Η ποίηση κρύβεται πίσω από απλά πράγματα
Αυτό που μας παροτρύνει ο Αριστοφάνης να κάνουμε είναι να δούμε ότι δεν υπάρχει ουσιαστικότερη πολιτική στάση για έναν πολίτη από το να είναι ενεργός, σε μια πορεία ολοκλήρωσης ως πρόσωπο.
Άρης Σερβετάλης | Συνεντεύξεις
Είναι μ’ αυτό το έργο, τα «Βατράχια» του Αριστοφάνη, που η σκηνοθέτιδα θα κάνει το Επιδαύριο ντεμπούτο της. Η αριστοφανική κωμωδία αναφέρεται σε μια Αθήνα σε βαθιά πολιτική και πνευματική κρίση –οποιαδήποτε σχέση με την πραγματικότητα είναι απλώς... συμπτωματική– όπου αξίες και θεσμοί διακυβεύονται ώσπου ο εμπνευστής του θεάτρου Διόνυσος αποφασίζει να σώσει τον, υπό κατάρρευση, κόσμο και ξεκινά ένα ταξίδι στον Κάτω Κόσμο.
Στόχος του, να φέρει πίσω τον σπόρο της αναγέννησης που δεν είναι άλλος από την ποίηση. Στην αναζήτηση του Ποιητή που θα αναστήσει, συνταξιδεύει με τον Ξανθία και, υπό την ηχητική υπόκρουση των βατραχιών που θορυβούν και υπό άλλα πολλά παράδοξα και αναπάντεχα, δραπετεύουν οι ανθρώπινες αδυναμίες που σύμφωνα με τον Αριστοφάνη μάλλον μας ακολουθούν μέχρι τον... Αδη. Το ίδιο όμως κάνει και ο Διόνυσος που, κατεβαίνοντας στον Αδη με αποστολή τη σωτηρία του κόσμου, ίσως να καταβυθίζεται και στην ίδια τη θεατρική δημιουργία.
Μα, θα σώσει το θέατρο τον κόσμο; Μπορεί να μη ρωτήσαμε ευθέως τον Άρη Σερβετάλη για το συγκεκριμένο θέμα στη συζήτησή μας που ακολουθεί, ωστόσο το ερώτημα πήρε την απάντησή του.
Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τον κόσμο του Αριστοφάνη;
Η πρόθεσή μας ήταν να ασχοληθούμε με μια κωμωδία και καταλήξαμε στους «Βατράχους», γιατί είναι ένα έργο πολύ ιδιαίτερο, καθώς εμπεριέχει και την κωμωδία και την τραγωδία ταυτόχρονα, μ’ έναν αριστουργηματικό τρόπο. Δεν είναι τυχαίο ότι ήταν το τελευταίο έργο του Αριστοφάνη.
Τί έχει να μας πει σε σχέση με το σήμερα;
Με έναν τρόπο καυτηριάζει τα γεγονότα της τότε επικαιρότητας που όμως δεν ήταν εκείνης μόνο, αλλά μας απασχολούν διαχρονικά. Το πως και σήμερα έχει αποπροσανατολιστεί η κοινωνία και έχουν «αφυδατωθεί» οι άνθρωποι και ποιες είναι οι αξίες τους πλέον. Τότε, ήταν μια περίοδος κατά την οποία η πόλη πέθαινε, ο κόσμος κατέρρεε. Για τον Αριστοφάνη χρειάζεται να κατέβει ο Διόνυσος στον Άδη για να αναστήσει τον Ποιητή προκειμένου να αφυπνίσει τους ανθρώπους και να εμπνεύσει την αρετή. Κι όλα αυτά, γίνονται μέσα σε μια άκρως κωμική κατάβαση του Διονύσου με τον υπηρέτη του τον Ξανθία. Αυτό είναι από μόνο του ένα παράδοξο. Το πως δηλαδή ο Αριστοφάνης αποδομεί και τους κανόνες, βάζοντας π.χ. τον Διόνυσο πάνω σε κοθόρνους που είναι ένα σύμβολο τραγωδίας, θέλοντας να υπογραμμίσει ότι αυτήν είναι μια τραγική πορεία που όμως συμβαίνει μέσα σ’ ένα κωμικό πλαίσιο. Μας δείχνει το πως η ζωή εμπεριέχει ταυτόχρονα και τα δύο, τις αντιθέσεις· πως τη μια στιγμή μπορεί να γελάς και την επόμενη να βιώσεις ένα δράμα.
