Ἡ πρόκληση τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ οἱ «Κολλυβάδες» Πατέρες
Ἡ σύγκρουση τῶν παραδοσιακῶν δυνάμεων τοῦ Γένους μὲ τὶς ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ ἦταν ἀναπόφευκτη, διότι, ὅπως ἐλέχθη, ἐπρόκειτο γιὰ διαμετρικὰ ἀντίθετους μεταξύ τους κόσμους καὶ δράματα ἀσύμπτωτα.
Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός | Ἁγιορεῖτες Πατέρες | Κολλυβάδες Πατέρες

Τὸ 18ο αἰῶνα συντελεῖται νέα περιπετειώδης συνάντηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς μὲ τὴ Δύση, ποὺ στὰ βασικά της σημεῖα συνιστᾶ ἐπανάληψη τῆς ἀνάλογης διαδικασίας τοῦ 14ου αἰῶνα. Συνεχιστές, ἄλλωστε, τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ φθίνοντος Βυζαντίου ἦσαν οἱ ἁγιορεῖτες Κολλυβάδες Πατέρες, ἐνῷ στὴ θέση του Καλαβροῦ «Λατινέλληνος» Βαρλαάμ, τοῦ φορέα δηλαδὴ καὶ ἐκφραστοῦ τῆς «εὐρωπαϊκῆς» συνειδήσεως, κατέλαβαν οἱ ἐπισημότεροι ἐκπρόσωποι τοῦ Ἑλληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ στὴν πλειονότητα τους, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι. Πρόκειται γιὰ μιὰ νέα φάση τοῦ μακραίωνος ἐθνικοῦ διχασμοῦ μας, τοῦ μακρόσυρτου δηλαδὴ «πνευματικοῦ δυϊσμοῦ», ποὺ κατατρώγει μόνιμα τὴν ἐθνική μας σάρκα.
Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ κρίση κατανοεῖται -δίκαια ὡς ἕνα σημεῖο- ὡς κρίση ταυτότητας τοῦ Γένους. Σημασία ὅμως ἔχει, ὅτι καὶ πάλι τὸ Ἅγιον Ὄρος, χῶρος περισσότερο εὐαισθητοποιημένος σὲ ζητήματα παραδόσεως, γίνεται ἐπίκεντρο καὶ τῆς νέας συγκρούσεως, ἐφ’ ὅσον ἔχει γίνει πιὰ παραδεκτὸ (π.χ. Δημήτρης Ἀποστολόπουλος), ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος, στὰ πρόσωπα τῶν Κολλυβάδων, ὄχι μόνο ἐπηρεάζει, ἀλλὰ καὶ κατευθύνει τὸν ἀγῶνα τοῦ Ἐθναρχικοῦ Κέντρου στὶς κρίσιμες πράγματι ἐκεῖνες ἱστορικὲς ἐπιλογές του.
Οἱ Ἕλληνες φορεῖς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ ἐξέφραζαν κατὰ κανόνα μιὰ στάση ζωῆς, ποὺ συνιστοῦσε ριζοσπαστικὴ ἀνανοηματοδότηση σύνολης τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας, στὰ ὅρια μιᾶς νέας κοσμοθεωρίας (Weltanschauung), μὲ τὴν αὐτούσια μεταφύτευση («μετα-κένωση») ἰδεῶν, ἀρχῶν καὶ πρακτικῶν, ποὺ παρήγαγε σὲ μιὰ μακρὰ διαλεκτικὴ διαδικασία - ἄγνωστη στὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή- ὁ εὐρωπαϊκὸς χῶρος. Στοὺς Ἕλληνες Διαφωτιστὲς δὲν ἔλειπαν ἀθεϊστικές, ἀντιχριστιανικὲς καὶ πρὸ πάντων ἀντικληρικαλιστικὲς τάσεις. Οἱ ἰδέες τους, μάλιστα, προωθοῦσαν κάτι φοβερότερο γιὰ τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση καὶ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ἢ φαινομενική τους «ἀθεΐα», τὸν ἀδιαφορισμό. Ἐξ ἄλλου, στὰ ἔργα τους λανθάνουν θέσεις ἀντιτριαδικές, πανθεϊστικές, ἀλλὰ καὶ εὐσεβιστικὲς (Κοραῆς), ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴν προκαλέσουν τὶς παραδοσιακὲς συνειδήσεις, δεδομένου μάλιστα, ὅτι ὅλα αὐτὰ ἐντάσσονταν σὲ μιὰ σαφῶς ἐκδηλούμενη πρόθεση γιὰ ἀποδυνάμωση τῆς Ρωμαίϊκης Ἐθναρχίας, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴ διάλυσή της (πρβλ. Ἑλλαδικὸ αὐτοκέφαλο). Ἕνας νέος, λοιπόν, κόσμος εἰσέβαλλε στὴ Ρωμαίϊκη (Ἑλληνορθόδοξη) Ἀνατολή, ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπικρατήσει χωρὶς ἀνατροπὴ τοῦ κόσμου τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.
