Ἀρχιμανδρίτης Παρθένιος Ἁγιοπαυλίτης | Ἁγιορεῖτες Πατέρες

Θὰ σᾶς πῶ τὶ μοῦ συνέβη ὅταν ἀρρώστησα καὶ πῆγα Θεσσαλονίκη...
Ἦταν τὸ 2000 καὶ κάτι, ὅταν ἔπαθα περιτονίτιδα. Ἤμουν περίπου 60 χρονῶν. Θυμᾶμαι, ἑτοιμαζόμουν νὰ λειτουργήσω. Τὴν ἑβδομάδα της Διακαινησίμου εἴχαμε κάθε μέρα ἱερὲς ἀκολουθίες... Τὸ Μέγα Σάββατο, τὸ Πάσχα, τὴν Τετάρτη, τὴν Πέμπτη, κάθε μέρα εἶχα ἀκολουθίες. Καὶ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἑτοιμαζόμουν νὰ πάω νὰ λειτουργήσω. Τὴ νύχτα, στὶς 12 ἡ ὥρα, μὲ πιάνει στὴν κοιλιὰ ἕνας πόνος, ὁ ὁποῖος δυνάμωνε ὅλο καὶ περισσότερο, ὥσπου καμπούριασα ἐντελῶς. Δὲν μποροῦσα νὰ κατέβω! Ἔρχονται οἱ πατέρες καὶ μὲ ρωτᾶνε: «Γιατί, γέροντα, δὲν κατέβηκες;». Τοὺς λέω: «Πονάω, δὲν μπορῶ νὰ κατέβω. Πονάω πολύ». Εἶχα στραβώσει κιόλας. Φωνάζουν τὸ γιατρὸ ἀπὸ τὶς Καρυές. Ἔρχεται ὁ γιατρός, μὲ ἐξετάζει καὶ μοῦ λέει: εἶναι περιτονίτιδα. Ἀμέσως ἔξω, σὲ νοσοκομεῖο! Ὁπότε, ἀμέσως, μὲ μετέφεραν μὲ καΐκι.
Φτάνουμε στὴ Θεσσαλονίκη, μὲ ἐξέτασαν σύντομα καὶ μοῦ εἶπαν ὅτι ἔπρεπε νὰ μπῶ χειρουργεῖο. Ἡ ἐπέμβαση διήρκεσε 2-3 ὧρες. Μετὰ λέω στὸ γιατρό: «Γιατί ἀργήσατε τόσο πολύ; Γιὰ μιὰ τόσο μικρὴ τομὴ κάνατε τρεὶς ὧρες;». Ὁ γιατρός μου λέει:
«Πάτερ μου, ἡ κατάσταση ἦταν τόσο δύσκολη ποὺ νομίζω ὅτι μόνο ὁ Θεὸς καὶ ἡ Παναγία σας ἔσωσαν. Ὅταν ἔσπασε τὸ περιτόναιο, τὸ ὑγρὸ κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ πάει στὴν κοιλιά, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ θαῦμα καὶ τὰ ὑγρὰ δὲν ἔφυγαν ἀπὸ κεῖ. Λοιπόν, χρειαζόταν μεγάλη προσοχή, γιατί ἂν ἄρχιζε ἡ σήψη, ἡ κατάσταση θὰ ἦταν μὴ ἀναστρέψιμη. Εὐτυχῶς ποὺ τὸ πρόλαβες. Ἀλλιῶς, ἂν τὰ ὑγρὰ ἐξαπλώνονταν καὶ ἄρχιζε ἡ σήψη, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε κάτι».
Βρισκόμουν στὸ νοσοκομεῖο τὴν Παρασκευὴ ὁλόκληρη, τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή. Ἤμουν ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι. Δὲν εἶχα φάει ἀπολύτως τίποτα γιὰ τρεῖς μέρες. Μόνο μιὰ νοσοκόμα ἐρχόταν καὶ μοῦ ἔβρεχε τὰ χείλη μὲ βαμβάκι.
Τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ ὁ πατὴρ Μητροφάνης μοῦ λέει: «Θὰ πᾶμε λίγο κάτω νὰ πάρουμε ἕνα ἀναψυκτικό». Καὶ μοῦ ἄνοιξε τὴν τηλεόραση ποὺ ἦταν κρεμασμένη μπροστά, ψηλὰ στὸν τοῖχο. Τὴν ἄνοιξε μὲ τὸ τηλεκοντρόλ. Μοῦ ἔβαλε νὰ ἀκούσω τὴ λειτουργία. Ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ κουνηθῶ, ἤμουν ἀκίνητος.
Θυμᾶμαι, λειτουργοῦσε ὁ Μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος στὴν Μητρόπολη Ἀθηνῶν. Ἦταν λειτουργία γιὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ε΄. Ἔκανε μιὰ ὡραία ὁμιλία, πολὺ ὡραῖα. Ἤμουν ἐξαιρετικὰ χαρούμενος.