Τί μας λέει για τη δική μας εποχή;
Αυτό που μας παροτρύνει ο Αριστοφάνης να κάνουμε είναι να δούμε ότι δεν υπάρχει ουσιαστικότερη πολιτική στάση για έναν πολίτη από το να είναι ενεργός, σε μια πορεία ολοκλήρωσης ως πρόσωπο. Κι ο μόνος τρόπος που μπορεί να συμβεί αυτό είναι μέσα από την ποίηση ώστε να βρούμε πάλι την ουσία και την ποιητικότητα που μπορεί να εμπνεύσει τον άνθρωπο να κοιτάξει τα ουσιώδη. Γιατί και τότε η διαφθορά των ανθρώπων που διοικούσαν αλλά και των πολιτών που τους απασχολούσαν τα μικροσυμφέροντά τους είχε οδηγήσει σε τέλμα όλη την κοινωνία.
Και ποιά είναι η πρόταση του Αριστοφάνη για την έξοδο από το τέλμα;
Η ενασχόληση με τα Βατράχια είναι η υπενθύμιση του να αναρωτιέσαι τι είναι ποίηση αλλά κι η διαπίστωση ότι η ποίηση κρύβεται πίσω από πολύ απλά πράγματα. Δεν χρειάζεται να είσαι ποιητής και να γράφεις στίχους, αλλά να είσαι ένας άνθρωπος ανοιχτός, να μπορείς να βιώσεις ένα βλέμμα, να πεις μια καλημέρα, να έχεις το χρόνο να αντιληφθείς τους ανθρώπους γύρω σου. Τώρα, τρέχουμε σαν παλαβοί με το κεφάλι κάτω, με ένα άγχος απεριόριστο για να προλάβουμε δεν ξέρω κι εγώ τι. (Τί άραγε; Είναι κι αυτό ένα ερώτημα.) Αυτοί οι ρυθμοί δεν μας αφήνουν το χρόνο να κοιτάξουμε δίπλα μας.
Σαν να μας δίνει ο Αριστοφάνης οδηγίες χρήσης για την ίδια τη ζωή μας;
Ναι, αυτό το έργο του είναι σαν μια διαθήκη και προτείνει ουσιαστικές λύσεις για το πως οι πολίτες θα μπορούσαν να τοποθετηθούν απέναντι στα γεγονότα και γενικά στην καθημερινότητά τους.
Πώς τελικά;
Με το να διαχειρίζονται όλο αυτόν το θόρυβο που κάνουν τα βατράχια – κι αυτός είναι ένας θόρυβος και κατά την ανάγνωση και κατά τη δραματουργία της Μπίρμπα. Το θέμα είναι να μπορείς να διαχειριστείς το αδιαχείριστο υλικό που φέρουμε όλοι σαν άνθρωποι.
Όλα αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα, τις σκέψεις που φέρουμε. Αν όμως δώσουμε λίγο χρόνο στην καθημερινότητα για να μπορέσουμε να αναλογιστούμε ποιοι είμαστε, τι θα θέλαμε και πως θα θέλαμε να ζούμε πραγματικά, σιγά-σιγά οδηγούμαστε προς τον στόχο μας.
Αυτός ο αγώνας υπάρχει σ’ όλη τη διαδικασία του έργου. Οι αναμετρήσεις είναι το κύριο χαρακτηριστικό του, από την κατάβαση του Διονύσου μέχρι τη συνάντηση με τους ποιητές και την αναμέτρηση για το ποιος είναι ο καταλληλότερος για να ανέβει στον πάνω κόσμο. Όλο είναι ένας συνεχής αγώνας. Κι αυτό το λέει ο Αριστοφάνης με τον πιο ωραίο τρόπο: Πρέπει να αγωνιζόμαστε γι’ αυτό που πιστεύουμε και γι’ αυτό που θέτουμε ως στόχο. Να μην είμαστε έρμαια.
Κι ο δικός σας στόχος ποιός είναι;
Ο δικός μου είναι να γνωρίσω ποιος είμαι και να μπορώ να κάνω το ασυνείδητο συνειδητό με τη βοήθεια του Θεού. Να καταλάβω τι γίνεται, να έχω την εποπτεία του εαυτού μου –γιατί τον εαυτό μου φέρω σε κάθε αναμέτρηση–, να αναγνωρίσω το υλικό μου και να το μεταποιήσω, να το βάλω σε μια άλλη διαδικασία.
Συζητήθηκε αρκετά η αποχώρησή σας από το θεατρικό «Ρινόκερος» με αφορμή τα εμβόλια – ήταν και κάπως συμβολικό το έργο...
Εγώ, δεν έχω πρόβλημα με τα εμβόλια, έχω πρόβλημα με το διαχωρισμό των ανθρώπων σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους. Αλλά ότι καλλιεργήθηκε και προβλήθηκε, εγώ δεν μπορούσα να το υποστηρίξω κι έπρεπε να αποχωρήσω. Είχε ήδη ενημερωθεί η παραγωγή και κυρίως ο καλλιτεχνικός διευθυντής και σκηνοθέτης της παράστασης μήνες πριν για την περίπτωση που αυτό θα συνέβαινε. Τελικά, συνέβη κι εγώ, που αδυνατούσα να το υποστηρίξω, τους το ανακοίνωσα ότι φεύγω όπως το είχα ήδη προαναγγείλει. Αυτήν είναι η αλήθεια των γεγονότων.
