Γέροντας Γρηγόριος: «Να φωνάζεις πιο δυνατά στη Θεοτόκο! Είναι Γερόντισσα και δεν ακούει καλά»
Τί σημαίνει να φωνάζεις πιο δυνατά; Σημαίνει να προσεύχεσαι μ' όλη σου την καρδιά, να απευθύνεσαι θερμά για να ακούγεσαι από τον Κύριο και την Πανάχραντη Μητέρα Του.
Αρχιεπίσκοπος Ομπούχοβ Ιωνάς | Γέροντας Γρηγόριος Δοχειαρίτης | Υπεραγία Θεοτόκος

«Μεγάλη μύτη, ατημέλητη γενειάδα… Και σφραγίδα Θείας αγάπης στην όλη παρουσία του»
Το γέροντα Γρηγόριο τον ήξεραν όχι μόνο άρρωστο κι αδύναμο, αλλά κι απότομο, κατηγορηματικό και ασυμβίβαστο σε πολλά πράγματα. Και παρόλ’ αυτά, οι άνθρωποι απευθύνονταν σ’ αυτόν, επειδή στο πρόσωπό του έβλεπαν την πραγματική έκφανση της αγάπης.
Δυστυχώς, τώρα η αγάπη – ακόμα και στην Ορθόδοξη Εκκλησία – πολύ συχνά έχει μια ουμανιστική απόχρωση: Αρκεί να είσαι καλούλης, κι αυτό θεωρείται πραγματική αγάπη. Όμως, τελικά, η αγάπη κι ο ουμανισμός, με την ευρωπαϊκή του διάσταση, είναι διαφορετικά πράγματα. Η πραγματική αγάπη δεν είναι πάντα ήπια, επιτρεπτική, αλλά πολλές φορές γίνεται σκληρή, αυστηρή κι ασυμβίβαστη.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σχέση μιας μάνας με το παιδί της. Όταν το παιδί γοητεύεται από επικίνδυνα αντικείμενα, λόγου χάριν, όταν παίρνει σπίρτα και προσπαθεί να κάψει κάτι, τότε, καμιά φορά, η μάνα αναγκάζεται ακόμα και να του χτυπήσει τα χέρια, για να του δώσει να καταλάβει ότι αυτό δεν πρέπει να το πιάνει. Ή όταν ζητάει συνέχεια γλυκά, ή όταν πέφτει κάτω υστερικά απαιτώντας να τον πάνε στο Μακ-Ντόναλντς ή να του αγοράσουν παγωτό. Η μάνα που αγαπάει αναγκάζεται καμιά φορά να αρνείται με αρκετή αυστηρότητα. Ακριβώς εδώ βρίσκεται κι η έκφανση της αγάπης της, της πραγματικής, που μόνο το καλό θέλει για τον αγαπημένο.
Έτσι, κι ο γέροντας Γρηγόριος ήταν άνθρωπος που αγαπούσε πολύ βαθιά τον Κύριο και που αγαπούσε αληθινά τους ανθρώπους. Κι ο Κύριος του χάριζε την απαραίτητη γνώση για το πως και με πόση ένταση πρέπει να επικοινωνεί με τους ανθρώπους. Νομίζω πως αυτό ήταν που ενέπνεε ώστε τόσοι προσκυνητές να προσέρχονται σ’ αυτόν.
Αν περιοριστείς στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, δεν μπορείς να θεωρήσεις το γέροντα ελκυστικό. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν ήταν όμορφα, δεν είχε αγιογραφική γενειάδα ή ευγενικούς τρόπους. Μεγάλη μύτη, αφρόντιστη γενειάδα, εξόφθαλμα μάτια… Αλλά ακόμα κι αυτό το παρουσιαστικό του τραβούσε το βλέμμα σου. Κι αυτό επειδή το πρόσωπο του γέροντα έφερνε τη σφραγίδα της Θείας αγάπης, της αγάπης προς τον Κύριο και προς όλα τα δημιουργήματά Του: Προς τους ανθρώπους, τα ζώα, τη φύση, προς όλα όσα μας περιβάλλουν. Αυτός ο άνθρωπος είχε όμορφη ψυχή.