Παραδοσιακοὶ κατ’ ἐξοχὴν στὴν Ἀνατολὴ ἦσαν οἱ Κολλυβάδες Πατέρες, λόγιοι μοναχοὶ καὶ κληρικοί, ἐντεταγμένοι στὴν ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία, μὲ ρωμαίϊκο φρόνημα καὶ γι’ αὐτὸ ἱκανοὶ νὰ κατανοήσουν τὶς πνευματικὲς διαφοροποιήσεις τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κόσμου. Δυτικοὶ ἐρευνητές, ὅπως ὁ προτεστάντης Ν. Bonwetsch ἢ ὁ Ρωμαιοκαθολικὸς Louis Ρetit, δὲν δίσταζαν νὰ χαρακτηρίσουν τὸ «κίνημα τῶν Κολλυβάδων» «δεῖγμα τῆς ἀφυπνιζόμενης ζωῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», ὅταν ἕνα μέρος τῆς δικῆς μας Διανοήσεως ἐπέμενε νὰ τὸ βλέπει μὲ ἔντονη ὑποτίμηση, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀξιολόγηση τῶν Κολλυβάδων συμβάδιζε μὲ τὴ γενικότερη στάση ἔναντι τοῦ Ἡσυχασμοῦ καὶ τοῦ «Βυζαντίου». Ἡ ἀποτίμησή τους, ὅμως, σήμερα εἶναι εὐκολότερη, ἀπ’ ὅσο στὸ παρελθόν, ὅσο μάλιστα προχωρεῖ ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὰ παλαιότερα -μὴ ἐνδογενῆ ἐν πολλοῖς- καταθλιπτικὰ κριτήρια.
Κατὰ τὸν Καθηγητὴ κ. Χρήστο Γιανναρά, οἱ Κολλυβάδες συνιστοῦν «κίνημα ἀντίδρασης στὸν ἐκδυτικισμὸ καὶ τὴν ἀλλοτρίωση», ποὺ ἀποκαλύπτει «μιὰν ἀπροσδόκητη γιὰ τὴν ἐποχὴ θεολογικὴ ἐγρήγορση καὶ ἐπίγνωση τῶν βιωματικῶν προτεραιοτήτων τῆς Ἐκκλησίας». Οἱ Κολλυβάδες ἐξέφραζαν τὴ συνείδηση τοῦ πλατιοῦ λαϊκοῦ στρώματος τῆς ἐποχῆς τους, τῆς λαϊκῆς βάσης, μὲ τὰ μέσα καὶ τὶς δυνατότητες τοῦ καιροῦ τους, ἀλλὰ καὶ τὶς προσωπικὲς χαρακτηριολογικὲς καταβολές τους. Ταυτόχρονα, ὅμως, ἐπιβεβαιώνουν τὴ συνέχεια τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς θεματοφύλακα τῆς πατερικότητας. Ἡ ἀντίδρασή τους στὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς, δηλαδὴ «στὴν εὐρωπαϊκὴ κοσμογονία [...] προδίδει μιὰν ἱστορικὴ διορατικότητα καὶ ὀξυδέρκεια πραγματικὰ θαυμαστή».
