Νικόλαος Ξιώνης | Πανδημία & Ἐκκλησία

Οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ κι ἀκόμη χειρότερο οἱ κληρικοὶ ποὺ ἐμπιστεύονται τὸ νόμο τῶν ἀνθρώπων, τοὺς «εἰδικοὺς ἐπιστήμονες», καὶ ἀπορρίπτουν τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ μέ το: α) νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἰατρικὴ μάσκα ἐντὸς τοῦ Ναοῦ, β) νὰ ἀποφεύγουν τὴν προσκύνηση τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τῶν Εἰκόνων καὶ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων, γ) νὰ χρησιμοποιοῦν διαφορετικὲς Λαβίδες γιὰ τὴ Θεία Μετάληψη ἢ ἀπολυμαντικὰ ὑγρά, διότι θεωροῦν ὅλα αὐτὰ ὡς πιθανὲς αἰτίες μολύνσεως & δ) νὰ διακρίνουν τὴ Θεία Μετάληψη ἀπὸ τὴν κατ’ ἐνέργεια σύναξη τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἑρμηνεύοντας τὴ μυστηριακὴ κοινωνία ὡς ἁπλὴ συνάθροιση ἀνθρώπων, ἐπιστρέφουν ὡς σύγχρονοι Γαλάτες στὴν προτέρα κατάσταση τοῦ νόμου τῶν ἀνθρώπων. Ἐμπιστεύονται τὴν ἀνθρώπινη σοφία καὶ ἀπορρίπτουν τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Συμπεριφέρονται ἀνοήτως, κατὰ τὴν Παύλεια διατύπωση, διότι ἐνῷ ἄρχισαν νὰ ζοῦν πνευματικά, ἐπιστρέφουν τώρα στὸ σαρκικὸ καὶ εἰλώδη τρόπο ζωῆς. Γι’ αὐτό, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἀναθεματίζει αὐτοὺς ποὺ διαστρέφουν τὴν Ἀλήθεια καὶ προσπαθοῦν νὰ πείσουν τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴ θεολογικὴ ὀρθότητα τῶν προσωπικῶν τους ἀπόψεων, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τοὺς ὑπενθυμίζει ὅτι «ἐν νὸμῳ οὐδεὶς δικαιοῦται παρὰ τῷ Θεῷ, δῆλον· ὅτι ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται. ὁ δὲ νόμος οὐκ ἔστιν ἐκ πίστεως».
Ἡ ὀπισθοδρόμηση, βεβαίως, αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ ἔκπληξη γιὰ τὸν γνώστη τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης. Εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παραποιημένης ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία ἀντὶ νὰ θεμελιώνεται στὴν Πατερικὴ διδασκαλία καὶ νὰ ἐκφράζει τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καλλιεργεῖται ἐπὶ τῇ βάσει του θετικισμοῦ καὶ τοῦ ἐπιστημολογικοῦ συμβατισμοῦ, καὶ στηρίζεται σαφῶς στὴ δυτικὴ θεολογικὴ παράδοση, ἡ ὁποία ἐξαίρει τὴ φαινομενικὴ ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ ἀπορρίπτει τὴν Ἀλήθεια ποὺ βρίσκεται πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα. Ἀντιθέτως, γιὰ τὴν ἐκκλησιολογία τῶν Πατέρων, ἡ ὁποία ἑρμηνεύει τὴν ἐκκλησιαστικὴ σύναξη ὡς μυστηριακὴ κοινωνία τῶν μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μ’ αὐτὴν τὴν ἴδια τήν Κεφαλὴ τὸν Χριστό, ἡ παρουσία τοῦ πιστοῦ ἐντὸς τοῦ Ναοῦ σημαίνει τὴν ὑπέρβαση τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν στὶς ὁποῖες δὲν συμπεριλαμβάνεται μόνον ἡ διαβίωση, ἀλλὰ κι ἡ σωματικὴ ὑγεία καὶ δηλώνει σαφῶς τὴ συνειδητὴ μετοχὴ στὴν παρουσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ. Ἑπομένως, εἶναι ἀνεύθυνο καὶ ἐπιστημονικῶς θὰ ἔλεγα ἀπαράδεκτο κάποιος νὰ ὑποστηρίζει ὅτι ἐντὸς τοῦ Ναοῦ, σύμφωνα μὲ τὴ Θεολογία καὶ διδασκαλία τῶν Πατέρων μέσα στὸ ἐνεργειακὸ πλέγμα τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας τῆς κτιστῆς φύσεως μὲ τὸν ἄκτιστο Δημιουργὸ Θεό, ὅπως αὐτὴ ἡ κοινωνία περιγράφεται ἀπὸ τὴν Πατερικὴ διδασκαλία, ὑπάρχει ἡ φθορά, δηλαδὴ ἀπουσιάζει ἡ ζωοποιὸς θεία ἐνέργεια ποὺ ἐξαγιάζει καὶ συγκρατεῖ ὁλόκληρη τὴν κτιστὴ πραγματικότητα καὶ ἐν τέλει ἐπικρατεῖ ὁ θάνατος.
Ἡ ἀσθένεια κι ὁ θάνατος δὲν χαρακτηρίζει τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ὅσους μετέχουν αὐτῆς, ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ διαστρέφουν τὴν ἀλήθεια καὶ ἀρνοῦνται τὴ Θεότητα, ἐγκλωβιζόμενοι ἐγωιστικῶς στὸν ἑαυτό τους, στὴ δύναμη καὶ στὴν ἐξουσία τοῦ κτιστοῦ ὄντος. Ὁ φόβος τοῦ θανάτου ἀναφέρεται στοὺς ἤδη νεκρούς, ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «ἄφες τὸὺς νεκροὺς θάψαι τὸὺς ἑαυτῶν νεκρούς». Ὁ θάνατος ἀναφέρεται στοὺς μὴ Χριστιανοὺς καὶ ἀβάπτιστους, οἱ ὁποῖοι ἀδύναμοι νὰ φθάσουν στὴν ἐνοειδεία μὲ τὸ Θεό, παραμένουν ἄγευστοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς κι ἔτσι ἀποφεύγουν τὸ «συνωστισμὸ» τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον αὐτὴ ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιπες κοινωνικὲς συναθροίσεις καὶ ἐκδηλώσεις ἀποτελεῖ μιὰ ἁπλὴ συνάθροιση ἀτόμων. Ἔτσι, ἐμπράκτως ἀρνοῦνται την κατ’ ἐνέργειαν μυστηριακὴ κοινωνία ποὺ καθιστᾶ τὴν Ἐκκλησία Σῶμα Χριστοῦ κι ὡς ἐκ τούτου ἀρνοῦνται τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Ἡ ἄρνηση, ὅμως, τῆς κατ’ ἐνέργειαν παρουσίας τῆς Θεότητας εἶναι πολὺ πιὸ σημαντικὴ ἀπὸ τὴν ἀλλοίωση τῆς Πίστεως ἡ ὁποία ἐπιχειρεῖται ἀπὸ τὴν αἵρεση, διότι αὐτὴ δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ διαφοροποίηση ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἀποτελεῖ μιὰ διαφορετικὴ ἑρμηνεία τοῦ δόγματος, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς αἱρετικούς.
Ἡ ἄρνηση τῆς Θεότητας τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ὁποία στηρίζεται στὴν ἀμφιβολία κι ἄρνηση τῆς Θεϊκῆς Τοῦ δύναμης καὶ ἡ ὁποία βεβαίως ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀπόδοση τῶν θαυμάτων στὶς φυσικὲς δυνάμεις τῶν κτιστῶν ὄντων, ὅπως στὴν περίπτωση τῶν Φαρισαίων, ἢ μὲ τὴν ἀπόδοση τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου στὸ ἀνακαινισμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως συμβαίνει σήμερα στὴν ἐποχὴ τοῦ Covid-19, σημαίνει βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κι ὡς ἐκ τούτου εἶναι πολὺ σοβαρότερη ἀπὸ τὴν αἵρεση. Διότι ὁ Φαρισαῖος ἢ ὁ κατ’ ὄνομα μόνο Χριστιανός, δὲν προσπαθεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὸ Μυστήριο ὅπως κάνει ὁ αἱρετικός, ἀλλὰ ἀρνεῖται αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ Μυστήριο. Δὲν ἀλλοιώνει τὴν Πίστη στὴν προσπάθειά του νὰ Τὴν κατανοήσει, ἀλλὰ Τὴν ἀναιρεῖ ἀντιστρέφοντας τὴν Ἀλήθεια κι ἀποδίδοντας στὰ ἔργα τῆς Θεότητος ἰδιότητες καὶ συνθῆκες τῆς κτιστῆς φύσεως. Γι’ αὐτό, οἱ μὲν αἱρετικοὶ μποροῦν νὰ συνειδητοποιήσουν τὰ λογικὰ λάθη τῶν ἑρμηνευτικῶν τους προϋποθέσεων, νὰ μεταβάλουν τὸ θεωρητικὸ ὑπόβαθρο τῆς κακοδοξίας τους καὶ τελικὰ νὰ μετανοήσουν. Οἱ βλάσφημοι, ὅμως, θεωροῦν τὴν Πίστη καὶ τὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὑπερβολικά, καὶ ὡς ἀντι-επιστημονικὴ ἀντίληψη τῆς πραγματικότητας. Τοιουτοτρόπως, ἀρνοῦνται τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ κι ὡς ἐκ τούτου παραμένουν ἀμετανόητοι.
Ἡ ἄρνηση συνεπῶς τῆς Θεότητος εἶναι μία πράξη δαιμονικὴ καὶ ἐκφράζει τὴν ἀπόλυτη πνευματικὴ διαστροφὴ καὶ ὑπαρξιακὴ ἀλλοίωση πρὸς τὸ μὴ ὀν καὶ τὴν ἀνυπαρξία. Διότι ἡ βλασφημία δὲν σημαίνει μόνον τὴν ἀμφισβήτηση τῆς Θείας δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ αὐτὸν τὸν Ἴδιο, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀντιστροφὴ τῆς Ἀλήθειας. Καὶ τοῦτο διότι στὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ τοῦ Ὁποίου ὁ Χριστὸς τότε ἐξέβαλε τὰ δαιμόνια καὶ σήμερα ἀνακαινίζει διὰ τοῦ μυστηριακοῦ Σώματος τὸν κόσμο, οἱ βλάσφημοι ἀναγνωρίζουν τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις καὶ βλέπουν τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, συσκοτίζοντας πλήρως τὴν Ἀλήθεια καὶ ἀποκρύπτοντας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὰ σημεῖα τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως. Ἔτσι, τόσο τότε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καὶ σήμερα κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀποκεκαλυμμένης Ἀλήθειας καὶ ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, ἡ βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ πρέπει πάντοτε νὰ ἑρμηνεύεται εἴτε ἐν λόγῳ εἴτε ἐν ἔργῳ στὴν προοπτικὴ τῆς ἀντιστροφῆς τῆς Ἀλήθειας, βάσει τῆς ὁποίας ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἀντικατάστασή Του καὶ τὴ θεοποίηση τῶν κτιστῶν ὄντων.
Σ’ αὐτὴν τὴν προοπτική, ἡ ὁποιαδήποτε ἐκδήλωση ἀμφιβολίας κι ὡς ἐκ τούτου ἄρνηση τῆς σωτηριώδους θείας ἐνεργείας, εἴτε διστάζοντας νὰ κοινωνήσουμε τῶν Θείων Μυστηρίων καὶ νὰ συμμετέχουμε στὶς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε προβληματιζόμενοι καὶ φοβούμενοι νὰ ἀποφεύγουμε τὸν ἐκκλησιασμὸ καὶ τὴν προσκύνηση τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων καὶ Λειψάνων, ἢ νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν ἰατρικὴ μάσκα ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει τὴ βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν Πατερικὴ διδασκαλία, ἡ ὁποία κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου εἶναι ἀσυγχώρητη. Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ προβληματίζει τὸ σημερινὸ Χριστιανὸ κι ὅλως ἰδιαιτέρως τοὺς κληρικούς, οἱ ὁποῖοι, οἱ μὲν πρῶτοι μὲ τὴ βάπτισή τους στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, οἱ δὲ δεύτεροι μὲ τὴ χειροτονία τους ὡς διάκονοι καὶ ὑπόλογοι τῆς παρακαταθήκης ποὺ ἔλαβαν, ὄχι μόνο πρέπει νὰ μὴν βλασφημοῦν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐπιστρέφοντας κατὰ τὸν Παῦλο ἀνοήτως στὴν προ-βαπτισματική τους κατάσταση, ἀλλὰ καὶ νὰ προστατεύουν τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ μία τέτοια ὀλέθρια γιὰ τὴ ζωὴ τοὺς πράξη.
Σᾶς εὐχαριστῶ!
Share this post