Περί θεοπνευστίας
Δὲν εἶναι ἡ ὕπαρξις τοῦ ἐπισκόπου ἡ ἐγγύησις ὅτι μία Σύνοδος ἐμφορεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Οὔτε ἡ Χάρις τῆς Ἀρχιερωσύνης ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία «εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν».
Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Σ. Ῥωμανίδης | Θεολογικά Βιβλία
Ἂς πᾶμε τώρα στὸ θέμα της θεοπνευστίας. Μεταξὺ τῶν Προτεσταντῶν καὶ τῶν Παπικῶν ἔχει δημιουργηθῇ ἡ ἐντύπωσις, ἡ ὁποῖα ἔχει ἐπηρεάσει πάρα πολὺ τὴν μοντέρνα Ὀρθόδοξη σκέψι ὅτι τὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ Θεὸς τὴν ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία. Σ’ αὐτό συμφωνοῦν ὅλοι καὶ οἱ Προτεστάντες καὶ οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι. Ἐπὶ πλέον οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Παπικοὶ συμφωνοῦν στό ὅτι ὁ Θεὸς ἔδωσε καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοσι στὴν Ἐκκλησία. Οἱ Προτεστάντες στὸ θέμα τῆς Παραδόσεως δείχνουν ὅτι ἀναθεωροῦν μερικὲς ἀπὸ τὶς σκέψεις τους.
Συμβαίνει ὅμως σήμερα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ ἀντιμετωπίζη ἕνα παράδοξο φαινόμενο: Καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καί στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀλλὰ καὶ στὴν Παράδοσι συναντᾶ κανεὶς ἀπόψεις, τὶς ὁποῖες ἐδῶ καὶ τοὐλάχιστον 150 χρόνια ἡ ἐπιστήμη ἀπέδειξε λανθασμένες μὲ τὴν πρόοδο στὴν ἔρευνα ποὺ εἶχαν κατ’ ἐξοχὴν οἱ θετικὲς ἐπιστῆμες. Αὐτὸ βέβαια δημιουργεῖ σοβαρό πρόβλημα σὲ ἕναν ὁ ὁποῖος δὲν καταλαβαίνει σωστὰ τί ἐννοοῦν οἱ Πατέρες ὅταν μιλᾶνε γιὰ θεοπνευστία. Αὐτὸ τὸ πρόβλημα ἀφορᾶ κυρίως στὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Στὴν Φραγκικὴ Παράδοσι ποὺ ἀκολούθησε τὸν Αὐγουστῖνο, ἡ Ἀποκάλυψις ταυτίσθηκε μὲ τὴν ἀποκάλυψι νοημάτων ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Μάλιστα, ὄχι μόνο νοημάτων, ἀλλὰ καὶ ρητῶν, δηλαδὴ ὅρων καὶ λέξεων, ποὺ συνοδεύουν τα νοήματα αὐτά. Ἂν ὅμως δεχθῇ κανεὶς αὐτὴν τὴν ἄποψι τότε ἔχομε τὴν λεγόμενη κατὰ γράμμα θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται νὰ ὑπαγορεύη τρόπον τινὰ τὰ ρητὰ καὶ τὰ νοήματα στοὺς συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἅπαξ ὅμως καὶ υἱοθετηθῇ αὐτὴ ἡ γραμμή, τότε συνάγεται ὅτι οὐσιαστικὰ συγγραφεὺς τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καί ὄχι οἱ Προφῆται ἢ οἱ Εὐαγγελισταί.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ Δυτικὴ Θεολογία ἀκολούθησε αὐτὴν τὴν γραμμή, προκλήθηκε μεγάλο πρόβλημα μὲ τὴν ἐμφάνιση της μοντέρνας ἐπιστήμης, ἡ ὁποία ἀνέτρεψε ὡρισμένες θέσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως π.χ. τὴν ἡλικία τοῦ κόσμου, ὁπότε εἶναι σάν νὰ ἀποδεικνύεται ψεύστης ὁ Θεὸς σὲ ἐκεῖνα ποὺ ὁ ἴδιος ὑπαγόρευσε, παλαιότερα.