«Και από την ερωμένη πόσα παιδιά έχεις;»
Μ’ όλα αυτά δεν μπορείς να πεις ότι πρόσφερε αγάπη, όπως ήδη έχω προαναφέρει, με την έννοια του ευρωπαϊκού ουμανισμού. Δεν άντεχε την αμαρτία, δεν ανεχόταν τα πάθη, δεν συμβιβαζόταν με περιστάσεις, όπου η αμαρτία καταλάμβανε την ψυχή οποιουδήποτε, και αγωνιούσε ειλικρινά για τον άνθρωπο.
Επειδή ο γέροντας είχε από τον Κύριο το χάρισμα να διαβάζει τις καρδιές των ανθρώπων, έβρισκε φάρμακο για τον καθένα που ερχόταν σ’ αυτόν. Πολλές φορές έβλεπα πόσο διαφορετικά αντιμετώπιζαν το γέροντα άνθρωποι τους οποίους γνωρίζω προσωπικά, όταν επικοινωνούσαν μαζί του για πρώτη φορά. Έχει ενδιαφέρον, ότι όσο πιο αγνός, ανοιχτός και ειλικρινής ήταν ο άνθρωπος που ερχόταν στο γέροντα, τόσο πιο γρήγορα έβρισκαν επαφή, άρχιζαν να σκέφτονται κυριολεκτικά με τον ίδιο τρόπο και ανέπνεαν, να το πω έτσι, τον ίδιο αέρα. Κι αντίθετα, αν υπήρχε στην ψυχή τους κάποια κρυφή περηφάνεια ή αδυναμίες, τις οποίες οι άνθρωποι δεν ήθελαν να τις παλεύουν, τότε ακόμα κι η απλή επικοινωνία με το γέροντα, χωρίς επιπλήξεις από την πλευρά του, κατέληγε, κατά κανόνα, σ’ έντονη διαμαρτυρία.
Κάποια πράγματα ο γέροντας τα στηλίτευε με δριμύτητα. Για παράδειγμα, τους ανθρώπους με οικογένεια ο Γέροντας συνήθως τους ρωτούσε πόσα παιδιά έχουν. Αν είχαν πολλά, πάντα χαιρόταν κι έλεγε: «Μπράβο, παλληκάρι». Όταν άκουγε ότι έχουν τρία, τέσσερα ή πέντε, τότε αγκάλιαζε τον άνθρωπο λέγοντας: «Έλα δω, έλα να σε φιλήσω». Στεναχωριόταν πολύ, όμως, που οι ορθόδοξοι χριστιανοί δεν νοιάζονται να έχουν πολλά παιδιά και που αυτές οι οικογένειες ζουν εγωιστικά και που δε φροντίζουν να γεννούν και να ανατρέφουν τέκνα για τη Βασιλεία του Θεού.
Μια φορά, ο πατήρ Γρηγόριος ρώτησε έναν άνθρωπο: «Πόσα παιδιά έχεις;» κι εκείνος απάντησε: «Δύο». «Κι από την ερωμένη πόσα έχεις;» Ο άντρας κοκκάλωσε, άρχισε να ανοιγοκλείνει τα μάτια του και παραλίγο να κλάψει. Πράγματι, είχε μια ερωμένη με την οποία συζούσε παράλληλα με την επίσημη σύζυγό του, και απ’ αυτή την επαφή γεννήθηκαν δύο παιδιά. Εν τω μεταξύ, ο γέροντας δεν είχε ενδιαφερθεί για το γεγονός αυτό καθαυτό, αλλά του είχε απευθυνθεί αυστηρά, σκληρά και χωρίς συμβιβασμούς για να τον προβληματίσει. Κι είχε φανεί, πόσο πολύ εκείνος ο προσκυνητής είχε εντυπωσιαστεί κι είχε αποχωρήσει από το Άγιο Όρος βαθιά σκεπτικός. Νομίζω πως κάτι έκανε μετά για να τακτοποιήσει την οικογενειακή του ζωή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτοί που αρνούνταν να αγωνίζονται ενάντια στην αμαρτία, δεν έβλεπαν το γέροντα με καλό μάτι. Έλεγαν: «Αυτός είναι παλιόγερος, γκρινιάρης. Πώς μπορεί να μιλάει τόσο σκληρά; Δεν είναι χριστιανικό, δεν είναι αγάπη αυτή, είναι μια μορφή αυταρχισμού».
