Οἱ Κολλυβάδες στὴν ἱστορία καὶ τὸ παρόν
Ἡ ἐμφάνιση τῶν Κολλυβάδων, κατὰ τὸν 18ο μ.Χ. αἰῶνα, στὸν ἁγιορειτικὸ καὶ εὐρύτερα τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, προκαλεῖ μία δυναμικὴ ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες τῆς Ὀρθοδόξου Πατερικῆς Παραδόσεως.
Ἀρχιμανδρίτης Ἐφραὶμ Βατοπαιδινός | Ἁγιορεῖτες Πατέρες | Κολλυβάδες Πατέρες
Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀναδεικνύει κάποιες πνευματικὲς προσωπικότητες, οἱ ὁποῖες ὄχι μόνο χαρακτηρίζουν τὴν ἐποχή τους, ἀλλὰ καὶ γίνονται φωτεινοὶ φάροι γιὰ τὶς ἐπερχόμενες γενεές. Γι’ αὐτὸ ἀτενίζοντας πρὸς αὐτοὺς μποροῦμε καὶ ἐμεῖς, οἱ «εἰς τοὺς ἐσχάτους καιροὺς καταντήσαντες», νὰ διαπλεύσουμε ἀκίνδυνα, «ἀβρόχοις ποσὶ» τὴν θάλασσα τῶν πειρασμῶν, τῶν παθῶν, τῶν πλανῶν τοῦ διαβόλου καὶ νὰ φθάσουμε στὸ λιμάνι τῆς «ὄντως ζωῆς», τῆς ἀπαθείας, τοῦ «σαββατισμοῦ»· νὰ ἐπιτύχουμε τὴν σωτηρία μας. Τέτοιοι ἦταν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς, ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ οἱ Κολλυβάδες Πατέρες.
Ἡ ἐμφάνιση τῶν Κολλυβάδων, κατὰ τὸν 18ο μ.Χ. αἰῶνα, στὸν ἁγιορειτικὸ καὶ εὐρύτερα τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, προκαλεῖ μία δυναμικὴ ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες τῆς Ὀρθοδόξου Πατερικῆς Παραδόσεως.
Οἱ φορεῖς αὐτῆς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως ὀνομάσθηκαν εἰρωνικὰ ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους τους στὸ Ἅγιον Ὄρος Κολλυβάδες, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἀντέδρασαν στὴν ἀντιπαραδοσιακὴ μεταφορὰ τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων ἀπὸ τὸ Σάββατο στὴν Κυριακή, γιατί σωστὰ ἐκτίμησαν ὅτι προσβάλλεται ἔτσι ὁ ἀναστάσιμος καὶ πανηγυρικὸς χαρακτῆρας τῆς ἡμέρας.
Συγκεκριμένα, ἡ ἀφορμὴ δόθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς ἁγιορειτικῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης. Τὸ 1754 μ.Χ., οἱ Ἁγιαναννίτες μοναχοὶ ἐργάζονταν γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ Κυριακοῦ (τοῦ κεντρικοῦ Ναοῦ τῆς Σκήτης). Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ ἐργάζονται καὶ τὸ Σάββατο, πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν τελοῦν τὰ μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων τὸ Σάββατο σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ποὺ ἴσχυε σὲ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Ἡ ἀπόφαση αὐτή, ποὺ ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, σκανδάλισε τὸν ἱεροδιάκονο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, ποὺ ἦταν τότε καθηγητὴς στὴν Ἀθωνιάδα Σχολή – τὴν ὁποία προσφάτως, τὸ 1749 μ.Χ., εἶχε ἱδρύσει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου – καὶ ἄρχισε δογματικὸ ἀγῶνα ἐναντίον των Ἁγιαναννιτῶν. Ὁ ἱεροδιάκονος Νεόφυτος ἦταν ὁ πρωτουργὸς τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων.