Ἡ σύγκρουση τῶν παραδοσιακῶν δυνάμεων τοῦ Γένους μὲ τὶς ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ ἦταν ἀναπόφευκτη, διότι, ὅπως ἐλέχθη, ἐπρόκειτο γιὰ διαμετρικὰ ἀντίθετους μεταξύ τους κόσμους καὶ δράματα ἀσύμπτωτα. Ἀντίθετα, συμπάθεια στὶς ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ ἔδειχναν οἱ Ἁγιορεῖτες Ἀντικολλυβάδες, ἐπικεντρώνοντας καὶ αὐτοὶ τὴν ἀντίθεση τοὺς στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, ποὺ τοὺς ἔφερε κοντὰ στοὺς Διαφωτιστές. Ἀκριβῶς δὲ ἡ ἀπόρριψη τῶν ἡσυχαστικῶν πρακτικῶν ἀπὸ μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἦταν γιὰ τοὺς Κολλυβάδες ἁπτὴ ἀπόδειξη τῶν συνεπειῶν τῆς ταυτίσεως μὲ τὶς νέες ἰδέες τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς ἐπερχόμενης ἀλλοτριώσεως.
Τὸ ρεῦμα τοῦ Διαφωτισμοῦ ἀνέπτυξε, ἔτσι, μιὰ ἰσχυρὴ δυναμικὴ στὴν παραδοσιακὴ συνείδηση τοῦ Γένους, καὶ μάλιστα ὄχι μόνο ἀρνητικὰ ἀλλὰ καὶ θετικά. Ἡ πρόκληση δηλαδὴ δὲν ὁδήγησε μόνο σὲ ἀντιθέσεις -ἐν πολλοῖς ἄγονες καὶ ζημιογόνες-, ἀλλὰ καὶ σὲ δημιουργικὴ δράση (συγγραφικὴ παραγωγή, ποιμαντικὲς ἐνέργειες γιὰ τὴν ἀναθέρμανση τῆς πατερικότητας στὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Εἶναι δὲ γεγονός, ὅτι «οἱ ἡγέτες των Κολλυβάδων (Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἀθανάσιος Πάριος) δὲν ἀντιτάσσουν στὸ νεωτερισμὸ μιὰν ἀντίπαλη ἰδεολογία, ἀλλὰ ἕνα λόγο ὑπαρκτικῆς ἀφυπνίσεως στὶς οὐσιώδεις πρωταρχικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὶς φώτισε τὸ ἦθος καὶ ἡ ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως». Ἀντιρρητικὴ καὶ θεολογικὴ δημιουργία συμπορεύονται στὴ δράση των Κολλυβάδων, προσφέροντας μαρτυρία πνευματικῆς καὶ πολιτισμικῆς αὐτοσυνειδησίας, ποὺ δὲν θὰ ἔφθανε στὸ φῶς τῆς δημοσιότητας ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες. Ἄλλωστε, αὐτὴ εἶναι ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἡ γενεσιουργὸς αἰτία τῆς θεολογικῆς δημιουργίας τῆς Ἐκκλησίας. Πάντα ἡ αἱρετικὴ ἢ αἰρετίζουσα ἀπόκλιση προκαλεῖ δημιουργικὰ τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση καὶ σκέψη. Αὐτὸ συνέβη καὶ στὴν παράδοση τῶν Κολλυβάδων. Ἡ ἀντιδιαφωτιστικὴ μάλιστα στράτευσή τους, παρὰ τὶς ὅποιες ἀστοχίες καὶ ὑπερβολές της, ἀπεκάλυψε τὴ συνέχεια τῆς πατερικῆς -ὀρθόδοξης δηλαδή- ἐμπειρίας σὲ καιρούς, ποὺ ἡ ὀρθόδοξη θεολογικὴ παρουσία ἦταν πολὺ ἰσχνή.