Για μένα προσωπικά ο τρόπος με τον οποίον αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι το γέροντα ήταν ένα τεστ («βάμμα ηλιοτροπίου»). Ο γέροντας περιέβαλε με τέτοια αγάπη τον άνθρωπο που έτεινε προς την αγιότητα, ακόμα κι όταν ήταν σε κατάσταση ομηρίας στην αμαρτία, πολύ συχνά και μακριά από την Εκκλησία, αλλά που έτεινε προς την αλήθεια, προς το να γίνει καλύτερος, ώστε ο αμαρτωλός να μεταμορφώνεται πραγματικά. Αν στην ψυχή υπήρχε επιθυμία, κι ας ήταν σε εμβρυακό στάδιο, να αλλάξει τη ζωή του, αυτός ο σπόρος δίπλα στον πατέρα Γρηγόριο άρχιζε να βλασταίνει και να δίνει πλούσια βλάστηση.
Και το αντίθετο, χριστιανοί «με πείρα», αλλά που αρνούνταν να αγωνίζονται ενάντια στα πάθη τους, δεν τον καλόβλεπαν το γέροντα καθόλου.
«Να ονομάσεις το γιο σου Γρηγόριο»
Κάποτε, σ’ ένα από τα πρώτα βιβλία για τον Όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη, με τίτλο: «Όταν ο πόνος τού άλλου γίνεται δικός σου», είχα διαβάσει ότι ο γέροντας Παΐσιος συνέπασχε πολύ με τους ανθρώπους, τους συμπονούσε. Είχα σκεφτεί τότε, εντάξει, κι εγώ συμπονώ. Για πολύ καιρό δεν μπορούσα να καταλάβω τι το ιδιαίτερο είναι αυτό, ώσπου να το βρω μπροστά μου.
Επικοινωνώντας με τον πατέρα Γρηγόριο, κυριολεκτικά είδα με τα ίδια μου τα μάτια πως είναι να νιώθεις την κακουχία του άλλου ως δική σου. Πολλές φορές υπήρξα μάρτυρας σε περιστατικά, όπου ο γέροντας είχε ακούσει κάποια θλιβερή ιστορία απ’ έναν άνθρωπο, τον οποίον, ίσως, έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του. Ο γέροντας άλλαζε ολόκληρος στο πρόσωπό του, άρχιζε να αγχώνεται τόσο πολύ, λες κι αυτό το κακό είχε συμβεί προσωπικά στον ίδιο, ακριβώς εκεί και την ίδια ώρα, στο πρόσωπό του έτρεχαν δάκρυα. Δεν ήταν μια απλή εξωτερική συμπόνια. Όλοι εμείς, έτσι κι αλλιώς, συμπάσχουμε, όταν κάποιος δίπλα μας δεν είναι καλά. Αλλά πώς να βοηθήσεις; Όταν ένας άνθρωπος έρχεται, π.χ., από το Βορόνεζ, πώς εδώ, στο Άγιο Όρος, ο γέροντας μπορεί να συνδράμει ώστε να δοθεί μια λύση σε κάποιο οικογενειακό ή οικονομικό πρόβλημα;
Ο γέροντας, όμως, βοηθούσε. Μ’ αυτό που μπορούσε, την προσευχή. Πολλές φορές, εμείς αυτό το βλέπουμε επιφανειακά, χωρίς πραγματική πίστη, το ότι δηλαδή η προσευχή μπορεί να κάνει πολλά. Ναι, ξέρουμε τα λόγια του Αποστόλου: «Η παράκληση του δικαίου έχει μεγάλη δύναμη κι αποτελεσματικότητα» (Ιακ. 5, 16). Ωστόσο, ο Κύριος ακούει τον κάθε άνθρωπο κι όχι μόνο το δίκαιο. Βλέπει όλες τις δεήσεις που απευθύνονται προς Αυτόν. Στο Ευαγγέλιο βρίσκουμε αυτά τα λόγια του Χριστού: «Αν δύο από σας συμφωνήσουν στη γη, για ένα πράγμα που θα ζητήσουν, ο ουράνιος Πατέρας μου θα τους το κάνει» (Ματθ. 18, 19). Αν ο ίδιος ο άνθρωπος στη θλίψη του προσεύχεται, και προσεύχεται επίσης κι αυτός που ξέρει για αυτή τη θλίψη, τότε ήδη δύο καλούν τον Κύριο να επιλύσει τη δύσκολη κατάσταση. Ο Κύριος είναι κοντά, κι οπωσδήποτε θα βοηθήσει.