Βέβαια, ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων ἦταν μία μικρὴ λεπτομέρεια μέσα στὸ ὅλο ἀνακαινιστικὸ καὶ παραδοσιακὸ ἔργο τῶν Κολλυβάδων. Ἁπλῶς τονίσθηκε καὶ διογκώθηκε ἐσκεμμένα ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους τους, τοὺς λεγομένους Ἀντικολλυβάδες ἢ Φιλελευθέρους, ὥστε ὄχι μόνο νὰ ἀποκρυβεῖ ἡ ὅλη τους προσφορά, ἀλλὰ καὶ νὰ συκοφαντηθοῦν οἱ ἴδιοι, γιατί ἀσχολοῦνταν μὲ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα, ὅπως εἶναι δῆθεν τὰ μνημόσυνα καὶ τὰ κόλλυβα. Ἀλλὰ καὶ οἱ Μακκαβαῖοι γιὰ μία μικρὴ λεπτομέρεια, γιὰ τὸ ὅτι δὲν ὑπήκουσαν στὸν βασιλιᾶ Ναβουχοδονόσορα καὶ δὲν ἔφαγαν χοιρινὸ κρέας ποὺ τὸ ἀπαγόρευε ἡ παράδοση τῶν Πατέρων τους, ὑποβλήθηκαν σὲ φρικτὰ μαρτύρια καὶ ἔγιναν Μάρτυρες καὶ γνήσιοι ὁμοληγητὲς τῆς πίστεως τῶν Πατέρων· τοὺς ὁποίους τιμοῦμε ὡς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ὁμολογιακὸς χαρακτῆρας τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας ἐκφράζεται ὄχι μόνο στὸ δογματικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ καὶ στὸ ἠθικὸ καὶ γενικότερα τὸ παραδοσιακό.
Ἄλλη ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἐμφάνιση τῶν Κολλυβάδων δόθηκε μὲ τὴν ἔκδοση δύο βιβλίων, τοῦ πρώτου τὸ 1777 μ.Χ. καὶ τοῦ δευτέρου τὸ 1783 μ.Χ., τὰ ὁποῖα ἀναφέρονταν στὴν ἀνάγκη τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως καὶ προερχόταν ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν Κολλυβάδων. Τὸ δεύτερο βιβλίο, τοῦ ὁποίου συγγραφεῖς εἶναι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρὰς ἐπίσκοπος Κορίνθου, καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τὸ 1785 μ.Χ., γιατί δῆθεν δημιουργοῦσε σκάνδαλα καὶ διχόνοιες. Ἀργότερα, ὅμως, τὸ ἴδιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο πρόβαλε τὸ βιβλίο αὐτὸ ὡς ψυχωφελὲς καὶ σωτήριο καὶ μὲ Πατριαρχικὸ καὶ Συνοδικὸ γράμμα ἀθώωσε τοὺς συγγραφεῖς του.
Μαζὶ μὲ τὸν ἱεροδιάκονο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη συντάχθηκαν ἀρχικὰ οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς, ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, Χριστόφορος ὁ Προδρομίτης ὁ ἐξ Ἄρτης καὶ οἱ ἱερομόναχοι Ἀγάπιος ὁ Κύπριος, Ἰάκωβος ὁ Πελοποννήσιος, Παρθένιος ὁ ἁγιογράφος καὶ Παΐσιος ὁ καλλιγράφος. Ἀργότερα, προστέθηκαν καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ μεγάλος ἅγιος καὶ σοφὸς διδάσκαλος τοῦ Γένους· ὁ ἅγιος Μακάριος ἐπίσκοπος Κορίνθου, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν ἐπιφανῆ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων· ὁ ἱερομόναχος Διονύσιος ὁ Σιατιστέας, πνευματικὸς τῆς Βατοπαιδινῆς Σκήτης τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, καὶ ὁ ὑποτακτικός του ἱερομόναχος Ἰερόθεος, ὁ πνευματικὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὸ Πρωτάτο.