Οἱ Κολλυβάδες ἀναπτύσσουν τὴν ἀντιρρητική τους ἔναντι τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Διαφωτισμοῦ, κινούμενοι σὲ μιὰ θεματική, τὰ βασικὰ σημεῖα τῆς ὁποίας εἶναι τὰ ἀκόλουθα:
α) Ἡ Εὐρώπη: Οἱ Ἕλληνες Διαφωτιστές, μὲ πρῶτο τὸν Ἀδαμάντιο Κοραῆ, μιλοῦν μὲ ὑπερηφάνεια γιὰ τὴ «φωτισμένη Εὐρώπη», τὰ «φῶτα» τῆς ὁποίας αὐτοὶ μεταλαμπαδεύουν στὸ Γένος. Ὁ προσανατολισμὸς τοὺς δὲ στὴν Εὐρώπη, μόνιμο ὅραμα τῶν Ἑνωτικῶν ἀπὸ αἰῶνες, θὰ παραγάγει τὸ «σύνδρομο τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ» στὸ Νεώτερο Ἑλληνισμό, ποὺ κατέστησε τὴν Εὐρώπη «καθολικὴ μητρόπολή» του. Οἱ Κολλυβάδες, πιστοὶ στὴν παράδοση τῶν Ἀνθενωτικῶν, ἀπὸ τοὺς Ἡσυχαστὲς τοῦ 14ου αἰῶνα ὡς τὸν Πατροκοσμὰ τὸν Αἰτωλὸ (18ος αἱ, δὲν πρωτοτυποῦν σὲ τίποτε στὴ στάση τους ἔναντι τῆς Εὐρώπης. Ἀπορρίπτουν καὶ αὐτοὶ καθολικὰ τὴ μετὰ τὸ σχίσμα Εὐρώπη, ἀρνούμενοι σ’ αὐτὴν κάθε σχέση μὲ τὴν πατερικὴ παράδοση, θεολογικὰ καὶ κοινωνικά, ὡς καὶ κάθε δυνατότητα ἀναγέννησης τοῦ Γένους μὲ τὰ δικά της «φῶτα». Ὁ συχνὰ χρησιμοποιούμενος ἀπὸ αὐτοὺς ὅρος «Φραγκιὰ» (France) ἐκφράζει ὁλόκληρη τὴν ἐκφραγκευμένη Δύση. Σὲ εἰδικὰ ἔργα -λιγότερο ὁ Νικόδημος καὶ συστηματικότερα, λόγῳ εἰδικῶν ἀφορμῶν, ὁ Πάριος-, προτείνουν τὴ διακοπὴ κάθε σχέσης μὲ τὴν Εὐρώπη, διότι ὁ τρόπος ὑπάρξεως, ποὺ αὐτὴ δημιουργεῖ, ἀνατρέπει τὸ ὀρθόδοξο ἦθος.
β) Ἡ Παιδεία: Οἱ Ἕλληνες Διαφωτιστὲς θεωροῦσαν τὴ νέα Φιλοσοφία ὡς τὴν πεμπτουσία τῆς ἀνανεωμένης παιδείας, ποὺ προέκριναν γιὰ τὸ Γένος καὶ τὴν πρόοδο του. Ἡ συνείδηση τῶν Κολλυβάδων γιὰ τὴ «νέα φιλοσοφία» προσδιορίζει καὶ τὴ στάση τους ἀπέναντι στὴν εἰσαγόμενη εὐρωπαϊκὴ παιδεία. Στὰ σχετικὰ ἔργα τους, ἰδιαίτερα ὁ Πάριος, τάσσονται ὑπὲρ μιᾶς παιδείας, ποὺ θεμελιώνεται στὴν παράδοση τοῦ Γένους, ὅπως αὐτοὶ βέβαια τὴ νοοῦν. Ἡ ἀφετηρία τους -ὅσο καὶ ἂν ἀναζητοῦνται ἄλλα κίνητρα εἶναι οὐσιαστικὰ καὶ ἐδῶ ἡσυχαστική-πατερικὴ ἐπανάληψη τῆς ἀνάλογης στάσης του Πατροκοσμά. Κάνουν διάκριση καὶ αὐτοὶ τῶν δύο γνώσεων-σοφιῶν (τῆς «ἄνω» καὶ τῆς «ἔξω» καὶ διαγράφουν τὰ ὅριά τους. Ἡ «ἄνω» σοφία ἀπαιτεῖ πατερικὰ καθολικὴ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πολεμικὴ τοῦ Παρίου κατὰ τῶν Ἐπιστημῶν δὲν σημαίνει καὶ ἀπόρριψή τους καθ’ ἑαυτές, ἀλλὰ μόνο τῆς στήριξης τῆς ἀνθρώπινης ἐλπίδας σ’ αὐτές. Αὐτὴ τὴν παράδοση ἄλλωστε εἶχε ἐνσαρκώσει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τὸ πνευματικὸ πρότυπο τῶν Κολλυβάδων. Γι’ αὐτὸ καὶ καταφεύγουν στὶς «ἐπιστῆμες» στὰ ἔργα τους, ἀλλὰ γιὰ νὰ προχωρήσουν σὲ πνευματικότερες τεκμηριώσεις. Εἶναι σαφὴς ἡ δήλωση τοῦ Παρίου: «Ἡ ἔξω σοφία δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἐδικήν της φύσιν οὔτε κακή, οὔτε καλή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μεταχείρισιν τῶν ἐχόντων αὐτὴν γίνεται καλὴ ἢ κακή». Ὄχι συνεπῶς ἡ «σοφία», ἀλλ’ οἱ «σοφοὶ» εἶναι τὸ πρόβλημα τῶν παραδοσιακῶν Κολλυβάδων. Ἐδῶ ἐντάσσεται καὶ ἡ ἀπόρριψη τοῦ Κοπερνίκειου συστήματος ἀπὸ τὸν Πάριο, ἀλλὰ καὶ ἄλλους. Οἱ φονταμενταλιστικὲς θέσεις (ἀπολυτοποίηση τῆς Γραφῆς λ.χ. ἡ διακηρύξεις τοῦ τύπου «τὰ μαθηματικὰ πηγὴ ἀθεΐας» κατανοοῦνται σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο καὶ σχετίζονται μὲ τὴν ἔπαρση (τῶν εὐρωπαϊκὰ σκεπτόμενων ἐπιστημόνων, μόνιμο πρόβλημα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ὡς τὸν αἰῶνα μας). Ἡ δῆθεν ἀντίθεση πίστεως καὶ γνώσεως (επιστήμης), ψευδοπρόβλημα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ ἡ ἀναγνώριση τῆς προτεραιότητας τῆς δικαιούμενης ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο ἐπιστήμης, βρίσκεται στὸ ὑπόβαθρο τῆς διαφωτιστικῆς στάσης καὶ τῆς ἀντιδιαφωτιστικῆς ἐπιθετικότητας.