Κι εγώ ο ίδιος πολλές φορές το είδα και επιβεβαιώνω ότι με τις προσευχές του πατρός Γρηγορίου γίνονταν θαύματα. Ένας καλός μου γνωστός ήθελε πολύ να κάνει ένα γιο. Είχαν με τη γυναίκα του δύο κόρες, και για πάνω από δέκα χρόνια δεν έκαναν παιδιά. Μ’ αυτή τη θλίψη, ο γνωστός μου απευθύνθηκε στο γέροντα, κι εκείνος με απόλυτη σιγουριά του είπε: «Μην ανησυχείς, όλα θα είναι καλά, θα έχεις γιο. Μόνο να τον ονομάσεις Γρηγόριο». Φανταστείτε, ο άνθρωπος επέστρεψε στο σπίτι, κι ακριβώς μετά από εννιά μήνες, γεννήθηκε ο γιος του που τον ονόμασαν, όπως έπρεπε, Γρηγόριο. Μετά γεννήθηκε ακόμα ένας γιος… Έτσι, με τις προσευχές του Γέροντα, ο άνθρωπος έλαβε όχι μόνο αυτό που ήθελε, αλλά δύο φορές παραπάνω, δύο γιους, οι οποίοι τώρα είναι χαρά για τον ίδιον και τη σύζυγό του.
Παρόμοιες περιπτώσεις εγώ προσωπικά ξέρω πάρα πολλές.
«Να φωνάζεις πιο δυνατά στη Θεοτόκο! Είναι Γερόντισσα και δεν ακούει καλά»
Εξαιτίας του κινηματογράφου και μη έχοντας πλήρη κατανόηση της ταπείνωσης, διαμορφώθηκε η αντίληψη ότι ο ταπεινός μοναχός είναι άνθρωπος με χαμηλωμένο το βλέμμα, με το χέρι στο στήθος, και που αναστενάζει και συνέχεια μιλάει για την αναξιότητά του. Στην πραγματικότητα όλο αυτό έχει πολύ λίγο να κάνει με την αληθινή ταπείνωση.
Η ταπείνωση – τί είναι αυτό; Πρώτα απ’ όλα, είναι συνετή γνώμη για τον εαυτό σου. Οποιοσδήποτε άνθρωπος, όποια άσκηση και να κάνει, όποιες αρετές και να έχει αποκτήσει, ούτως ή άλλως καταλαβαίνει, ότι, όπως είπε ο Όσιος Μακάριος ο Μέγας: «Δεν έβαλα ακόμα αρχή μετάνοιας».
Όσο πιο βαθιά πνευματική ζωή έχει ο ασκητής, τόσο πιο συνετή γνώμη έχει για τον εαυτό του. Βλέπει ποια χαράδρα τον χωρίζει από το ιδεατό, το Χριστό. Και το αντίθετο, όσο λιγότερο πνευματικός είναι ένας άνθρωπος, όσο πιο λίγες αρετές έχει, τόσο πιο μεγάλη ιδέα έχει για τον εαυτό του. Να ένα τέτοιο πνευματικό αξίωμα.
Ο Γέροντας Γρηγόριος δεν είχε καμιά σχέση με την επιφανειακή αντίληψη περί ταπείνωσης. Ήταν απότομος, σκληρός, καμιά φορά ακόμα κι αυταρχικός. Σε πολλά πράγματα ήταν τόσο απόλυτος που γενικώς δεν προϊδέαζε για κάποια προοπτική διαλόγου ή συζήτησης.