Ἡ κοινὴ ἄποψις ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει περὶ θεοπνευστίας εἶναι ὅτι τὸ ἔργο της θεοπνευστίας περιορίζεται μόνο σὲ ὅ,τι ἔχει κατατεθῇ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή. Ὅταν λέμε θεοπνευστία, ἔρχεται ἀμέσως στὸ νοῦ μας ἡ Ἁγία Γραφή, δηλαδὴ οἱ Προφῆτες καί οἱ Ἀπόστολοι. Ἂν τώρα κανεὶς εἶναι καὶ συντηρητικός, θὰ ἔλθη στὸ μυαλό του καὶ καμμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἐκτὸς ἀπὸ τήν Ἁγία Γραφή. Διότι γιὰ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι θεόπνευστες. Καί, ἂν εἶναι περισσότερο συντηρητικός, φέρνει στὸν νοῦ του καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν εἶναι ἀκόμη πιὸ συντηρητικός, φέρνει στό νοῦ του καὶ τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, τὴν Λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὰ ράσα καὶ τὰ καλυμμαύχια... Αὐτὸς ὁ τελευταῖος εἶναι πλήρως συντηρητικός. Ἂν δηλαδὴ τὸ 50 εἶναι ἡ βάσις καὶ τὸ 100 τὸ μέγιστο, αὐτὸς πιάνει τὸ 100. Ἔχει δηλαδή 100 κιλὰ συντηρητικότητος!
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔχει σημασία εἶναι τοῦτο: Ἡ θεοπνευστία ἔχει ἐπικρατήσει νὰ θεωρῆται ὅτι καλύπτει ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ χώρου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἂν ὄχι ὁλόκληρο τὸν χῶρο αὐτόν. Στὴν δὲ σύγχρονη Ὀρθόδοξη Θεολογία ὑπάρχει μεγάλη σύγχυσις ἐπάνω στὸ θέμα αὐτό. Στὸ τί εἶναι, τί σημαίνει δηλαδὴ θεοπνευστία καὶ ποὺ εἶναι ἡ θεοπνευστία.
Ἐκεῖ ποὺ συμφωνοῦν ὅλοι οἱ Χριστιανοί, Ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοί, εἶναι ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι θεόπνευστη. Ἀκόμη βέβαια δὲν ἐξετάζομε τὸ τί εἶναι ἡ θεοπνευστία, κατὰ πόσον δηλαδὴ ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ὄντως θεόπνευστη. Πρὸς τὸ παρὸν ἄς κρατήσωμε τοῦτο: Ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι θεόπνευστη.
Βάσει λοιπὸν αὐτοῦ ἰσχύει ἐκεῖνο ποὺ ἀναφέρεται μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ὑπεσχέθη στούς Ἀποστόλους ὅτι θὰ ἔστελνε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὸ Ὁποῖο θὰ τοὺς ὡδηγοῦσε «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ιω. 16, 13). Ὁπότε ὁ Χριστὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἀποστέλλει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ Ἐκεῖνο εἶναι ποὺ ὁδηγεῖ εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν.
Τώρα ὅμως τίθεται τὸ ἐρώτημα: Σὲ ποιούς ἀκριβῶς δίνει ὁ Χριστὸς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ ποιούς ἀκριβῶς ὁδηγεῖ στήν πλήρη ἀλήθεια;
Οἱ Παπικοὶ ἀπαντοῦν καὶ λένε ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐδόθη κατ’ ἀρχὴν εἰς τοὺς Ἀποστόλους καὶ μέσῳ τῶν Ἀποστόλων τὸ λαμβάνουν καὶ ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ὅταν χειροτονοῦνται καὶ ὅτι εἰς Αὐτὸ μετέχουν καὶ οἱ παπᾶδες κατὰ κάποιον τρόπον. Αὐτὴ ἡ πεποίθησις εἰς τοὺς Παπικοὺς φαίνεται καθαρὰ στὸν τρόπο χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων τους, κατὰ τὴν ὁποία λένε οἱ χειροτονοῦντες ἐπίσκοποι στὸν χειροτονούμενο: Λάβε Πνεῦμα Ἅγιον! Αὐτὸ δίνει τὴν ἐντύπωσι ὅτι ὁ χειροτονούμενος εἶχε ζήσει τὴν ὅλη μέχρι τότε ζωή του χωρὶς Πνεῦμα Ἅγιο, τὸ ὁποῖο παίρνει ἐκείνην τὴν στιγμὴ τῆς χειροτονίας του.