γ) Προβολὴ προτύπων: Στὰ προβαλλόμενα πρότυπα τῶν «σοφῶν» τοῦ κόσμου ἐκ μέρους τῶν Διαφωτιστῶν, οἱ πατερικοὶ Κολλυβάδες ἀντιπροτάσσουν τὸ σοφὸ τῆς ρωμαίϊκης παράδοσης, τὸν Ἅγιο, τὸ θεούμενο ἄνθρωπο καὶ «κατὰ χάριν» θεάνθρωπο. Ὑπερβαίνεται, ἔτσι, ἡ ἰδεολογικὴ ἀντιπαράθεση καὶ τὸ πρόβλημα ἀντιμετωπίζεται στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐν Χριστῷ αὐθεντικῆς ὕπαρξης. Γι’ αὐτὸ, ρίχνουν ὅλο τὸ βάρος τῆς θεολογικῆς καὶ ποιμαντικῆς προσφορᾶς τους στὴ λατρεία, ἀποδεδειγμένη κιβωτὸ τοῦ Γένους κατὰ τὴ δουλεία. Ὑπογραμμίζουν τὴ σημασία τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, μέσα στὴν ὁποία διαμορφώνεται τὸ εὐχαριστιακὸ ἦθος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Δὲν εἶναι περίεργο, λοιπόν, ὅτι στὸ θέμα αὐτὸ ἀφιερώνεται τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς συγγραφικῆς παραγωγῆς τους, ποὺ περιλαμβάνει: πατερικὲς ἐκδόσεις μὲ ἐπικέντρωση στὸ Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ τὸ Συμεῶν τὸ Νέο θεολόγο, ἀναγεννητὴ τοῦ Ἡσυχασμοῦ τὸν 11ο αἰῶνα· ἔκδοση γεροντικῶν κειμένων (ἡ σοφία τῆς ἐρήμου), λειτουργικῶν (ὁμιλιῶν, ἀκολουθιῶν, συναξαριῶν, ἐγκωμίων) καὶ πρὸ πάντων τῆς Φιλοκαλίας. Ἡ τελευταία, προσφέροντας τὴ νηπτικοασκητικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπέβη πνευματικὴ τροφὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν σλαβικῶν χωρῶν καὶ κριτήριο τῆς νεώτερης θεολογίας μας, ὡς «ἐμπειρικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς γνησιότητας». Ἔχει ἀπόλυτα δίκιο ὁ Χρήστος Γιανναρὰς ὅταν γράφει, ὅτι ἡ ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας συνιστᾶ «πρόκληση ἀναμέτρησης δύο πολιτισμῶν». «Ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ φρενίτιδα τῆς «προόδου», ποὺ εἰδωλοποιεῖ θριαμβικὰ τὴν πιὸ στεγνὴ καὶ στεγανὴ ἀνθρωποκεντρικὴ αὐτάρκεια, αὐτάρκεια τοῦ φυσικοῦ καὶ θνητοῦ [...] καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ προτεραιότητα τῆς ἀναζήτησης τῆς ἀλήθειας καὶ ὄχι τῆς χρησιμότητας».
δ) Κοινωνία-ἐθνικὸ ὅραμα: Ἕνα ἀπὸ τὰ κυριότερα μέσα διαμόρφωσης τῆς εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας ἀπέβησαν οἱ Χρηστοήθειες, ποὺ προσδιόριζαν τὸ ἦθος τῆς νέας κοινωνίας, δηλαδὴ τὶς «σχέσεις ἀνάμεσα στὰ ἄτομα καὶ ἀνάμεσα στὰ φῦλα». Εἶναι «ὁδηγοὶ καλῆς συμπεριφορᾶς» τοῦ πολίτη, «πὼς θὰ καθήσει, πὼς θὰ φάει, πὼς θὰ μιλήσει...». Οἱ νοοτροπίες αὐτὲς εἰσβάλλουν στὴν Ἑλληνικὴ κοινωνία μέσῳ διαφόρων διαύλων καὶ κυρίως ἐκείνων, πού, μετὰ τὶς σπουδές τους στὴν Εὐρώπη, μεταφέρουν ἐδῶ τὰ ἤθη της. Τὶς συνέπειες ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος Κ. Δημαράς: «Ὅλα δείχνουν ὅτι μιὰ βαθιὰ ἀλλοίωση ἔχει ἐπέλθει στὴ συγκρότηση τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας». «Ἡ παραδοσιακὴ φιλοκαλία περνάει ἀπὸ δοκιμασία, ὥσπου νὰ ἀφομοιωθοῦν τὰ καινούρια, ἐνῷ παραμελοῦνται τὰ παλαιά». Εἶναι ἡ πρόκληση τῆς Εὐρώπης στὸ χῶρο τῆς κοινωνίας.
Δὲν πρέπει στὴ συνάφεια αὐτὴ νὰ λησμονεῖται, ὅτι ἡ διαμόρφωση τῆς μετακαρλομάγνειας Εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας ἔχει ὑποδομὴ θεολογική, θεολογικὸ ὅμως, δηλαδὴ ἐκκλησιολογικό, εἶναι τὸ ὑπόβαθρο καὶ τῆς ρωμαίικης κοινωνίας. Οἱ Κολλυβάδες τὸ βιώνουν αὐτὸ ὡς ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα καὶ θεολόγοι. Γι’ αὐτὸ, συνδυάζουν στὴν προσπάθειά τους τὴν ἀνανέωση τῆς θεολογικῆς παραδόσεως μὲ τὸ ἀμετακίνητο ὀρθόδοξο κοινωνικὸ μοντέλο, ποὺ προσφέρει τὸ μοναστικὸ κοινόβιο καὶ ἐμπεδώνει στὶς συνειδήσεις ἡ λατρεία. Ἡ προβολὴ τοῦ ὀρθοδόξου κοινωνικοῦ ἤθους γίνεται, ἔτσι, μετὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τήν ὀρθόδοξη πράξη, ποὺ διασυνδέει τὴν κοινωνία τῆς λατρείας μὲ τὴ «λειτουργία μετὰ τὴ λειτουργία», κάτι ποὺ ἐκφράζει πληρέστατα ἡ ἐκκλησιαστικὴ «πανήγυρις» μὲ τὴ διπλῆ της ὄψη, μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Παρ’ ὅλα αὐτὰ, ἡ Χρηστοήθεια τοῦ ἁγίου Νικόδημου ἔρχεται νὰ καλύψει καὶ θεωρητικὰ τὸ θέμα. Οἱ ἀναφορὲς τοῦ συγγραφέα δὲν εἶναι βέβαια εὐσεβιστικές, ἀλλὰ πατερικὲς καὶ ἁγιογραφικές. Δὲν πρόκειται ἄρα γιὰ ἠθικὲς «νόρμες», ἀλλὰ γιὰ ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία. Ὁ ἅγιος, ποὺ μὲ τὸ ἀσκητικό του πνεῦμα ἐνοχλεῖ τοὺς ἐκκοσμικευμένους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου, προτείνει τὸ αὐθεντικὸ ὀρθόδοξο-πατερικὸ ἦθος, ὡς τρόπο ἐκκλησιαστικῆς ὑπάρξεως.
Ἡ πολιτικὴ δράση των Κολλυβάδων, κυρίως τοῦ Παρίου, σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο πρέπει πρωταρχικά, κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη, νὰ θεωρηθεῖ. Εἶναι ἡ ἀπόλυτη συνέπεια στὴν ἀπόρριψη τῆς Εὐρώπης ὄχι μόνο στὸν ἰδεολογικό, ἀλλὰ καὶ στὸν κοινωνικὸ χῶρο. Ἡ θεωρητική τους τεκμηρίωση ἐπιβεβαιώνει αὐτὴ τὴ θέση. Τὰ περὶ «κηρύγματος δουλικῆς ὑποταγῆς» στὴν Ὀθωμανικὴ κυριαρχία ἢ περὶ «θεολογικὰ τεκμηριωμένα ἐθελοδουλίας» θὰ ἀνταποκρίνονταν στὰ πράγματα, ἂν δὲν διασκεδασθοῦν μὲ τὴν προσθήκη τοῦ Βασιλείου Μακρίδη: Μὲ σκοπὸ «τὴν προστασία τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς Δύσης». Ἴσως, μάλιστα, ὁ λόγος γιὰ «αὐτοπροστασία» εἶναι προτιμότερος καὶ ρεαλιστικότερος τοῦ ὅρου «ἐθελοδουλία». Ὁ «ἀντιευρωπαϊσμός» των Κολλυβάδων δὲν εἶναι κατ’ ἀνάγκη καὶ «φιλοτουρκισμός», γιὰ ἕναν ποὺ γνωρίζει τὰ εὐρωπαϊκὰ καὶ κυρίως τὰ γαλλικὰ σχέδια αὐτὴ τὴν ἐποχὴ γιὰ τὴ Ρωμαίϊκη Ἐθναρχία. Ἡ σύμπτωση τοῦ προκρίματος τῶν Κολλυβάδων μὲ τὶς ἄμεσες στοχοθεσίες τῆς Ὀθωμανικῆς