Ο γέροντας Ισίδωρος ο τυφλός
Αν ο Θεός επιτρέπει κάτι, είναι χρήσιμο για τη σωτηρία της ψυχής σας. Κοιτάξτε το πρόσωπό μου. Γεννήθηκα χωρίς όραση. Κι ευχαριστώ την Παναγία γι’ αυτό, γιατί έτσι διαπράττω λιγότερες αμαρτίες.
Constantina Palmer | Αγιορείτες Πατέρες | Γέροντας Ισίδωρος Φιλοθεΐτης
Στις 27 Νοεμβρίου του 2022, εκδήμησε εις Κύριον ο τυφλός γέροντας Ισίδωρος Φιλοθεΐτης.
Ο μακάριος γέροντας γεννήθηκε με χαμηλή όραση στην Πάτρα. Όταν ήταν μικρός, χειρουργήθηκε στα μάτια, αλλά μετά την εγχείρηση τυφλώθηκε τελείως. Εκάρη μοναχός στην Αγιορείτικη Μονή Φιλοθέου από το γέροντα Εφραίμ της Αριζόνας (Μωραΐτη), στον οποίον εξομολογούνταν όσο ήταν ακόμα λαϊκός στην Πάτρα.
Πριν την κουρά του ξαφνικά άρχισε να βλέπει και είπε: «Μήτηρ του Θεού, πάρε την όραση από μένα, γιατί αλλιώς δε θα γίνω πραγματικός μοναχός». Κι αμέσως έχασε πάλι την όρασή του. Το ήθελε, επειδή θεωρούσε ότι η αναπηρία τον βοηθούσε πνευματικά.
Το 1980, όταν ο πνευματικός του πήγε στην Αμερική, όπου ίδρυσε είκοσι μοναστήρια, ο μοναχός Ισίδωρος μετέβη στην Μονή Ξηροπόταμου στον πατέρα Εφραίμ Ξηροποταμινό (κατά κόσμον Απόστολο Κουτσιμπά). Εκείνος, παρά τα νεανικά του χρόνια, ήταν ήδη πραγματικός γέροντας. Είχε μαρτυρικό θάνατο στα 44 του και ο τυφλός Ισίδωρος φύλαγε τα άμφιά του μετά το θάνατό του. Τα μετέφερνε συχνά στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη για να μπορούν να τα προσκυνούν οι άνθρωποι. Ακόμα και 30 χρόνια μετά το μαρτυρικό τέλος του μακαρίου Ξηροποταμινού γέροντα τα άμφια συνέχιζαν να ευωδιάζουν.
Ο τυφλός ασκητής Ισίδωρος δεν παραπονέθηκε ποτέ για την αναπηρία του, αντίθετα, ευχαριστούσε τον Θεό γι’ αυτήν. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για τα θαύματα που έκανε: θεράπευσε πολλούς ανθρώπους από τον καρκίνο και διέθετε πνευματική όραση για τα πράγματα. Στην προσωπική του επικοινωνία ήταν χαρούμενος και αστειευόταν πολύ. Ο Γέροντας έλεγε: «Μην προκαταλαμβάνετε την κρίση του Θεού και μην κρίνετε τους άλλους».
Και επίσης: «Μάθετε να εμπιστεύεστε τον Θεό! Αν ο Θεός επιτρέπει κάτι, είναι χρήσιμο για τη σωτηρία της ψυχής σας. Κοιτάξτε το πρόσωπό μου. Πώς με βλέπετε; Θλιμμένο; Δυστυχισμένο; Δε χαίρεστε που με συναντάτε; Γεννήθηκα χωρίς όραση. Κι ευχαριστώ την Παναγία γι’ αυτό, γιατί έτσι διαπράττω λιγότερες αμαρτίες. Κάποτε μου είχε δώσει πίσω την όρασή μου, αλλά όταν άρχισα να βλέπω, αυτό δεν με βοήθησε, και Της ζήτησα να μου την αφαιρέσει... Και με άκουσε».
Κάθε φορά που ο τυφλός Ισίδωρος έβγαινε από το Άγιο Όρος δύο φορές το χρόνο, αυτό ήταν μεγάλη παρηγοριά για χιλιάδες ψυχές.