Οἱ κύριοι ἐκφραστὲς τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων, οἱ ὁποῖοι δημιούργησαν μία φιλοκαλικὴ ἀναγέννηση τὸν 18ο μ.Χ. αἰῶνα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἦταν ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος Κορίνθου ὁ Νοταράς. Αὐτοὶ λόγῳ τῆς προσφορᾶς καὶ δραστηριότητός τους, ἀλλὰ περισσότερο λόγῳ τῆς ὁσίας καὶ ὑποδειγματικῆς Πατερικῆς βιοτῆς τους, δικαίως συγκαταριθμήθηκαν στὴν χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Περὶ τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων συνῆλθαν δύο Σύνοδοι. Ἡ πρώτη μὲ ἐντολὴ τοῦ Πατριαρχείου ἔγινε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸ 1774 μ.Χ. καὶ συμμετεῖχαν δύο πρώην πατριάρχες, ὀκτὼ ἄλλοι ἀρχιερεῖς καὶ 200 περίπου μοναχοί. Ἡ Σύνοδος ἀναθεμάτισε τοὺς Κολλυβάδες. Ἡ δεύτερη Σύνοδος ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 1776 μ.Χ., ἐπὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Σωφρονίου Β΄ καὶ συμμετεῖχαν ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἀβραάμιος καὶ ἄλλοι 16 ἀρχιερεῖς. Ἡ Σύνοδος ἀφόρισε τοὺς ἀρχηγούς τῶν Κολλυβάδων – μεταξὺ τῶν ὁποίων συγκαταλεγόταν καὶ ὁ ἱερομόναχος Ἀγάπιος ὁ Κύπριος – ἐνῷ ἐδίωξε καὶ ἐξόρισε τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο. Τὸ 1785 μ.Χ., ὁ Πατριάρχης Γαβριὴλ ὁ Δ΄ ἀθώωσε τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἡ τελικὴ δικαίωση, ὅμως, τῶν Κολλυβάδων καὶ γιὰ τὸ θέμα τῶν μνημοσύνων καὶ τὴν συχνὴ θεία Μετάληψη ἔγινε ἀρκετὰ ἀργότερα, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1819 μ.Χ., ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε΄.
Οἱ Ἀντικολλυβάδες–Φιλελεύθεροι χρησιμοποίησαν ὅλα τὰ ἀθέμιτα μέσα κατὰ τῶν Κολλυβάδων· τὶς διαβολές, τὶς κατηγορίες, τὶς συκοφαντίες· ἔφθασαν ὡς καὶ στὴν διάπραξη φόνων. Οἱ Ἁγιαναννίτες κάλεσαν κάποιον ἀρχιληστὴ τῆς ἐποχῆς, τὸν καπετὰν Μᾶρκο, γιὰ νὰ φονεύσει τέσσερεις Κολλυβάδες: Τὸν καλλιγράφο ἱερομόναχο Παΐσιο καὶ τὸν Γέροντά του Θεοφάνη, τὸν ἱερομόναχο Ἀγάπιο τὸν Κύπριο καὶ τὸν ἱερομόναχο Γαβριήλ. Καὶ ὁ ληστὴς κατάφερε καὶ ἔπνιξε τοὺς δύο ἀπὸ αὐτούς, τὸν ἱερομόναχο Παΐσιο καὶ τὸν Γέροντα Θεοφάνη.