Επομένως, η ταπείνωσή του σε τί φαινόταν; Σ’ όλα, ακόμα και στις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες της ζωής του. Για παράδειγμα, όταν κάποιος ζητούσε τις προσευχές του, ο Γέροντας πάντα απαντούσε: «Ναι, εντάξει, θα προσευχηθώ. Αλλά κι εσύ, οπωσδήποτε, πήγαινε και προσευχήσου στη Θεοτόκο. Η Θεοτόκος μας οπωσδήποτε θα σε βοηθήσει» (Ως γνωστόν, στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας «Γοργοϋπήκοου», η οποία είναι γνωστή για πάρα πολλές περιπτώσεις θαυματουργής βοήθειας). Ο πατήρ Γρηγόριος πάντα έστελνε τους ανθρώπους στη «Γοργοϋπήκοο» κι εν τω μεταξύ με το χαρακτηριστικό του χιούμορ συμπλήρωνε: «Μόνο να φωνάζεις πιο δυνατά, γιατί είναι Γερόντισσα και δεν ακούει καλά».
Τί σημαίνει να φωνάζεις πιο δυνατά; Σημαίνει να προσεύχεσαι μ’ όλη σου την καρδιά, να απευθύνεσαι θερμά για να ακούγεσαι από τον Κύριο και την Πανάχραντη Μητέρα Του.
Μετά το θάνατο του γέροντα νιώθουμε τη φυσική του παρουσία
Ο γέροντας Γρηγόριος ήταν, θα έλεγα, ζωντανή ενσάρκωση της μορφής παλαιών οσίων πατέρων, όπως διαβάζουμε γι’ αυτούς στα γεροντικά. Και στο μοναστήρι του, επίσης, φρόντιζε ώστε οι μοναχοί να ζουν όπως οι μοναχοί των πρώτων μονών της Αιγύπτου, όπως οι πρώτοι αγιορείτες μοναχοί.
Το πνεύμα του παλαιού ασκητισμού το κληρονόμησε από τους πνευματικούς του δασκάλους: Τους γνωστούς Έλληνες γέροντες, το γέροντα Φιλόθεο (Ζερβάκο) και το γέροντα Αμφιλόχιο (Μακρή). Ο Όσιος Αμφιλόχιος έχει πρόσφατα αγιοκαταταχτεί, κι αυτό είναι Πρόνοια του Θεού. Ο Γέροντας Γρηγόριος ανησυχούσε πολύ που είχε γίνει η αγιοκατάταξη πολλών αγιορειτών οσίων: Του γέροντα Παϊσίου, του γέροντα Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτη, κι άλλων πατέρων. Όμως, η αγιοκατάταξη του γέροντα Αμφιλοχίου, παρόλο που ο λαός τον τιμούσε πολύ, δεν είχε γίνει ακόμα. Δύο μήνες πριν, ο Όσιος Αμφιλόχιος της Πάτμου, ο αγαπημένος γέροντας του γέροντά μας, συμπεριλήφθηκε στο τάγμα των αγίων (Σημείωση μεταφραστή: Το παρόν κείμενο είχε πρωτοδημοσιευτεί στις 31.10.18, εννιά μέρες μετά την κοίμηση του γέροντα Γρηγορίου). Νομίζω πως, μετά απ’ αυτό, ο γέροντάς μας μπορούσε ήσυχα να ξεκινήσει το ταξίδι του προς τον πνευματικό του, για να κατοικήσουν μαζί στην Ουράνια Βασιλεία.
Όπως κι οι πνευματικοί του δάσκαλοι, κι ο πατήρ Γρηγόριος ήταν, πρώτα απ’ όλα, αυστηρός κι αμείλικτος με τον εαυτό του και με τεράστια αγάπη προσφερόταν στους διπλανούς, προσπαθούσε αυτούς που είναι δίπλα του να τους μάθει την πραγματική αγάπη προς το Θεό και προς τον πλησίον. Ακόμα και μετά το θάνατό του, συνεχίζει να αγαπάει τους ανθρώπους.
Ένας ιερέας μού έγραψε πρόσφατα ότι κάθε μέρα τελεί τη Θεία Λειτουργία και μνημονεύει τον πατέρα Γρηγόριο. Και μου λέει: «Τον νιώθω πραγματικά γύρω μου. Καμιά φορά, γυρνάς το κεφάλι σου απότομα και βλέπεις το πρόσωπό του. Δεν έχεις την αίσθηση ότι δεν είναι εδώ πλέον, ότι έχει φύγει…». Ο παππούλης με ρωτούσε πως να το αντιμετωπίσει; Απάντησα ότι και για μένα, μετά το θάνατο του γέροντα, η παρουσία του είναι έντονα αισθητή.