Μόλις, τελείωσε ἡ λειτουργία, βλέπω στὴν ὀθόνη σκηνὴ μπαλέτου. Ἦταν στὴν σκηνὴ μιά, ἕνα τόσο δὰ μικρούλικο κοριτσάκι, ἀλλὰ ἔκανε σὰν μισότρελο. Ἔκανε κάτι κινήσεις μὲ τὰ χέρια, μὲ τὰ πόδια, ἦταν καὶ ἡ δασκάλα της δίπλα. Κόσμο ποὺ εἶχε...! Χιλιάδες κόσμο! Ὅλοι χτυποῦσαν παλαμάκια καὶ τὴν θαύμαζαν. Καὶ ὅσο αὐτοὶ χτυποῦσαν παλαμάκια, τόσο ἔτρεχε καὶ αὐτὸ τὸ τρελοκοριτσάκι. Ἔτρεχε ἀπὸ δῶ, πηδοῦσε ἀπὸ κεῖ, ἔκανε πίσω, ἔκανε μπρός. Κι ἐγώ, ὁ χαζός, τὴν κοιτοῦσα!
Δὲν εἶχα τὸ τηλεκοντρὸλ γιὰ νὰ κλείσω τὴν τηλεόραση. Ἀλλὰ θὰ μποροῦσα νὰ βάλω τὸ σεντόνι στὸ πρόσωπό μου καὶ νὰ μὴν βλέπω τέτοια πράγματα. Ἀλλά, νά, μὲ τράβηξε!
Ὅταν τελείωσε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα μὲ τὸ κοριτσάκι, στὴν τηλεόραση ἄρχισαν νὰ παίζουν διάφορες διαφημίσεις, καὶ κάπου ἐνδιάμεσα ἐμφανίστηκε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη!», γραμμένο μὲ κόκκινα γράμματα.
Ὅταν ἦρθαν οἱ πατέρες καὶ ὁ πατὴρ Μητροφάνης, τοῦ λέω:
Σὲ παρακαλῶ, κλεῖσε τὴν τηλεόραση καὶ μὴν τὴν ξανανοίξεις! Δὲ θέλω νὰ ξαναδῶ τηλεόραση!
Τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας βγήκαμε ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο. Αἰσθάνθηκα καλύτερα. Σηκώθηκα, περπάτησα λιγάκι καὶ τὴν ἴδια μέρα πῆγα στὸ μετόχι. Ἐκεῖ σηκώθηκα γιὰ νὰ κάνω τὸ κομποσκοινάκι μου. Ἔλεγα, ὅπως συνήθως, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἔκανα τὸ κομποσκοινάκι μου στὸ δωμάτιο μόνος μου. Συνηθίζω, ὅταν λέω τὴν εὐχή, νὰ κλείνω τὰ μάτια μου, γιατί δὲ θέλω νὰ βλέπω τίποτα. Τὸ κάθε τι ποὺ βλέπουμε μᾶς ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν προσευχή. Ἐνῷ ὅταν κλείνει κανεὶς τὰ μάτια του, εἶναι καλύτερα. Καὶ λέω: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με...».
Τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγα τὴν εὐχή, βλέπω μπροστά μου αὐτὸ τὸ κοριτσάκι. Ἄρχισε νὰ πηδάει ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ, νὰ κουνάει τὰ πόδια της, νὰ στριφογυρίζει σὰν σβούρα... Λέω: «Παναγία μου, Παναγία μου, τί κακὸ πρᾶγμα εἶναι αὐτό;» Ταράχθηκα λιγάκι. Μετὰ ἠρέμησα λίγο. Εἶπα στὸν ἑαυτό μου: «Καλᾶ νὰ πάθεις γιατί δὲν πρόσεξες. Θὰ ἔπρεπε νὰ εἶμαι πιὸ προσεκτικός!»
Τὸ βράδυ λοιπὸν ξανά, ξεκινᾶμε τὴν εὐχή. Ἦταν καὶ οἱ πατέρες ἐκεῖ. Πῆρα τὸ κομποσκοίνι μου καὶ ἄρχισα το: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!» Πετιέται μπροστά μου πάλι αὐτὸ τὸ κοριτσάκι. Ἦταν ὁ σατανᾶς. Καὶ ἀρχίζει καὶ χορεύει καὶ πηδάει καὶ τρέχει καὶ κάνει... «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ! Παναγία μου, βοήθησέ με!». Δὲν μποροῦσα νὰ κάνω τίποτα.
Τὴ νύχτα σηκώνομαι καὶ παθαίνω τὰ ἴδια. Λέω: «Τὴν ψώνισα! Τὴν ψώνισα! Παναγία μου, σὲ παρακαλῶ, διῶξε την ἀπὸ μένα. Θὰ τρελαθῶ. Θὰ χάσω τὸ μυαλό μου. Παναγία μου, βοήθησέ με! Ἐγὼ φταίω! Ἂν ἤμουν πιὸ προσεκτικός, δὲν θὰ ἔπεφτα σὲ αὐτὴ τὴν παγίδα. Ἀλλὰ Ἐσύ, Παναγία μου, βοήθησόν με, σε παρακαλῶ! Θεέ μου, σὲ παρακαλῶ!»
Καὶ ὅταν πέρασαν δύο μέρες, ἠρέμησα. Λέω: «Παναγία μου, Σὲ εὐχαριστῶ!»
Θέλω νὰ πῶ, πόσο πρέπει νὰ προσέχουμε! Νομίζουμε ὅτι εἴμαστε προσεκτικοί, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἔτσι! Θέλει πολλὴ προσοχή. Νὰ εἴμαστε πολὺ αὐστηροὶ μὲ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ πολὺ προσεκτικοί!
Share this post