Ἡ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων ἦταν ἀκραιφνῶς Πατερική. Κύριο μέλημά τους ἦταν νὰ πείσουν μὲ τὸν λόγο καὶ μὲ ὅλο τὸ βίωμά τους τοὺς πιστούς, ὥστε νὰ ζήσουν τὴν ἐσωτερικὴ ἐν Χριστῷ ζωῇ. Τὰ θέματα στὰ ὁποῖα ἐντόπιζαν τὸν ἀγῶνα τους ἀφοροῦσαν τὴν Θεία Λατρεία. Ἦταν φιλακόλουθοι καὶ συνιστοῦσαν τὴν τακτικὴ Θεία Ἐξομολόγηση, τὴν συχνὴ συμμετοχὴ τῶν πιστῶν μετὰ ἀπὸ συνεχῆ πνευματικὸ ἀγῶνα καὶ προετοιμασία στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Προέτρεπαν στὴν αὐστηρὴ τήρηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τυπικοῦ, ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν πνευματικὴ ἰσορροπία στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, συνιστοῦσαν τὴν μελέτη Πατερικῶν κειμένων, ἡ ὁποία βοηθᾶ τὸν πιστὸ στὴν διαμόρφωση γνησίου Πατερικοῦ φρονήματος. Ἰδιαίτερα, οἱ τρεῖς ἅγιοι Κολλυβάδες, ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταράς, ἑρμήνευσαν κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔγραψαν βίους καὶ συνέταξαν Ἀκολουθίες Ἁγίων, ἀκόμη καὶ σχολικὰ ἐγχειρίδια Γραμματικῆς, Ρητορικῆς, Φιλοσοφίας. Πολλοὶ Κολλυβάδες ἀντέγραψαν μάλιστα ἔργα θύραθεν συγγραφέων, μετέφρασαν σύγχρονους Δυτικοὺς φιλοσόφους, δὲν φοβήθηκαν τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν νεωτερικότητα εἴτε προσλαβάνοντας στοιχεῖα καὶ μεθόδους ποὺ ἐναρμονίζονταν μὲ τὴν Πατερικὴ διδασκαλία εἴτε ἐπικρίνοντας αὐτὴν ἔντονα. Ὁ σοφὸς Εὐγένιος Βούλγαρης –ποὺ κάλλιστα μπορεῖ νὰ συνταχθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς Κολλυβάδες Πατέρες, ἂν καὶ δὲν συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὸ κίνημα, ἀφοῦ μετὰ τὸ 1762 μ.Χ. βρίσκεται ἐκτὸς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου (Λειψία καὶ κατόπιν Ρωσία)– ἦταν βαθὺς γνώστης καὶ κριτικὸς ἀποτιμητὴς τῶν πνευματικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς του μέσα στὸ φῶς τῆς Πατερικῆς παραδόσεως.
Αὐτὸ ποὺ προεῖχε γιὰ τοὺς Κολλυβάδες ἦταν νὰ φωτισθεῖ τὸ ὑπόδουλο Γένος καὶ νὰ σταθεῖ στὴν πίστη καὶ στὶς παραδόσεις τῶν Πατέρων, νὰ διασωθεῖ ὁ ἑλληνορθόδοξος πολιτισμὸς καὶ ὁ κατὰ Χριστὸν τρόπος ζωῆς. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἔγραψε 25 ὀγκώδη συγγράμματα. Μεταξὺ αὐτῶν ξεχωρίζει τὸ Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, ποὺ τὸ ἔγραψε ὅταν ἦταν ἐξόριστος στὸ νησὶ Σκυροπούλα, καὶ ἐνῷ ἡ ἐκεῖ διαβίωσή του ἦταν πλήρης δυσκολιῶν καὶ ταλαιπωριῶν, μὲ στέρηση καὶ τῶν ἀπαραιτήτων γιὰ τὶς βιοτικές του ἀνάγκες – καὶ φυσικὰ βιβλίων. Χρησιμοποιεῖ ἀπὸ μνήμης πλῆθος Πατερικῶν χωρίων γιὰ τὴν συγγραφὴ τοῦ βιβλίου του· κάτι τὸ ὁποῖο ἀποδεικνύει τὴν Χάρη καὶ τὴν ἀπέραντη μνήμη τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός. Τὸ σύγγραμμα αὐτὸ ἀποτελεῖ ἕνα ἐγκόλπιο γιὰ τὸν πιστὸ ποὺ θέλει νὰ βιώσει τὴν ἐν Χριστῷ πνευματικὴ ζωή, πραγματεύεται γιὰ τὴν φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων, τὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ γιὰ ὅλα ὅσα συντελοῦν στὴν τελειοποίηση τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ποὺ χαρακτηρίστηκε ὡς ὁ μαχητικότερος τῶν Κολλυβάδων, ἔγραψε 53 συγγράμματα. Πολέμησε ἰδιαίτερα τὸν ἀθεϊστικὸ Βολταιρισμὸ· τὴν πλάνη ποὺ προσπαθοῦσε νὰ εἰσέλθει καὶ στὸν ἑλλαδικὸ ὀρθόδοξο χῶρο μὲ τὸ πρόσχημα τοῦ Διαφωτισμοῦ, τῆς φυσικῆς θρησκείας, τοῦ ὀρθολογισμοῦ, καὶ ποὺ ἐνέκρυβε τὴν ἀθεΐα.