Τὸ ἑρμηνευτικὸ ἔργο τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀναμφισβήτητα ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Ἐκεῖνο ποὺ καθοδηγεῖ τοὺς ἑρμηνευτὲς στὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Πὼς ὅμως γίνεται αὐτὸ τὸ πρᾶγμα;
Συνήθως στὴν Ἰατρικὴ ἐπιστήμη, ὅταν λένε ὅτι τὸ τάδε φάρμακο θεραπεύει τὴν τάδε ἀρρώστεια, γνωρίζουν, ἀπό προηγηθεῖσες ἔρευνες καὶ πὼς λειτουργεῖ θεραπευτικὰ τὸ φάρμακο αὐτὸ μέσα στὸν ὀργανισμό. Σὲ κάθε ἐπιστήμη, ὅταν λέμε ὅτι κάτι συμβαίνει, αὐτό το κάτι συνήθως μπορεῖ νὰ ἐξακριβωθῇ.
Ἐδῶ ὅμως ἔχομε τὸ ἐρώτημα: Πῶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καθοδηγεῖ, ποιοὺς καθοδηγεῖ καὶ σὲ τί συνίσταται αὐτὴ ἡ καθοδήγησις; Ἐκεῖνο ποὺ λένε μερικοὶ ὅτι, ὅταν μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφασίση κάτι, αὐτὸ εἶναι ἀλάθητο, ἐπειδὴ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶναι θεόπνευστη κλπ., εἶναι σὰν νὰ μᾶς ὑποχρεώνουν νὰ δεχθοῦμε ὡς ἀλάθητη διδασκαλία ὅ,τι ἀποφασίζει καὶ διακηρύσσει μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ πνεῦμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα.
Βέβαια εἶναι σωστὸ ὅτι μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶναι ἀλάθητη, ὅτι διδάσκει ἀλαθήτως, ὅτι εἶναι ὠφέλιμη γιὰ τὴν πίστι μας κλπ. Ναί, ἀλλὰ πῶς γίνεται καὶ εἶναι ἀλάθητη; Γιατί εἶναι ἀλάθητη; Γιατί οἱ ἀποφάσεις της εἶναι ἀλάθητες;
Ἡ μοντέρνα Ὀρθόδοξη θεολογία μιλάει πάρα πολὺ γιὰ θεοπνευστία. Ἀπὸ ὅσα ἔχω διαβάσει, βλέπω νὰ μιλᾶνε περὶ θεοπνευστίας, ἀλλὰ δὲν ἔχω βρῆ περιγραφὴ τῆς θεοπνευστίας... ἐκείνης γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶνε. Εἴπαμε ὅτι καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες συμφωνοῦν στὸ ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι θεόπνευστος. Τί σημαίνει ὅμως θεοπνευστία; Καί, ἐὰν σώζεται κάπου, ποῦ σώζεται; Θὰ πῆ ὅμως κάποιος: Καλά, θεόπνευστοι ἦταν μόνο οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Ἀπόστολοι; Μετά τούς Ἀποστόλους δὲν ἔχομε θεοπνεύστους ἀνθρώπους; Δὲν ἔχομε θεόπνευστα συγγράμματα ἐκτός τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Καί, ἐὰν ναί, ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ θεόπνευστοι ἄνθρωποι; Καὶ ἂν ὑπάρχουν, πῶς ξέρομε ὅτι εἶναι θεόπνευστοι; Οἱ Προφῆτες ξέρομε ὅτι ἦσαν θεόπνευστοι. Ὁμοίως καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἤσαν θεόπνευστοι. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτούς, ποιοὶ ἄλλοι ἦσαν ἢ εἶναι θεόπνευστοι; Ἐπίσης ποιὰ εἶναι τὰ διάφορα στάδια αὐτῆς τῆς θεοπνευστίας, καὶ πῶς διακρίνονται; Πῶς ὁ ἄνθρωπος ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ πῶς ξέρομε ὅτι ἕνας εἶναι ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν Διάβολο ἢ ἀπὸ φαντασιοπληξίες;
Ὁ Χριστός, ὅταν εἶπε ὅτι θὰ μᾶς δώση τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὸ ὁποῖο θὰ μᾶς ὁδηγήση εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν, δὲν μίλησε γιὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Δὲν εἶπε δηλαδὴ ὅτι αὐτὸ θὰ γίνεται στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ δηλαδὴ τὸ καινὸν περὶ τοῦ ἀλαθήτου τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν περιλαμβάνεται μέσα στὴν Ἁγία Γραφή. Ὁ Χριστὸς εἶπε ἁπλὰ ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον θὰ εἶναι Ἐκεῖνο ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήση στὴν πλήρη ἀλήθεια. Προηγουμένως ὅμως, πρὶν δηλαδὴ ἀπὸ αὐτό, εἶπε ὅτι ἐὰν ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας, ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου θὰ ἔλθωμε καὶ θὰ κατοικήσωμε μέσα σας, καθὼς ἐπίσης εἶπε ὅτι τώρα, μὲ βλέπετε, ἀλλὰ ἀργότερα δὲν θὰ μὲ βλέπετε. Ἀλλά, ἐὰν ἔχετε ἀγάπη, πάλι θὰ μὲ βλέπετε. Καί, τὸ Πνεῦμα θὰ ἔλθη νὰ κατοικήση μέσα σας καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήση εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν.
Ὅλα αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Χριστὸς καὶ ἀναφέρονται στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη καὶ ποὺ τὰ διαβάζουν οἱ παπάδες τὴν Μεγάλη Πέμπτη, εἶναι βασικὰ κεφάλαια. Ἀλλὰ γιατί εἶναι βασικὰ κεφάλαια; Αὐτὴ ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἡ Ἀρχιερατική, γιατί ἔχει τόσο μεγάλη σημασία; Γιατί προσεύχεται ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων; Γιὰ ποιὰ ἕνωσι προσεύχεται; Μήπως, τῶν Ἐκκλησιῶν; Ποιὰ ἕνωσις εἶναι αὐτή; Αὐτό, τὸ «ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν», ὅταν τὸ λέγη ὁ Χριστός, τὸ ἐννοεῖ ἀσφαλῶς μέσα σὲ ὠρισμένα πλαίσια. Ποιὰ εἶναι αὐτά;
Τὰ κεφάλαια αὐτά, 14 ἕως 17, τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου κάνουν ὁλόκληρη ἀνάπτυξη περὶ τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τῶν Ἀποστόλων σὲ σχέσι μὲ τὴν ἀγάπη καὶ ἀναφέρουν ποιὰ θὰ εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀγάπης. Ἡ πλήρης μορφὴ ὅμως τῆς ἀγάπης ἀποκαλύπτεται στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ἡ θέωσις εἶναι ἡ πλήρης μορφὴ τῆς ἀγάπης. Δι’ αὐτῆς τῆς ἀγάπης, πού πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, γίνεται ἡ πλήρης θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἀρχίζη νὰ ἐνεργῆται, ὅταν ἔλθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὁπότε γίνεται ὁ ἄνθρωπος κατοικητήριο καὶ ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί, ὅταν ἔλθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ κατοικήση μέσα στὸν ἄνθρωπο, φέρνει μαζί Του καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱόν. Τότε στὸν ἄνθρωπο κατοικεῖ ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἀλλὰ πῶς γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἔγινε ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Πῶς γίνεται αὐτὴ ἡ διαπίστωσις; Ὁ ἀληθινὸς πνευματικὸς πατέρας γνωρίζει πότε ἕνα πνευματικό του παιδὶ ἔχει λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἔχει γίνει ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔχομε συγκεκριμένα Πατερικὰ κριτήρια στὸ θέμα αὐτό. Ποιὰ εἶναι αὐτά;
Ὅταν ὁ Χριστὸς μιλάη γιὰ τὴν ἔκχυσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία καὶ στοὺς πιστούς, δὲν μιλάη ἀφηρημένα, δὲν ἐννοεῖ ὅτι θὰ τὸ στείλη σὲ ὅλην τὴν Ἐκκλησία γενικά. Οὔτε ὅτι, ἐπειδὴ οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ παπάδες ἔχουν μία ἀλληλοδιαδοχὴ μὲ τὶς χειροτονίες, θὰ τὸ λάβη γενικὰ ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Οὔτε ἐννοεῖ ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων ὑπάρχει ὁπωσδήποτε ἡ ἐγγύησις ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο θὰ κατοικῆ μόνιμα μέσα στὴν Ἱεραρχία. Διότι, δὲν εἶναι ἡ ὕπαρξις τοῦ ἐπισκόπου ἡ ἐγγύησις ὅτι μία Σύνοδος ἐμφορεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀπόδειξις εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν μέσα στὴν Ἐκκλησία πολλοὶ ἐπίσκοποι, ποὺ κατεδικάσθησαν ὡς αἱρετικοί. Ἂν εἶχαν ἐκεῖνοι οἱ ἐπίσκοποι Πνεῦμα Ἅγιο, δὲν θὰ ἔπεφταν σὲ αἵρεσι. Ἄρα, δέν εἶναι ἡ εἰς ἐπίσκοπον χειροτονία κάποιου ἀπόδειξις οὔτε ἐγγύησις ὅτι στόν ἐπίσκοπο αὐτόν κατοικεῖ ὁπωσδήποτε τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄρα, δὲν εἶναι ἡ Χάρις τῆς Ἀρχιερωσύνης ἐκείνη ποὺ ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία «εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν».
Ὁ Χριστὸς μιλάει ἐδῶ γιὰ κάτι ἄλλο. Οἱ Πατέρες λένε καθαρὰ ὅτι ἐδῶ ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ δύο καταστάσεις. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος μιλάει γιὰ τὴν φώτισι καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος μιλάει γιὰ τὴν θέωσι. Ὅταν λέγη ὁ Χριστὸς ἴνα πάντες ἓν ὦσι, γιὰ ποιοὺς μιλάει; Γιὰ τοὺς Ἀποστόλους βέβαια. Δηλαδὴ παρακαλεῖ τὸν Πατέρα νὰ γίνουν οἱ Ἀπόστολοι «ἓν, καθὼς ἠμεῖς ἓν ἐσμεν» (Πρβλ. Ιω. 17, 11). Δὲν λέγει εἷς, ἀλλὰ ἓν. Πῶς ὅμως ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἓν; Ἀπάντησις: Εἶναι ἑνωμένοι εἰς ἓν, κατὰ τὴν δόξαν (ἐνέργειαν) καὶ κατὰ τὴν οὐσίαν. Κατὰ τὰ Πρόσωπα, τὶς ὑποστάσεις, δὲν εἶναι ἑνωμένοι. Διότι τὰ Πρόσωπα στὴν Ἁγία Τριάδα, λένε οἱ Πατέρες, εἶναι ἀκοινώνητα μεταξύ τους. Τὰ κοινὰ στὴν Ἁγία Τριάδα εἶναι ἡ οὐσία καὶ ἡ φυσικὴ ἐνέργεια τῆς οὐσίας, δηλαδὴ ἡ δόξα. Καὶ κατὰ τί εἶναι ἓν ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἓν καὶ ἐμεῖς θὰ γίνωμε ἓν, δηλαδὴ καὶ μεταξύ μας καὶ μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα; Ποιὸ θὰ εἶναι αὐτὸ τὸ κοινὸ γνώρισμα; Ἀπάντησις: Εἶναι τὸ ἓν κατὰ τὴν δόξαν.