Πράγματι, και πριν, πάντα ένιωθα την προσευχητική του συμπαράσταση και την παντοτινή του μνημόνευση για μένα (κάτι το οποίο δεν μπορώ, δυστυχώς, να πω και για τη δική μου στάση προς αυτόν). Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι η ακόλουθη: Λίγο πριν το θάνατό του, ο γέροντας μού διηγήθηκε κάτι (συστήνω πολύ στους αναγνώστες να βρουν στο διαδίκτυο ταινίες για το γέροντα Γρηγόριο. Δόξα τω Θεώ, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του πρόλαβαν και γύρισαν αρκετές. Ο γέροντας Γρηγόριος έχει ένα εντελώς ιδιαίτερο τόνο, πρέπει τουλάχιστον μια φορά να ακούσει κανείς το λόγο του για να καταλάβει με πόση εκφραστικότητα προφερόταν όλο αυτό).
Λοιπόν, έλεγε: «Όταν την νύχτα δεν μπορώ να κοιμηθώ - και τώρα είμαι άρρωστος και πολύ συχνά δεν μπορώ να κοιμηθώ - ταξιδεύω. Πρώτα πηγαίνω νοητικά στην Αθήνα κι αρχίζω να ενθυμούμαι τα πνευματικά μου τέκνα, τους γνωστούς μου, τους φίλους μου, που ζουν εκεί. Τον καθένα απ’ αυτούς τους ενθυμούμαι, για τον καθένα προσεύχομαι. Μετά πηγαίνω στο Κίεβο κι ενθυμούμαι εκείνους που ξέρω σ’ αυτήν την πόλη και πάλι προσεύχομαι για τον καθένα απ’ αυτούς. Μετά μεταφέρομαι στην Αμερική κι ενθυμούμαι εκείνους που ζουν στην Αμερική κι εκείνους που γνωρίζω ότι χρειάζονται προσευχή. Κι έτσι μνημονεύω τον κάθε άνθρωπο με τ’ όνομά του».
Αν κι όταν ζούσε ένιωθα πολύ την προσευχητική του βοήθεια και πάντα ήλπιζα στις προσευχές του, τώρα νιώθω την παρουσία του κυριολεκτικά φυσική. Και δεν έχω μόνο εγώ αυτήν την αίσθηση, αλλά και πολλοί άλλοι άνθρωποι που τον ήξεραν και που κυριολεκτικά κολυμπούσαν στην αγάπη του όσο ζούσε. Και μετά το θάνατό του, ο γέροντας δεν τους εγκατέλειψε.
Πραγματικός καθηγούμενος «εργατικού» μοναστηριού
Κι ακόμα ένα επεισόδιο που δεν μπορώ να μην το αναφέρω.
Ο γέροντας ήταν εργάτης κι ασκητής. Ποιός είναι ασκητής; Ο άνθρωπος που είναι αφιερωμένος στην άσκηση. Ως γνωστόν, στο Άγιο Όρος, εκτός από το ότι όλα τα μοναστήρια έχουν πολλά κοινά, υπάρχουν και διαφορές. Κάποια μοναστήρια είναι θεολογικά, όπως για παράδειγμα, η Μονή Σίμωνος Πέτρας. Κάποια άλλα ξεχωρίζουν για τη φτώχεια και την ακτημοσύνη τους, όπως η Μονή Κωνσταμονίτου. Κάποια άλλα είναι γνωστά για την ομορφιά των ιερών ακολουθιών και για τη φιλοξενία τους, όπως η Μονή Βατοπεδίου. Η Μονή δε Δοχειαρίου είναι το εργατικό μοναστήρι, όπου σχεδόν δεν προσλαμβάνονται εργάτες, καθώς όλες τις εργασίες επισκευών, συντήρησης κι αποκατάστασης της Μονής τις εκτελεί η ίδια η αδελφότητα.
Ο γέροντας Γρηγόριος, όσο είχε δυνάμεις, άρχιζε πρώτος όλα τα διακονήματα. Όταν χρειαζόταν, μαζί με την αδελφότητα, μάζευε ελιές, ζύμωνε τσιμεντοκονία, σκούπιζε την αυλή. Όταν γέρασε και δεν μπορούσε να δουλεύει – υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας – πήγαινε εκεί, όπου δούλευε η αδελφότητα, καθόταν κάπου και προσευχόταν γι’ αυτούς που εργάζονταν.
Πάνω από 40 χρόνια, έπασχε από διαβήτη κι είχε ακόμα και πολλά άλλα υποκείμενα νοσήματα. Όσον αφορά στην υγεία, ήταν κυριολεκτικά σαράβαλο. Αλλά ακόμα και σ’ αυτή την κατάσταση πήγαινε στο λαχανόκηπο, ξάπλωνε ανάμεσα στις λωρίδες στο διάδρομο και ξαπλωμένος έβγαζε τα ζιζάνια, επειδή δεν μπορούσε ούτε να στέκεται ούτε να κάθεται.
Τα τελευταία χρόνια, το μοναδικό που μπορούσε να κάνει είναι να βγαίνει για την ιερή ακολουθία. Και κάθε τέτοια έξοδος ήταν γι’ αυτόν ανδραγάθημα. Το κελί του καθηγουμένου βρίσκεται στον τρίτο όροφο. Ο γέροντας ακόμα και σε επίπεδη επιφάνεια μετακινούνταν με μεγάλη δυσκολία, και στηριζόταν σε δύο γκλίτσες ή στα χέρια των άλλων. Και φανταστείτε μόνο, πόσο δύσκολο είναι σε μια τέτοια περίπτωση να ανεβοκατεβαίνεις τα απότομα σκαλιά. Ο γέροντας χρειαζόταν πολύ χρόνο για το ανέβασμα και το κατέβασμα, παρόλ’ αυτά, αν και με μεγάλη δυσκολία, πήγαινε στο Ναό.
Ερχόταν, προσευχόταν. Και πολλές φορές ήμουν αυτόπτης μάρτυρας για το πόσο πολύ η προσευχή κι η χάρη του Ναού τού έδινε δύναμη. Ο γέροντας ερχόταν τελείως εξουθενωμένος. Σιγά-σιγά, κυριολεκτικά ψηλαφώντας, πλησίαζε στο στασίδι του και καθόταν τελείως ανήμπορος. Αλλά στην πορεία της ιερής ακολουθίας ζωντάνευε: Πρώτα σηκωνόταν, μετά άρχιζε όσο μπορούσε να ψέλνει. Μετά ενσωματώνονταν πλήρως στην ιερή ακολουθία, έκανε και παρατηρήσεις στην αδελφότητα, όταν γινόντουσαν λάθη.
Είναι ενδιαφέρον ότι όσο ο γέροντας είχε δυνάμεις και σχετικά καλή υγεία, καθώς είχε δυνατή φωνή, έψελνε ψαλμωδίες πάντοτε παλικαρίσια, δυνατά και βίαια. Στην αρχή με τάραζε αυτό: «Τί φωνάζει έτσι; Δεν μπορεί κάπως πιο σιγά;» Αλλά μετά κατάλαβα: Τέτοια ήταν η δίνη της ψυχής του. Είχε τόσο δυνατή αφοσίωση ώστε να ψέλνει στον Κύριό του μ’ όλες του τις δυνάμεις…
Στο τέλος της ιερής ακολουθίας, ο γέροντας τόσο πολύ ζωντάνευε, που μετά την ακολουθία έβγαινε από το Ναό σχεδόν χωρίς τη βοήθεια άλλων. Κι έβγαινε όχι για να πάει στο κελί του. Για ακόμα μια ή δυο ώρες μιλούσε με τους προσκυνητές, απαντώντας σε διάφορες ερωτήσεις, παρηγορώντας, στηρίζοντας, εμπνέοντάς τους.
Για μένα όλ’ αυτά είναι μια φανερή επιβεβαίωση για το πόσο πολύ η χάρη του Θεού στηρίζει τον άνθρωπο που πιστεύει στην παντοδύναμη στήριξή Του. Ο Κύριος, οπωσδήποτε, δίνει την χάρη Του σ’ αυτούς που την απαιτούν, την λαχταρούν, την ζητούν, που νιώθουν πραγματικά «πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Σε τέτοιους ανθρώπους, η χάρη προσφέρεται πλουσιοπάροχα. Υπήρξα, πολλές φορές, αυτόπτης μάρτυρας αυτών.