Ἐπίσης, οἱ Κολλυβάδες ἦταν οἱ πνευματικοὶ καθοδηγητὲς τῶν Νεομαρτύρων. Αὐτοὶ προετοίμαζαν καὶ τόνωναν ψυχολογικὰ στὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου, ἰδιαίτερα αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πρωτύτερα ἀρνηθεῖ τὴν πίστη τους, ἀλλὰ μετανοημένοι καὶ ἔμπλεοι θείου ἔρωτος ζητοῦσαν διακαῶς καὶ ἐπέμεναν νὰ προχωρήσουν στὸ μαρτύριο. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρὰς «γύμνασε πνευματικὰ» καὶ συντέλεσε ὥστε νὰ ἀνάψει τὸ «θεῖον πὺρ» τῆς πρὸς τὸν Χριστὸν ἀγάπης στὶς καρδιὲς τριῶν μεγάλων Νεομαρτύρων· τοῦ ἁγίου Πολυδώρου, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Λευκωσία, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου καὶ τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ Πελοποννησίου. Τὸ αἷμα τῶν Νεομαρτύρων ἀποτέλεσε τὸ εὐῶδες θυμίαμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπέφερε τὴν λύτρωση γιὰ τὸ ὑπόδουλο Γένος. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συγκέντρωσε πολλὰ ἀπὸ τὰ μαρτύρια αὐτὰ στὸ βιβλίο του, «Νέον Μαρτυρολόγιον».
Τὸ ἀναγεννητικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων εἶχε ἀποφασιστικὲς ἐπιδράσεις στὴν τόνωση καὶ ἐνίσχυση τῆς παιδείας τοῦ ὑποδούλου Γένους καὶ στὴν διατήρηση τῆς αὐτοσυνειδησίας του, ὄχι μόνον ἀπέναντι τῶν Ὀθωμανῶν κατακτητῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι τῶν δυτικῶν ἱεραποστόλων (μισσιονάρων) ποὺ ὄργωναν τὶς ὀρθόδοξες χῶρες, ἀσκῶντας προσηλυτισμὸ μὲ ἀθέμιτα μέσα, προπάντος ὅμως ἐκμεταλλευόμενοι τὴν ἀμάθεια, τὴν δουλεία καὶ τὴν φτώχεια τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε ὅτι ὁ Θεὸς γιὰ τὸ δικό μας καλὸ ἐπέτρεψε νὰ σκλαβωθοῦμε στοὺς Τούρκους καὶ ὄχι στοὺς Φράγκους, γιατί αὐτοὶ θὰ μᾶς ἔβλαπταν τὴν πίστη. «Ὁ δὲ Τοῦρκος», τόνιζε ὁ πατρο–Κοσμάς, «ἄσπρα ἅμα τοῦ δώσης, κάμνεις ὅ,τι θέλεις».