Δηλαδή, ὅπως ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἕνα κατὰ τὴν δόξαν, διότι ἔχουν κοινὴν τὴν δόξαν, ἔτσι καὶ ἐμεῖς θὰ γίνωμε ἕνα, ὅταν ὅλοι μας μετάσχωμε στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδὴ ὅλοι μας ἢ ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς γίνουν ἄξιοι, γίνουν μέτοχοι τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Διότι, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δοξάζεται, τότε γίνεται κοινωνὸς τῆς ἀκτίστου δόξης τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁπότε ἑνώνεται καὶ μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅσους συνανθρώπους του εἶναι ἐκείνην τὴν στιγμὴ ἑνωμένοι καὶ ἐκεῖνοι μὲ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ὁπότε ἐκεῖνο, γιὰ τὸ ὁποῖο προσεύχεται ὁ Χριστὸς στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο εἶναι, πρῶτα-πρῶτα γιὰ τὴν κάθαρσί τους, μετὰ γιὰ τὴν φώτισί τους καὶ τέλος γιὰ τὴν θέωσί τους. Ἑπομένως τὸ «ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν» ἀναφέρεται ὄχι γενικὰ σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἰδικὰ σὲ ὅσους θὰ λάβουν μέρος στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Δηλαδή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάση στήν θέωσι, τότε μόνον ὁδηγεῖται εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν. Ἑπομένως ἡ πάσαν ἀλήθειαν (ὄχι περί τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ἀλλά περί τοῦ Θεοῦ) γίνεται γνωστὴ μόνο στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως.
Ἐπειδὴ ὅλοι οἱ Πατέρες εἶχαν αὐτὴν τὴν ἐμπειρία ἢ παρόμοια, διότι εἴτε ἤσαν σὲ κατάστασι φωτισμοῦ εἴτε ἤσαν σὲ κατάστασι θεώσεως, γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι τους ἔχουν τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀντίληψι γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ κάνουν ὅλοι τους τὴν ἴδια ἑρμηνεία στὴν Ἁγία Γραφὴ στὰ βασικά της σημεῖα καὶ τὴν ἴδια ἑρμηνεία στὰ κείμενα τῶν ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω τί συνάγεται; Ὅσοι βρίσκονται σὲ κατάστασι φωτισμοῦ ἢ θεώσεως, αὐτοὶ εἶναι θεόπνευστοι ἢ δὲν εἶναι θεόπνευστοι; Ἀπάντησις: Αὐτοὶ φυσικὰ εἶναι θεόπνευστοι. Διότι θεοπνευστία σημαίνει τί; Σημαίνει νὰ εἶναι κάποιος ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐν ἀντιδιαστολὴ πρὸς τί; Πρὸς τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τοὺς δαίμονες. Ἐκεῖνος θὰ εἶναι διαβολόπνευστος καὶ δαιμονόπνευστος.
Ἡ ὑψηλοτέρα μορφὴ τῆς Ἀποκαλύψεως ὅσον ἀφορᾶ στὴν θεοπνευστία, ἦταν ἐκείνη ποὺ συνέβη στοὺς Ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τό κλειδί λοιπόν τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας σχετικά μέ τήν θεοπνευστία εἶναι ἡ Πεντηκοστή. Ἐὰν κανεὶς μπορέση νὰ κατανοήση τὴν σημασία τῆς Πεντηκοστῆς γιὰ τὴν Πατερικὴ παράδοσι, τότε καὶ θεολόγος νὰ μὴν εἶναι, τουλάχιστον θὰ ξέρη τί εἶναι Θεολογία καὶ τί θεολόγος. Ὅπως δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι κανεὶς γιατρὸς γιὰ νὰ ξέρη τί εἶναι ἡ Ἰατρικὴ ἐπιστήμη καὶ τί εἶναι γιατρός, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο κάποιος μπορεῖ νὰ ξέρη τί εἶναι Θεολογία, ποιὸς εἶναι ὁ θεολόγος καὶ ποιὸς εἶναι ὁ θεολογῶν, χωρὶς νὰ εἶναι ὁ ἴδιος θεολόγος ἢ θεολογῶν.