Από πού υποκινήθηκε αυτή σας η στάση;
Έχει να κάνει με το πως αντιλαμβάνομαι εγώ την τοποθέτησή μου μέσα στην κοινωνία. Από την αρχή μού φάνηκε όλο αυτό μια υπερβολή: Οι περιορισμοί του τύπου «δεν μπορώ να βγω μετά τις 12», «να στείλω ένα μήνυμα για να βγω έξω»... Όλο αυτό δεν το καταλάβαινα. Δεν μπορούσα να συμβαδίσω με το γεγονός ότι αν είμαστε πέντε άτομα στο δρόμο, θα μας γράψουν. Δηλαδή, είχαμε το φόβο μην κολλήσουμε αυτόν τον ιό και το φόβο της αστυνομίας μη μας γράψει και θάχαμε και πρόστιμο από πάνω, ενώ οι περισσότεροι δεν δούλευαν. Ήταν ένα παράλογο πράγμα. Αισθανόμουν μια τρομολαγνεία χωρίς όριο. Δεν μπορούσα να το καταλάβω γιατί για να μπω σ’ ένα καφέ έπρεπε να σκαναριστώ λες και ήμουν ντομάτα, γιατί έπρεπε να είμαι πιστοποιημένος. Δεν μπορούσα να προσαρμοστώ σ’ αυτό.
Πολλοί σας ρωτάνε για τη θρησκεία, όμως, δεν επιθυμώ να το συζητήσουμε γιατί αποτελεί και για μένα προσωπικό θέμα...
Ναι και νομίζω ότι εσείς ξέρετε καλύτερα για ποιο λόγο γίνεται κάτι τέτοιο θέμα...
Θα μπορούσατε όμως να μου πείτε τη γνώμη σας για τον πολιτισμό, την τέχνη αλλά και τον μεγάλο αγώνα του χώρου σας;
Πάσχει εδώ και πολλά χρόνια. Η πολιτεία δεν έχει μια οργανωμένη σκέψη, ούτε μια πολιτιστική πολιτική διαχρονικά – όχι ότι έχει στα υπόλοιπα. Τουλάχιστον για τον πολιτισμό, που με αφορά προσωπικά, ο κάθε καλλιτέχνης, εκτός εξαιρέσεων, αγωνίζεται με ηρωικό τρόπο να κάνει μια παράσταση χωρίς να ξέρει τι θα συμβεί. Μπαίνει σε μια αχαρτογράφητη περιοχή. Το θέμα με τις δραματικές σχολές θα μπορούσε να λυθεί μ’ έναν πιο οργανωμένο τρόπο, να μην κάνει η καθεμιά τα δικά της· κι εκεί νομίζω είναι ανεξέλεγκτα τα πράγματα... Από την άλλη, όταν κάποιος έχει τελειώσει το λύκειο, αφιερώνει τρία χρόνια από τη ζωή του, πληρώνει και κάποια χρήματα και περνάει και μια επιτροπή, προφανώς θα έπρεπε να αναγνωρίζεται το πτυχίο του. Κάπως έχουν ξεχειλώσει όλα αυτά επειδή δεν υπάρχει οργάνωση, ενώ θα έπρεπε, καθώς είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Βασιζόμαστε στην πολιτιστική κληρονομιά, ενώ το θέατρο για την Ελλάδα έχει τέτοια βαρύτητα που θα μπορούσε να υπάρχει οργάνωση, παιδεία, μια ακαδημία τεχνών, να ασχοληθούν σοβαρά και να το μελετήσουν το θέμα. Άλλωστε, έχουμε το δυναμικό, καλλιτέχνες και επιστήμονες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Τώρα, είναι ένα χάος και κάνει ότι θέλει ο καθένας. Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα... Ούτε οι επιχορηγήσεις είναι λειτουργικές – είναι για το θεαθήναι. Ούτε τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα λειτουργούν, ενώ θα μπορούσαν να αποτελούν κέντρα πολιτισμού ώστε να μην είναι μόνο η Αθήνα. Κι όμως, δυστυχώς φυτοζωούν.
Πώς βλέπετε το μέλλον του πολιτισμού στη χώρα;
Έχουμε το ανθρώπινο δυναμικό για πολύ σοβαρά πράγματα, αλλά χρειάζεται ό,τι λέγαμε: οργάνωση και κρατική μέριμνα. Να δοθούν κάποια χρήματα, να πει η πολιτεία ότι θα βασιστεί στον πολιτισμό. Φάνηκε, όμως, ότι ο πολιτισμός είναι το τελευταίο πράγμα που την ενδιαφέρει. Γιατί;