Οἱ Κολλυβάδες προκάλεσαν τὴν ἡσυχαστικὴ ἀναγέννηση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἦταν φορεῖς τῆς Πατερικῆς παραδόσεως. Αὐτοὶ ἐξέφραζαν τὴν ὑπερχιλιετῆ ζωὴ καὶ πορεία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ἀντικολλυβάδες οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸν εὐρωπαϊκὸ θεϊστικὸ Διαφωτισμό, ποὺ ἤθελε τὴν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀλλοίωση τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ. Οἱ Ἀντικολλυβάδες εἶχαν ἐλλιπῆ πνευματικὴ ζωή, ἔμεναν ἁπλᾶ σὲ ἕναν τύπο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τὴν λεγομένη «χονδροκαλογερική», καὶ δὲν βίωναν τὴν θεία Χάρη μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση. Γι’ αὐτὸ, ἐξάλλου, ἦταν ἀντίθετοι στὶς μακρὲς Ἀκολουθίες, στὴν συχνὴ Θεία Μετάληψη καὶ Ἐξομολόγηση, στὴν προγραμματισμένη πνευματικὴ μελέτη, στὴν νοερὰ ἐργασία, στὴν ἀδολεσχία μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Δὲν εἶχαν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ ζωή. Οἱ Κολλυβάδες Πατέρες δικαίωναν τὴν ὕπαρξη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὡς φορέα τῆς ἀκραιφνοῦς Πατερικῆς παραδόσεως. Στάθηκαν στὴν γραμμὴ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας – ἰδιαίτερα τῶν ἡσυχαστῶν καὶ νηπτικῶν Πατέρων τοῦ 14ου μ.Χ. αἰῶνα – καὶ δὲν ἄφησαν νὰ ἀλλοιωθεῖ ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός, ὅπως εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ γίνεται στὴν Ρωσία ἐπὶ τσάρου Πέτρου τοῦ Μεγάλου, τοῦ μεγάλου ἐραστοῦ τῆς Δύσεως ποὺ προώθησε τὸν ἐξευρωπαϊσμὸ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ συμπληρώθηκε μὲ τὴν ἀντιμοναστικὴ πολιτικὴ τῆς αὐτοκράτειρας Αἰκατερίνης τῆς Β΄.
Μολονότι, οἱ Ἀντικολλυβάδες ἦταν περισσότεροι σὲ ἀριθμό, χρησιμοποιοῦσαν βίαια μέσα, εἶχαν δὲ πολλὲς φορὲς καὶ τὴν ὑποστήριξη ὁρισμένων πατριαρχῶν, ἐν τούτοις δὲν κατάφεραν νὰ καταπνίξουν αὐτὸ τὸ κίνημα. Οἱ θέσεις των Κολλυβάδων ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως καὶ ἡ νέα γενικὴ ἀφυπνιστικὴ κίνηση, ποὺ εἶχε ὡς βάση τὴν ἀναβίωση τοῦ ἡσυχασμοῦ, σύντομα διαδόθηκαν στὴν Θεσσαλονίκη, τὴν Θεσσαλία, τὴν Ἤπειρο, τὴν Πελοπόννησο καὶ στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου. Οἱ περισσότεροι Ἁγιορεῖτες Πατέρες ποὺ ἐξορίσθηκαν ἢ αὐτοεξορίσθηκαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος μετέβησαν σὲ νησιὰ πλησίον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στὸ Αἰγαῖο Πέλαγος.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐξορισθέντες Κολλυβάδες, ὁ ἱερομόναχος Νήφων ὁ Χίος μαζὶ μὲ ἄλλους τέσσερεις μοναχούς, τοὺς Γρηγόριο, Ἀγαθάγγελο, Ἀνανία, Ἰωσὴφ ἀφοῦ πέρασαν γιὰ ἀρκετὰ χρόνια στὴ Σάμο, τὴν Πάτμο καὶ τὴν Ἰκαρία πῆγαν τελικὰ στὴν Σκιάθο, ὅπου ὁ Νήφων ἵδρυσε τὴν περίφημη Κοινοβιακὴ Μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τὸ 1794 μ.Χ., ποὺ ἀποτέλεσε τὸ βασικότερο κέντρο τῶν Κολλυβάδων ἐκτὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Σὲ αὐτὴν τὴν Μονή, γαλουχήθηκαν οἱ δύο Σκιαθίτες λογοτέχνες καὶ πνευματικὰ ἀναστήματα τῶν Κολλυβάδων, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (μετέπειτα μοναχὸς Ἀνδρόνικος) καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρὰς περιφερόταν συνεχῶς στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου πρὸς στηριγμὸ καὶ μετάδωση τοῦ Πατερικοῦ πνεύματος στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἰδίως στὴν νῆσο Χίο μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο.
