Ὁ λόγος τῆς ἀληθείας οὐ δέδεται
Ἡ τελευταία του ὑποθήκη, προτοῦ πεθάνει, ἦταν: «Ἐκφεύγειν ἅπασι τρόποις τὴν κοινωνίαν αὐτοῦ (τοῦ πατριάρχου) καὶ μήτε συλλειτουργεὶν αὐτοῦ, μήτε ἀρχιερέα τοῦτον, ἀλλὰ λύκον καὶ μισθωτὸν ἡγεῖσθε».
Πρεσβύτερος Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος | Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός | Βίοι Ἁγίων
Κρατεῖ μὲν Ἄτλας μυθικῶς ὤμοις πόλον,
Κρατεῖ δ’ ἀληθῶς Μᾶρκος Ὀρθοδοξίαν.
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός γεννήθηκε τὸ 1392 μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πιστοὺς γονεῖς, τὸν ἀρχιδικαστή, σακελλίων καὶ διάκονο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Γεώργιο καὶ τὴ Μαρία ποὺ ἦταν κόρη τοῦ εὐσεβοῦς ἰατροῦ Λουκᾶ. Ἦταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια ἐξ οὗ καὶ ἡ ἐπωνυμία Εὐγενικός. Λόγῳ τῶν πολλῶν του πνευματικῶν χαρισμάτων ἔκανε περίλαμπρες θεολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς σπουδὲς καὶ μαθήτευσε στοὺς πλέον φημισμένους διδασκάλους τῆς ἐποχῆς του, ἕνας τῶν ὁποίων ἦταν ὁ μαθηματικὸς καὶ φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστὸς Πλήθωνας.
Διακρίθηκε σὰν δάσκαλος τῆς ρητορικῆς καὶ μεταξὺ τῶν μαθητῶν του ἦταν ὁ Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος (ὁ πρῶτος μετὰ τὴν πτῶσιν τῆς Πόλεως Πατριάρχης).
Σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν ἐκάρη μοναχὸς σὲ Μοναστήρι στὰ Πριγκηπόνησσα. Ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος καὶ τὸ 1436 ἐπίσκοπος.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία μετὰ ἀπὸ 1.100 χρόνια ἡγεμονίας σὲ ὁλόκληρο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο, βρισκόταν σὲ κίνδυνο ἀπὸ τὴν ἁλματώδη ἐπέλαση τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων. Σὲ βοήθεια τῆς Κωνσταντινούπολης ποὺ κινδύνευε νὰ πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων Ὀθωμανῶν προσέτρεξαν σὲ βοήθεια οἱ Χριστιανοὶ τῆς Δύσεως μὲ τὸν θρησκευτικό τους ἡγέτη, τὸν πάπα. Ὁ πανίσχυρος πολιτικὰ καὶ στρατιωτικὰ πάπας τῆς Ρώμης, λοιπόν, ἐξέφρασε τὸ ἔντονο ἐνδιαφέρον καὶ τὴ σφοδρή του ἐπιθυμία νὰ βοηθήσει στρατιωτικὰ τὴν παραπαίουσα αὐτοκρατορία νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς Τούρκους. Ζήτησε ὅμως ἕνα ἀντάλλαγμα: Τὴν πλήρη ὑποταγὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴν παπικὴ ἐξουσία, δηλ. νὰ ἀναγνωρίσουν οἱ Ὀρθόδοξοι ὅτι ὁ πάπας εἶναι ἡ μοναδική, ὑπέρτατη ἐξουσία σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸς καὶ μόνο νὰ μπορεῖ νὰ ἀποφασίζει γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, νὰ καθορίζει τὴν πίστη καὶ νὰ δικάζει καὶ ἀθωώνει κατὰ τὴν ἀπόλυτα ἐλεύθερη κρίση του. Δηλαδή, νὰ κάνει ὅ,τι θέλει στὴν Ἐκκλησία χωρὶς νὰ ὑπολογίζει καὶ νὰ ἐλέγχεται ἀπὸ κανένα.
Μόνο ὑπὸ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση τῆς πλήρους ὑποταγῆς τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν ἐξουσία του θὰ βοηθοῦσε τὴν Κωνσταντινούπολη. Δυστυχῶς, ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Παλαιολόγος, ἔχοντας λησμονήσει ὅτι μόλις πρὶν ἀπὸ διακόσια χρόνια οἱ σταυροφόροι τοῦ πάπα εἶχαν λεηλατήσει τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχαν καταλύσει τὴν Αὐτοκρατορία, πίστεψε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἐξασφαλίσει τὴν στρατιωτικὴ καὶ οἰκονομικὴ βοήθεια τοῦ πάπα.
Ἔτσι, ἡ πολιτικὴ ἐξουσία, ὁ αὐτοκράτορας, πίεσε τὴν Ἐκκλησία νὰ δεχθεῖ νὰ συζητήσει μὲ τὸν πάπα μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ βοήθεια τῶν Δυτικῶν. Συμφώνησε νὰ συμμετάσχει πολυπληθὴς βυζαντινὴ ἀντιπροσωπία στὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας ποὺ συνεκάλεσε ὁ πάπας μὲ σκοπὸ νὰ συζητηθεῖ καὶ νὰ ὑπογραφεῖ ἡ Ἕνωση τῶν Δύο Ἐκκλησιῶν. Στὴν αὐτοκρατορικὴ συνοδεία ἐπελέγη καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου Μᾶρκος ὡς ἐκπρόσωπος τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας καὶ Ἱεροσολύμων.
Ἡ Βυζαντινὴ ἀντιπροσωπεία μόλις πάτησε τὸ πόδι της στὴν Ἰταλία καὶ πρὶν καλά-καλὰ συναντήσει τὸν πάπα βρέθηκε πρὸ ἐκπλήξεως ὅταν ἄκουσε τὴν ἀπαίτηση τοῦ πάπα ὅτι στὴν πρώτη συνάντηση μαζὶ τοῦ πάπα στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς Φερράρας ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ ὁ Βυζαντινὸς αὐτοκράτορας, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ πέσουν νὰ προσκυνήσουν τὴν παντόφλα του. Ἡ ἐπιμονὴ τῶν παπικῶν ἦταν τόσο μεγάλη ποὺ οἱ Βυζαντινοὶ ἔθεσαν θέμα ματαίωσης τῆς Συνόδου καὶ ἄμεσης ἐπιστροφῆς στὴν Κωνσταντινούπολη. Τελικὰ οἱ παπικοὶ μπροστὰ στὸν κίνδυνο νὰ ματαιωθοῦν τὰ σχέδιά τους ὑποχώρησαν ἀλλὰ δὲν ἔγινε ἡ ὑποδοχὴ τῆς ἀντιπροσωπείας τῶν Ὀρθοδόξων στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ παρουσία τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ στὴν κατοικία τοῦ πάπα σὲ πολὺ στενὸ κύκλο.
Οἱ συζητήσεις στὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) περιεστράφησαν στὰ θεολογικὰ ζητήματα ποὺ χώριζαν τὶς ἐκκλησίες Δύσεως καὶ Ἀναστολῆς, κυρίως στὴν ἀξίωση τοῦ Πάπα γιὰ τὸ Πρωτεῖο, τὸ Φιλιόκβε, κ.ἄ. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἐπέμενε ὁ θεολογικὸς διάλογος νὰ διεξαχθεῖ μὲ ἀγάπη καὶ εἰλικρίνεια καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἀποφάσεων τῶν Ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν ὁποίων τὰ Πρακτικὰ καὶ οἱ ὅροι ζήτησε νὰ ἀναγνωσθοῦν πρὶν τὴν ἔναρξη τῶν συζητήσεων. Ἤθελε ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἡ Ἕνωση νὰ στηριχθεῖ στὴν ἀκαινοτόμητη εὐαγγελικὴ καὶ ἀποστολικὴ πίστη, ὅπως αὐτὴ ἐκφράσθηκε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἐπειδὴ οἱ θεολογικὲς συζητήσεις καθυστεροῦσαν, ὁ αὐτοκράτορας καὶ ὁ Πάπας πίεζαν γιὰ τὴν ἐπίσπευση τῆς ὑπογραφῆς τῆς Ἑνώσεως, ἡ κάθε πλευρὰ γιὰ τοὺς δικούς της λόγους. Χρησιμοποιῶντας ἀπειλές, πολιτικοὺς ἐκβιασμούς, χρηματικὰ δῶρα καὶ ὑποσχέσεις.
Ἕτεροι δὲ τινὲς εἶπον: «Ὀλίγη ἐστὶν ἡ μεταξὺ ἡμῶν καὶ τῶν Λατίνων διαφορά, καὶ εἰ θελήσουσιν οἱ ἡμέτεροι, εὐκόλως διορθωθήσεται».
Καὶ ἀποκριναμένου του Ἐφέσου ὅτι «μεγάλη διαφορὰ ἐστίν», εἶπον αὐτῷ «οὐκ ἔστιν αἵρεσις οὐδὲ δύνασαι εἰπεῖν αὐτὴν αἵρεσιν· οὐδὲ γὰρ τινὲς τῶν πρό σου ἐλλογίμων καὶ ἁγίων ἀνδρῶν ἐκάλεσαν αὐτὴν αἵρεσιν».
Ἔφη οὗν ὁ Ἐφέσου, ὅτι «αἵρεσὶς ἐστι καὶ οὕτως εἶχον αὐτὴν καὶ οἱ πρὸ ἡμῶν, [...] εἰ δὲ βούλεσθε, δείξω ὑμῖν ἐγὼ ὅπως εἶχον τούτους αἱρετικούς».
Εὐθὺς οὗν θυμοῦ πλήρεις γίνονται ὁ τε Μυτιλήνης καὶ ὁ Λακεδαιμονίας καὶ λέγουσι «καὶ τὶς ἄνθρωπος εἰ σὺ καὶ λέγεις τοὺς Λατίνους αἱρετικούς;» καὶ ἀνέστησαν ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου καὶ ἐγγύτερον γενόμενοι τοῦ Ἐφέσου ἀδεὼς ὁμοῦ τε καὶ ἀναιδῶς ἔβαλλον αὐτὸν λόγοις καὶ σκώμμασι [κοροϊδίες, χλευασμούς]: «Καὶ ἕως πότε ἀνεξόμεθα σιωπῶντες, τοιαῦτα σου λέγοντος», ἔφασκον, καὶ μονονοὺκ ὀδούσι καὶ χερσὶ ὥρμων διασπαράξαι αὐτόν· καὶ τέλος ἐπέθηκαν: «Ἐροῦμεν ἡμεῖς τῷ πάπα ὅπως λέγεις αὐτὸν αἱρετικόν, καὶ πείση καθὼς εἰ ἄξιος» καὶ ἐξῆλθον μετὰ τοιαύτης ὀχλήσεως.
Ὁ Νικαίας ἀναίδην ἔσκωπτε τὸν Ἐφέσου· καὶ μετὰ τὴν πολλὴν φιλονεικίαν ἀναστάς
ὁ Νικαίας ἔφη «περισσὸν ποιῶ καὶ φιλονεικὼ μετὰ ἀνθρώπου δαιμονιαρίου [εἶναι περιττὸ νὰ φιλονικῶ μὲ δαιμονισμένο - ἔτσι ἀποκάλεσε τὸν Ἅγιο Μᾶρκο!] αὐτὸς γὰρ ἔνι μαινόμενος [αὐτός, ὁ Ἅγιος Μάρκος, εἶναι φανατικός, μανιακός], καὶ οὐ θέλω ἵνα φιλονεικὼ μετ’ αὐτοῦ» καὶ ἐξῆλθε μετὰ θυμοῦ.
Τελικὰ ὁ Ἅγιος Μᾶρκος μόνος αὐτὸς παρέμεινε μέχρι τέλους συνεπὴς στὶς ὀρθόδοξες θέσεις καὶ παρ’ ὅλες τὶς πιέσεις καὶ τὶς ἀπειλὲς ἀκόμη καὶ κατὰ τῆς ζωῆς του, δὲν ὑπέγραψε. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ πάπας Εὐγένιος, εἶπε τὴν χαρακτηριστικὴ φράση: «Μᾶρκος οὐχ ὑπέγραψεν, οὐδὲν ἐποιήσαμεν!»
Μετὰ τὴν προδοτικὴ ἕνωση τῆς Φεράρας-Φλωρεντίας οἱ Βυζαντινοὶ ἐγκατέλειψαν τὴν Ἰταλία. Ὕστερα ἀπὸ ταξίδι τρεισήμισι μηνῶν ἔφθασαν τελικὰ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ οἱ κάτοικοι δέχθηκαν μὲ αἰσθήματα ἐχθρικὰ καὶ ἀποδοκίμασαν αὐτοὺς ποὺ ὑπέγραψαν τὴν ἕνωση-ὑποταγή, ἀλλὰ ἐπιδοκίμασαν καὶ τίμησαν τὸν Ἅγιο Μᾶρκο ὅπως ἀναφέρει ὁ ὑβριστής του γραικολατίνος ἐπίσκοπος Μεθώνης Ἰωσήφ: «Ὁ Ἐφέσου εἶδε τὸ πλῆθος δοξάζων αὐτὸν ὡς μὴ ὑπογράψαντα καὶ προσεκύνουν αὐτῷ οἱ ὄχλοι καθάπερ Μωϋσεὶ καὶ Ἀαρῶν καὶ εὐφήμουν αὐτὸν καὶ ἅγιον ἀπεκάλουν» (PG 159, 992).
Ἐνῷ ὁ λαὸς ἀποδοκίμασε τὴν ἕνωση μὲ τὸν πάπα ὁ νέος πατριάρχης ἦταν ἑνωτικός-λατινόφρονας καὶ σὲ συνεργασία μὲ τὸ παλάτι στράφηκε ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ὥστε ὁ Ἅγιος ἀναγκάστηκε νὰ δραπετεύσει ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσα, διότι κινδύνευε ἡ ζωή του, καὶ νὰ πάει στὴν Ἔφεσο. Ὅταν ὅμως τὸ πλοῖο σταμάτησε γιὰ λίγο στὴ Λῆμνο ὁ Ἅγιος ἀνεγνωρίσθηκε καὶ ἀμέσως συνελήφθη, κατόπιν αὐτοκρατορικῆς ἐντολῆς καὶ φυλακίσθηκε ἐκεῖ γιὰ δύο χρόνια. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς φυλακίσεώς του ὑπέφερε πολύ, ἀλλὰ ὅπως ἔγραψε στὸν ἱερομόναχο Θεοφάνη τον ἐν Εὐβοίᾳ «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ τῆς ἀληθείας δύναμης οὐ δέδεται, τρέχει δὲ μᾶλλον καὶ εὐοδοῦται, καὶ οἱ πλείονες τῶν ἀδελφῶν τὴ ἐμὴ ἐξορία θαρροῦντες βάλλουσι τοῖς ἐλέγχοις τοὺς ἀλιτηρίους καὶ παραβάτας τῆς ὀρθῆς πίστεως...».
Ἀπὸ τὴν Λῆμνο ὁ Ἅγιος ἐξαπέλυσε τὴν περίφημο ἐγκύκλιο ἐπιστολή του πρὸς τοὺς ἀπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Μὲ αὐτὴν ἐλέγχει αὐστηρῶς τοὺς Ὀρθοδόξους ἐκείνους ποὺ ἀποδέχθηκαν τὴν ἕνωση καὶ μὲ ἀδιάσειστα στοιχεῖα ἀποδεικνύει ὅτι οἱ λατῖνοι εἶναι αἱρετικοί: «Ὡς αἱρετικοὺς αὐτοὺς ἀπεστράφημεν, καὶ διὰ τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν». Καλεῖ δὲ ὁ ἅγιος τοὺς πιστοὺς νὰ ἀποφεύγουν τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ποὺ ἦταν λατινόφρονας καὶ ὅσους εἶχαν κοινωνία μαζί του, διότι αὐτοὶ εἶναι «ψευδαπόστολοι καὶ ἐργάται δόλιοι».
«Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως, ὡς αὐτοὺς ἐκείνους ἢ κακείνων πολλῷ χείρονας, ὡς χριστοκαπήλους καὶ χριστεμπόρους» (φεύγετε τοὺς λατινόφρονες ὅπως φεύγετε ἀπὸ τὰ φίδια).
«Πέπεισμαι γὰρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιίσταμαι τούτου καὶ τῶν τοιούτων ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς Ἁγίοις, καί, ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθεὶᾳ καὶ τοῖς Ἁγίοις Πατράσι καὶ Θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ τελευταία του ὑποθήκη, προτοῦ πεθάνει, ἦταν: «Ἐκφεύγειν ἅπασι τρόποις τὴν κοινωνίαν αὐτοῦ (τοῦ πατριάρχου) καὶ μήτε συλλειτουργεὶν αὐτοῦ, μήτε ἀρχιερέα τοῦτον, ἀλλὰ λύκον καὶ μισθωτὸν ἡγεῖσθε».
Μάλιστα φτάνει στὸ σημεῖο νὰ πεῖ ὅτι δὲν τοὺς θέλει οὔτε στὴν κηδεία του νὰ παραβρεθοῦν: «Λέγω περὶ τοῦ Πατριάρχου [...] οὔτε βούλομαι οὔτε δέχομαι τὴν αὐτοῦ ἢ τήν τῶν αὐτοῦ κοινωνίαν τὸ παράπαν, οὐδαμῶς, οὔτε ἐπὶ τῆς ζωῆς μου οὔτε μετὰ θάνατον [...] ὦσπερ παρὰ πᾶσαν μου τὴν ζωὴν ἤμην κεχωρισμένος ἀπ’ αὐτῶν, οὕτω καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου μου, καὶ ἔτι καὶ μετὰ τὴν ἐμὴν ἀποβίωσιν ἀποστρέφομαι αὐτῶν τὴν κοινωνίαν καὶ ἕνωσιν, καὶ ἐξορκὼν ἐντέλλομαι, ἵνα μηδεὶς ἐξ αὐτῶν προσεγγίση ἢ ἐν τῇ ἐμῇ κηδείᾳ ἢ τοῖς μνημοσύνοις μου [...] ὥστε συμφορένειν ἐπιχειρῆσαι καὶ συλλειτουργεὶν τοῖς ἡμετέροις»!
Μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του ὁ Ἅγιος Μᾶρκος λόγῳ τῆς ἀσθενείας του δὲν μπόρεσε νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔγινε δεκτὸς μὲ τιμὲς ὡς ἅγιος καὶ ὁμολογητής. Ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου των Μαγγάνων ὁ νέος ὁμολογητὴς διηύθυνε τὸν ἀγῶνα κατὰ τῶν ἑνωτικῶν, γράφοντας ἐπιστολὲς στοὺς μοναχοὺς καὶ κληρικοὺς ἐνθαρρύνοντας τοὺς νὰ κρατοῦν τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ νὰ μὴ συνεργάζονται μὲ τοὺς ἑνωτικούς.
Οἱ διωγμοί, οἱ ἐξουθενώσεις καὶ οἱ πιέσεις ἐπιδείνωσαν τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ἁγίου Μάρκου καὶ στὶς 23 Ἰουνίου τοῦ 1444 μ.Χ., ἀφοῦ εἶχε καλέσει κοντά του τὰ πνευματικά του τέκνα καὶ ἀνέθεσε στὸν Γεώργιο Σχολάριο τὴν ἀρχηγία τοῦ ἀνθενωτικοῦ ἀγῶνος, ἀπεδήμησεν εἰς Κύριον. Ἦταν μόλις 52 ἐτῶν.
Ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ὁ Μᾶρκος τιμήθηκε ὡς ἅγιος καὶ ὁμολογητής. Αὐτὸ μαρτυρεῖ μὲ πόνο καὶ ὁ σύγχρονος καὶ ἄσπονδος ἐχθρὸς τοῦ Ἰωσήφ, οὐνίτης ἐπίσκοπος Μεθώνης, λέγων, «ὦσπερ πολλοὺς μὲν καὶ ἄλλους, καὶ τὸν καλούμενον Παλαμᾶν, καὶ τὸν Ἐφέσου Μᾶρκον, ἀνθρώπους οὔτ’ ἄλλως φρενήρεις, ἀλλὰ καὶ δοξοσοφίας ἐμπεπλησμένους, μηδεμίαν ἀρετὴν ἢ ἁγιωσύνην ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντας, μόνον διὰ τὸ λέγειν καὶ συγγράφειν κατὰ Λατίνων, δοξάζετε καὶ ὑμνεῖτε, καὶ εἰκόνας ἐγκοσμεῖτε αὐτοῖς καὶ πανηγυρίζοντες, στέργετε αὐτοὺς ὡς ἁγίους καὶ προσκυνεῖτε» (PG 159, 1357).
Κατ’ ἀρχὰς ἡ μνήμη του ἑορταζόταν στὶς 23 Ἰουνίου ἀλλὰ ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, τὸ 1456 μ.Χ., ὅρισε διὰ συνοδικῆς πράξεως, νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη του στὶς 19 Ἰανουαρίου, μία μέρα μετὰ τὴν ἑορτὴ τῶν μεγάλων Πατέρων καὶ προμαχων τῆς πίστεως τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.
Οἱ ἀγῶνες τοῦ Μάρκου καὶ τοῦ μαθητοῦ του Γενναδίου ἀναγνωρίστηκαν ἀπὸ τὴν μεγάλη σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1484 μ.Χ. καὶ κατέγραψε τὰ ὀνόματα τους, ὡς πατέρων ἁγίων, στὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀγαπητοί μου,
Δυστυχῶς ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου μοιάζει πάρα πολὺ μὲ τὴ σημερινὴ πραγματικότητα στὴν Ἐκκλησία μας. Ὅπως τότε, ἔτσι καὶ σήμερα ἡ πολιτικὴ ἐξουσία θέλει νὰ παρεμβαίνει στὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ καθορίζει αὐτὴ τὶς ἐνέργειες τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν. Δέστε τί γίνεται στὴν Οὐκρανία ὅπου τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀντζέτα τὴν καθορίζει ἡ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τῶν ΗΠΑ καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες εἶναι τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας ἀρνοῦνται τὴν παρακαταθήκη τοῦ Ἁγίου Μάρκου, συμπεριφέρονται σὰν τοὺς ἐξωμότες φραγκολατίνους, ἐρωτοτροποῦν μὲ τὸν πάπα καὶ τὰ παπίδια, πολεμοῦν μετὰ μανίας καὶ θέλουν νὰ φιμώσουν ὅσους συνεχίζουν νὰ προβάλλουν ἀντιστάσεις.
Ὅμως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λόγος τῆς ἀληθείας οὐ δέδεται. Καὶ ὅσο ἂν αὐτοὶ ἔχουν τὴν ἐξουσία Αὐτὸς ποὺ καθορίζει τελικὰ τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Κύριός μας. Καὶ αὐτός μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι: «Πύλαι ἅδου ὁ κατισχύσουσι αὐτῆς».
Παράλληλα ὅμως ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση καὶ οἱ Ἅγιοι μᾶς ἐπιφορτίζουν ὅλους μας μὲ μία μεγάλη εὐθύνη: «Ἐπαγωνίζεσθε τὴ ἅπαξ παραδοθείση πίστει». Ὁ καθένας μας ἀνάλογα μὲ τὴ θέση καὶ τὴν εὐθύνη του καθὼς καὶ τὰ χαρίσματα καὶ τὶς δυνατότητές του νὰ στεκόμαστε ἀγωνιστὲς γιὰ τὴν πίστη μας, διότι ἐσεῖς, ἐμεῖς, ὅλοι μαζὶ «ὁ πιστὸς λαὸς εἶναι ὁ φύλακας τῆς πίστεως».