πολιτικῆς εἶναι ἀδιαμφισβήτητο γεγονός, ταυτίζεται ὅμως καὶ ἐδῶ ἀπόλυτα μὲ τὴ στάση τοῦ ἐθνομάρτυρα ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ θεωρεῖ τὸν Ὀθωμανικὸ ζυγὸ θεϊκὴ εὔνοια γιὰ τὸ Γένος, μὲ κριτήριο ὅμως τὴ στάση τῆς Εὐρώπης ἀπέναντι στὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ ἀναζήτηση ἑρμηνείας πρέπει νὰ ἀποδεχθεῖ αὐτὴ τὴν ἀδιατάρακτη πιστότητα στὴν παράδοση τοῦ Γένους. Ἡ παραθεώρησή της, ὅμως, μεταβάλλει αὐτόχρημα τὴν ἐπιστήμη σὲ πολιτική. Καὶ μόνη ἡ πρόταση τοῦ Παρίου νὰ τιμῶνται τὰ θύματα τοῦ ἰσλαμισμοῦ, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας ἢ νὰ τιμῶνται ὡς ἅγιοι οἱ Νεομάρτυρες χωρὶς τὴν ἔγκριση τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, πρέπει νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἔμπρακτη «ἀντίσταση» στὴν ἐξουσία τοῦ «ἀντίχριστου», κατὰ τὸν Πατροκοσμά, Σουλτάνου.
Συμπερασματικά:
1. Ἡ ἀντιπαράθεση Κολλυβάδων-Διαφωτιστῶν εἶναι ἀντίθεση δυὸ διαφορετικῶν κόσμων καὶ «πολιτικῶν ὁραμάτων», ὡς δύο ἀλληλοαποκλειομένων ἐκδοχῶν τῆς ἑλληνικότητας. Ἡ ἐπιλογὴ τῶν μέσων σ’ αὐτὴ τὴ διαπάλη δὲν ἔχει πρωτεύουσα σημασία, ὅσο ἡ ἴδια ἡ διαπάλη, ποὺ ὑποστασιώνει τὶς συνειδήσεις.
2. Ἡ ἀποτίμηση τῆς στάσης των Κολλυβάδων προϋποθέτει δυνατότητα κατανοήσεως τῆς σημασίας γι’ αὐτοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὄχι ὡς θρησκευτικῆς ἰδεολογίας ἢ μεταφυσικοῦ στοχασμοῦ, ἀλλ’ ὡς τρόπου ὑπάρξεως, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ θέωση, τὸν μοναδικὸ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἐνδοϊστορικὰ καὶ μεταϊστορικά. Εἶναι, ἐπίσης, ἀναγκαία ἡ γνώση τῆς γλώσσας τους, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλᾶ ἑλληνική, ἀλλ’ ἐκκλησιαστικὰ ἑλληνική, γιὰ τὴν ἀποφυγὴ περαιτέρω παρανοήσεων.
3. Ἔτσι κατανοεῖται ἡ ἐμμονή των Κολλυβάδων στὴν παράδοση τοῦ Γένους, ἐκφραζόμενη μὲ τὸ γραφικὸ ἀξίωμα: «Μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες σου» (Παρ. 22, 28).
4. Οἱ παρεξηγήσεις -τέλος- στὴν ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τῶν Κολλυβάδων πρέπει νὰ ἀποδοθοῦν στὴν ἐφαρμογὴ δυτικῶν κριτηρίων (πολιτικῶν-οἰκονομικῶν, ὑλιστικῶν δηλαδὴ) καὶ ὄχι τῶν δικῶν τους (πνευματικῶν). Εἶναι ἕνα λάθος, ποὺ προσπαθεῖ νὰ διορθώσει ἡ σημερινὴ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, ὅταν βέβαια ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὸ καταθλιπτικὸ βάρος τοῦ παρελθόντος.
Περιοδικό «Πειραϊκὴ Ἐκκλησία», ἀρ. φύλλου 205, Ἰούνιος 2009