Ο γέροντας Ισίδωρος τελούσε υπό πλήρη υπακοή στο γέροντα Εφραίμ της Αριζόνας (Μωραΐτη) και είχε ιδιαίτερη αγάπη για την Υπεραγία Θεοτόκο, την οποία αποκαλούσε «Μάνα». Όταν τον ρωτούσαν για τις ευλογίες της ζωής του, απαντούσε: «Η Παναγία μας» ή «Ο Γέροντάς μου».
Η πρεσβυτέρα Κωνσταντίνα Πάλμερ, σύζυγος ορθόδοξου ιερέα, κατέθεσε τις αναμνήσεις της για το γέροντα στο κείμενο που ακολουθεί.
Η συνάντηση με τον άγιο γέροντα
Είχα πληροφορηθεί ότι ο Φιλοθεΐτης γέροντας Ισίδωρος ο Τυφλός βρισκόταν για λίγο στη Θεσσαλονίκη. Υποθέτοντας ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα, καθώς επιστρέφαμε στον Καναδά, έσπευσα να τον επισκεφθώ μαζί με αρκετούς άλλους. Ολόκληρο πλήθος ανθρώπων είχε έρθει για να ζητήσει τις προσευχές και τις συμβουλές του. Όση ώρα περιμέναμε τη σειρά μας να μιλήσουμε μαζί του, βλέπαμε ότι οι 50 περίπου άνθρωποι έμπαιναν μέσα λυπημένοι, μπερδεμένοι, φοβισμένοι κι ανήσυχοι, κι έβγαιναν αλλιώτικοι, χαρούμενοι. Και καθώς αυτό συνέβαινε ξανά και ξανά, πείστηκα ότι η αγιότητα ενός ανθρώπου μπορεί να φανερωθεί από την επίδραση που έχει στους γύρω του.
Αφού η χαρά και η ειρήνη στα πρόσωπα των ανθρώπων, μετά τη συζήτηση με το γέροντα, ήταν σημάδι της αγιότητάς του, τότε αυτός είχε αναμφίβολα φτάσει σε υψηλό πνευματικό επίπεδο. Όλοι όσοι έμπαιναν μέσα για να του μιλήσουν, έβγαιναν με άλλη όψη, έχοντας αφήσει πίσω τους όχι μόνο τα προβλήματά τους, αλλά και έχοντας λάβει παρηγοριά και χαρά.
Όταν τελικά ήρθε η σειρά μας, έσπευσα ενθουσιασμένη να χαιρετήσω το γέροντα. Καθόταν σ’ έναν ξύλινο πάγκο, με μια μαύρη βαμβακερή τσάντα δίπλα του, που ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα για εκείνον.
Καθώς τον πλησίασα, πρόφερα το συνηθισμένο ελληνικό μοναστικό χαιρετισμό: «Εὐλογεῖτε, γέροντα!»
Του φίλησα το χέρι του και κάθισα δίπλα του. Πριν προλάβω να συστήσω κάποιον, μου άπλωσε ένα κομμάτι ύφασμα στη μύτη:
– Μύρισε. Αυτό ανήκε σε άγιο, – μου είπε.
– Μυρίζει υπέροχα, – απάντησα εγώ. Κι άρχισα να του λέω ποιος ήταν μαζί μου. – Ήρθαμε να λάβουμε την ευχή σας. Εδώ είναι ο αδελφός μου, η μητέρα μου και η αδελφή μου, είναι ορθόδοξοι. Ο μόνος που δεν είναι ορθόδοξος είναι ο πατέρας μας. Προσευχηθείτε και γι’ αυτόν να γίνει Ορθόδοξος.
– Θα βαπτιστεί, – απάντησε με σιγουριά ο γέροντας.
– Το ελπίζουμε! – είπαμε όλοι σχεδόν με μια φωνή. Του ζητήσαμε εκ νέου να εύχεται για μας κι ο ίδιος μας ζήτησε να ευχόμαστε γι’ αυτούς.
Έψαξε στην τσάντα του και έβγαλε το χέρι του, κρατώντας πνευματικούς θησαυρούς που ευωδίαζαν: Ένα κομμάτι ύφασμα, ένα απότμημα των λειψάνων του γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή κι ένα κομμάτι από πουκάμισο που ανήκε σ’ έναν άγιο αγιορείτη ασκητή.