Ὁ μακάριος Γέροντας Ἰερόθεος ἄρχισε τὸν μοναχικό του βίο ἀπὸ τὴν Βατοπαιδινὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου εἶχε ὡς Γέροντα τὸν πνευματικὸ τῆς Σκήτης, Διονύσιο τὸν Σιατιστέα. Μετὰ τὸν θάνατο, ὅμως, τοῦ Γέροντός του καὶ κατὰ τὴν δεύτερη φάση διώξεως τῶν Κολλυβάδων ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ὄρος ἀναγκάζεται νὰ φύγει ἀπὸ τὸν Ἄθωνα. Πηγαίνει στὸν Πόρο καὶ στὴν Ὕδρα, ὅπου ἱδρύει τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Προφήτου Ἠλία. Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Φιλόθεος γίνεται ὁ νέος κτίτορας τῆς ἐγκαταλελειμμένης τότε Μονῆς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τῆς Λογγοβάρδας στὴν Πάρο. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν Μονὴ προῆλθε καὶ ὁ ἅγιος ἡγούμενός της, ὁ γνωστός μας, Φιλόθεος Ζερβάκος.
Ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Νέος μαζὶ μὲ τὸν πνευματικό του πατέρα Δανιὴλ ἔφυγαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πῆγαν στὰ νησιὰ Πάρο, Σίκινο καὶ Φολέγανδρο. Στὴν Πάρο ὁ ἅγιος Ἀρσένιος παρέμεινε στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἔγινε ἡγούμενός της. Ἐκεῖ ἔζησε μὲ πολὺ χαρισματικὸ τρόπο, προσείλκυσε καὶ ἀνέπαυσε πολλὲς ψυχὲς ἀπὸ τὴν δυστυχία καὶ τὴν ἄγνοια ποὺ κυριαρχοῦσε τότε στὸ νησί.
Ἄλλες μορφὲς τοῦ 19ου μ.Χ. αἰῶνα, ποὺ ζυμώθηκαν μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Κολλυβάδων καὶ εἶχαν τὴν δραστηριότητά τους στὴν Πελοπόννησο καὶ στὴν Ἀθήνα, ἦταν οἱ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος, Κοσμᾶς Φλαμιάτος, Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος (ὁ λεγόμενος Παπουλάκος), Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος, ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς.
Ἐπίσης, καὶ οἱ ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες (Ρουμανία, Ρωσία) δέχτηκαν ἄμεσα ἢ ἔμμεσα, τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση τῶν Κολλυβάδων, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἡσυχασμοῦ στὶς χῶρες αὐτές. Κύριος μύστης, κατὰ τὸν 18ο μ.Χ. αἰῶνα, γιὰ τοὺς συγχρόνους τοῦ Ρουμάνους καὶ Ρώσους στὴν λησμονημένη Πατερικὴ πνευματικότητα ἦταν ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ ποὺ ἔζησε γιὰ 18 χρόνια στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν Καψάλα καὶ στὴν ἱδρυθεῖσα ὑπὸ αὐτοῦ Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλία. Κατόπιν, μετέβη στὴν Μολδαβία, τὴν σημερινὴ Ρουμανία καὶ ἔγινε ὁ γενάρχης τῶν ἀσκητικῶν «Στάρετς», τῶν ὁσίων ἐκείνων Ρώσων Γερόντων, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς ἁγίας τους ζωῆς καὶ τῶν κεχαριτωμένων λόγων τους στήριζαν ὄχι μόνο τοὺς ἀγραμμάτους χωρικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς μεγαλύτερους διανοούμενους στὶς χῶρες τους.
