Καθαρώτατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε τῆς αὐγῆς τὸ δροσᾶτο ὕστερο ἀστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δὲν ἀπερνοῦσε τ᾿ οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη·
καὶ ἀπὸ κεῖ κινημένο ἀργοφυσοῦσε τόσο γλυκὸ στὸ πρόσωπο τ᾿ ἀέρι,
ποὺ λὲς καὶ λέει μὲς τῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα· «Γλυκειὰ ἡ ζωή κι ὁ θάνατος μαυρίλα».
Χριστὸς Ἀνέστη! Νέοι, γέροι, καὶ κόρες, ὅλοι, μικροί, μεγάλοι, ἑτοιμαστῆτε·
μέσα στὲς ἐκκλησίες τὲς δαφνοφόρες μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτῆτε·
ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες ὀμπροστὰ στοὺς Ἁγίους, καὶ φιληθῆτε·
φιληθῆτε γλυκὰ χείλη μὲ χείλη, πέστε «Χριστὸς Ἀνέστη», ἐχθροὶ καὶ φίλοι.
Δάφνες εἰς κάθε πλάκα ἔχουν οἱ τάφοι, καὶ βρέφη ὡραῖα στὴν ἀγκαλιὰ οἱ μανάδες·
γλυκόφωνα, κοιτώντας τὲς ζωγραφισμένες εἰκόνες, ψάλλουνε οἱ ψαλτάδες·
λάμπει τὸ ἀσήμι, λάμπει τὸ χρυσάφι, ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χύνουνε οἱ λαμπάδες·
κάθε πρόσωπο λάμπει ἀπ᾿ τ᾿ ἁγιοκέρι, ὁποῦ κρατοῦνε οἱ Χριστιανοὶ στὸ χέρι.
«Ποιήματα καὶ Πεζά», ἐπιμέλεια - εἰσαγωγὲς Στυλιανὸς Ἀλεξίου, ἔκδοση Στιγμή, Ἀθήνα 1994.