– Μυρίστε! Ε, τί λέτε; - μας ρώτησε με ενθουσιασμό. – Ευωδιάζουν, έτσι δεν είναι; Το νιώθετε;
– Ναι, γέροντα, μυρίζουν υπέροχα!
Αλλά και ο ίδιος εξέπεμπε ένα τόσο υπέροχο και γλυκό άρωμα που η ευωδία των κειμηλίων που μας πρότεινε να προσκυνήσουμε φαινόταν πολύ πιο ήπια.
Του ζητήσαμε την πνευματική του συμβουλή και μας απάντησε: «Να λέτε το “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!”» Εκφώνησε την κάθε λέξη δυνατά και αργά και χαμηλόφωνα. Και πρόσθεσε: «Και το “Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς”!»
Στη συνέχεια, μας ζήτησε να τον ξεπροβοδίσουμε έξω από το χώρο υποδοχής, μια και ήμασταν οι τελευταίοι επισκέπτες. Τον συνοδεύαμε προς την πόρτα, όταν στα μισά της διαδρομής σταμάτησε κι άρχισε να ψέλνει αργά με μπάσα και δυνατή φωνή: «Δόξα τῇ Ἀγίᾳ καί Ὁμοουσίῳ καί Ζωοποιῷ καί Ἀδιαιρέτῳ Τριάδι πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!»
Ανταλλάξαμε χαμόγελα μεταξύ μας, καθώς νιώσαμε έκπληξη μ’ αυτό το ξαφνικό χαρωπό άσμα. Στη συνέχεια, άρχισε να ψέλνει: «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν...». Εν τω μεταξύ, άρχισε να πιάνει τα χέρια μας, σαν να μας προσκαλούσε να τον ακολουθήσουμε. Κι όλοι τον ακολουθήσαμε σ’ αυτήν την αυθόρμητη υμνολογία, Νοέμβριο μήνα: «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος!»
Ήταν μία τόσο όμορφη στιγμή! Μία πολύτιμη ανάμνηση. Όλοι μας γίναμε μικρά παιδιά στην παρουσία του. Ο γέροντας εξέπεμπε ειλικρινή χαρά κι αγάπη για τον Κύριο. Οι καρδιές μας μαλάκωσαν και συγκινηθήκαμε βαθιά από την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη του. Όπως και όλοι οι προηγούμενοι επισκέπτες, φύγαμε από τη συνάντηση μαζί του γεμάτοι χαρά και ειρήνη, λες και αναστηθήκαμε κι εμείς οι ίδιοι, παρουσία ενός τόσο αγίου ανθρώπου.
Όταν βγήκαμε από την αίθουσα, η ηγουμένη ενός μοναστηριού στεκόταν εκεί κοντά και μιλούσε με γυναίκες.
Με ρώτησε:
– Κωνσταντίνα, τί έψελνες εκεί;
– Το «Χριστὸς ἀνέστη».
– Για το γέροντα Ισίδωρο κάθε μέρα είναι «Χριστὸς ἀνέστη» - μου χαμογέλασε, κουνώντας τα χέρια της, όπως κάνει ο γέροντας.
Όταν άκουσα τα λόγια του γέροντα για τον πατέρα μου εκείνη την ημέρα, τα φύλαξα στην καρδιά μου με την ελπίδα κι ειλικρινή πίστη ότι αυτά θα αποδειχθούν προφητικά. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτώ ότι είχα συγκλονιστεί παρά ταύτα, όταν αυτό έγινε πραγματικότητα λίγα χρόνια αργότερα.
Δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε ποτέ για τα θαύματα του Θεού και για το θέλημα του Κυρίου, «ο οποίος θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι» (Α΄ Τιμ. 2:4). Όταν βαπτίστηκε ο πατέρας μας του μεταφέραμε εκείνα τα λόγια του γέροντα κι εκείνος γέλασε, χωρίς να έχει καμιά αμφιβολία ότι ο τυφλός προφήτης είχε προβλέψει αυτό που θα γινόταν στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον.