση. Τώρα μποροῦμε καί μεῖς νά ἀναστηθοῦμε, νά ζήσουμε αἰώνια κοντά Του... Τί εὐτυχία ἡ Ἀνάσταση!»28.
Αὐτή τήν ἀληθινή χαρά καί εὐτυχία, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, στερούμαστε δυστυχῶς καί ἀρνούμαστε πολλές φορές μπροστά στήν ἀκόρεστη ἐπιθυμία μας γιά γήινες ἀπολαύσεις καί ἀνέσεις, πού μᾶς ἀπορροφοῦν καί μᾶς ἀποπροσανατολίζουν ἀπό τόν κύριο σκοπό τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι ὁ ἁγιασμός καί ἡ θέωση. Θυσιάζουμε, ἔτσι, τίς περισσότερες φορές τίς πνευματικές καί οὐράνιες χαρές γιά νά κερδίσουμε τίς πρόσκαιρες καί ἐφήμερες. Κυριευμένοι ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου ζοῦμε καί συμπεριφερόμαστε ὡς μόνιμοι κάτοικοι αὐτῆς τῆς γῆς καί ὄχι ὡς ἔνοικοι καί ὁδίτες, ζοῦμε καί πορευόμαστε χωρίς τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητος.
Ἄς ἀκούσουμε τήν φωνή τοῦ Κυρίου μας ἀπό τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη: «Μή φοβοῦ˙ ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος καί ὁ ζῶν, καί ἐγενόμην νεκρός, καί ἰδού ζῶν εἰμί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων»29.
Καί τήν ἑρμηνεία ἀπό τόν Ἅγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς: «Μή φοβᾶσαι, διότι ἐγενόμην νεκρός, καί ἰδού ζῶν εἰμι. Μή φοβᾶσαι οὔτε τόν θάνατο! Ἐγώ εἰμι πρίν ἀπό τόν θάνατο καί μετά τόν θάνατο... Ἐγώ εἶμαι ὁ Δεσπότης τοῦ θανάτου καί τῆς ζωής. Μή φοβᾶσαι! Ἰδού ζῶν εἰμι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι παραμένουν σ’ Ἐμένα πιστοί καί δέν φοβοῦνται, αὐτοί θά ζοῦν μαζί Μου! [Στήν ἀτελεύτητο αἰώνια Βασιλεία Μου!] Μή φοβοῦ! Ἐγώ εἰμι τό Α καί τό Ω.
Σοί πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων! Ἀμήν»30.
Μετεώρων Λιθόπολις, Κυριακή 22 Ἰανουαρίου 2023
Λουκ. 2, 10
Λουκ. 14, 27
Ματθ. 7, 14
Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη, Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ και η σημασία του στην ζωή μας, ἔκδ. Ἱερά Μονή Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1997, σελ. 39-40
Μοναχοῦ Μωϋσέως ἁγιορείτου, Ὁ ἅγιος πόνος, ἔκδ. Κέντρο Βιοϊατρικῆς Ἠθικῆς καί Δεοντολογίας, Ἀθήνα 2005, σελ. 189
Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 544
Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Ἱερό Ἡσυχηστήριο Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2003, σελ. 237
Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ. 143-144, 153
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἀνδριάντας Ὁμιλία 6, 3, ΕΠΕ 32, σελ. 165
Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, Λόγος Δ΄, παρ. 5, Φιλοκαλία 8Α, Πατερικές ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 140
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Φιλιππησίους 13, ΕΠΕ 22, σελ. 8-10
Φιλιπ. 3, 19
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅ.π.
Διογένη τοῦ Λαέρτιου, Βίοι καί γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, Σωκράτης, 2.25 καί 2.27
Στοβαίου Ἀνθολόγιον, κεφ. ΜΓ΄ Περί Πολιτείας (τ. 123), Βιβλιοθήκη Ἀρχαίων Ἑλλήνων Πεζογράφων καί Ποιητῶν, μτφ. Ε. Κ. Λιακάκου, Ἐκδ. Οἶκος Ἰ. κ΄ Π. Ζαχαροπούλου, Ἀθῆναι Στοά Ἀρσακείου 1940, παρ. 79
Δευτερον. 32, 15
Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος Στ΄, Περί μνήμης θανάτου, 3, Ἔκδ. Ἱερά Μονή Παρακλήτου 1999, σελ. 134: «Δειλία μέν θανάτου ἒστίν, ἰδίωμα φύσεως ἐκ παρακοῆς προσγινόμενον· τρόμος δέ θανάτου ἐστίν, ἀμετανοήτων πταισμάτων τεκμήριον».
Γέν. γ´ 10
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Ἑβραίους Ὁμιλία Δ΄, ΕΠΕ 24, σελ. 305: «Ὅτι ὁ τόν θάνατον δεδοικώς, δοῦλος ἐστι, καί πάντα ὑφίσταται ὑπέρ τοῦ μή ἀποθανεῖν»
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἀνδριάντας Ὁμιλία 5, 4, ΕΠΕ 32, σελ. 123: «Μή φοβώμεθα θάνατον,ἀλλά φοβώμεθα ἁμαρτίαν μόνον, καί δι’ ἐκείνην ἀλγῶμεν»
Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί Διαφόρων Ἀποριῶν, Φιλοκαλία Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν, σελ.194
Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ἀνάσταση: Ἡ νέκρωση τοῦ θανάτου μας, ἐφημερίδα Παρὸν τῆς Κυριακῆς, 19-04-2009
Σοφία Σειράχ, 38, 6
Γ. Κολέμπας, Τά Μεταλλαγμένα καί ὁ “Μετάνθρωπος”, Δίκτυο ἐνάντια στά μεταλλαγμένα (GMOst-op.org)
Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, ἔκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 47-48
Ἰω. 5, 28-29
Α΄ Κορ. 15, 13-14. Μτφ.: «Ἄν δέν ὑπάρχει, δηλαδή, ἀνάσταση νεκρῶν, τότε οὔτε ὁ Χριστός ἔχει ἀναστηθεῖ. Καί ἄν ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀναστηθεῖ, τότε το κήρυγμά μας εἶναι χωρίς νόημα, τό ἴδιο καί ἡ πίστη σας.»
Ἁγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, περιοδικό Σύναξη, Πάσχα 1994
Ἀποκ. α΄ 17-18
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ὁ πρόλογος τῆς Ἀχρίδος, Μάρτιος, ἐκδ. Ἄθως, σελ. 195
Share this post