Τὸ πνεῦμα τῶν Κολλυβάδων λειτούργησε κατὰ τὸν 19ο μ.Χ. αἰῶνα ὡς ἀντίσωμα, κατὰ τοῦ πνεύματος ἀλλοιώσεως τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ ποὺ εἶχαν υἱοθετήσει οἱ Δυτικίζοντες φορεῖς, πολιτικοὶ καὶ θεολόγοι, ὅπως ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς καὶ ὁ Ἀρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης.
Ἀλλὰ καὶ στὴν σύγχρονη ἐποχή μας ὑποβόσκει ἕνα ἀντικολλυβαδικό, ἀντιπατερικὸ πνεῦμα. Ἡ ἀπειλὴ ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνα ἁπτὸ γεγονός. Πολλοὶ εἰσηγοῦνται νὰ συντομευθοῦν οἱ Ἀκολουθίες, νὰ τελεῖται στὴν ἁπλῆ δημοτικὴ γλῶσσα ἡ Θεία Λειτουργία, νὰ περιορισθοῦν οἱ νηστεῖες καὶ οἱ ἑορτές, νὰ καταργηθεῖ τὸ τέμπλο στοὺς ναούς. Πολλοὶ θεωροῦν πλάνη νὰ ἀσκεῖται κανεὶς στὴν νοερὰ προσευχή, ἢ νὰ κάνει κομποσχοίνι, νὰ κοινωνεῖ συχνά.
Παράλληλα, ὅλο καὶ νέα θεολογικὰ ρεύματα δημιουργοῦνται, ἐνῷ κάποια ὑφίστανται διαρκῶς στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὴν οὐσία παρὰ τὴν Ἐκκλησία. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν κάποιες τάσεις στὴν θεολογία τῶν ἡμερῶν μας, ποὺ ἀντικατοπτρίζουν καὶ ἕναν ἀντίστοιχο τρόπο ζωῆς.
Πρώτη, αὐτή τῶν εὐσεβιστών, ἠθικιστών. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ποὺ ὑπῆρχαν πάντοτε σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς δίνουν βαρύτητα στὸν τύπο, ἔχουν μία ἐξωτερικὰ ἠθικὴ ζωή, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν οὐσιαστικὰ τί σημαίνει καθαρότητα τῆς καρδίας. Μένουν στὸν τύπο καὶ δὲν εἰσχωροῦν στὴν οὐσία. Νομίζουν ὅτι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα ἠθικὸ γεγονὸς καὶ ὄχι μία ὀντολογικὴ κατάσταση, πραγματικὴ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.
Στὴν δεύτερη τάση, κατατάσσονται αὐτοὶ ποὺ ἐκφράζουν τὴν λεγόμενη αἰσθητικὴ θεολογία. Εἶναι ἄνθρωποι μὲ ὑψηλὴ διανόηση καὶ κουλτούρα· ἄνθρωποι τῆς τέχνης, τῆς ποίησης, τῆς μουσικῆς. Θέλουν νὰ συνδέσουν τὴν θεολογία μὲ τὴν τέχνη, ὥστε ἡ θεολογία νὰ γίνει ἡ θεραπαινίδα τῆς τέχνης. Δηλαδὴ ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ γίνει ποιητική, συγγραφικὴ καὶ μουσική. Ἂς τονίσουμε, ὅμως, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία καὶ συνεπῶς ἡ θεολογία δὲν εἶναι τέχνη καὶ πολιτισμός, ἀλλὰ παράγει τέχνη καὶ πολιτισμό. Ἡ ὁποιαδήποτε τέχνη καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωή μας πρέπει νὰ συνδέεται μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ παίρνει «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν» (Ιω. δ, 10).
Τρίτη τάση εἶναι αὐτή των παραδοσιαρχικῶν. Αὐτοὶ ἐπικεντρώνουν τὸ ἐνδιαφέρον τους στὸν τύπο τῆς Πατερικῆς παραδόσεως, ἀλλοιώνουν, ὅμως, τὴν ἴδια παράδοση στὴν πράξη. Δὲν καταλαβαίνουν τὴν Παράδοση ὡς ὀργανικὴ καὶ δυναμικὴ συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτίζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸ ἔνδοξο παρελθὸν τῆς Παραδόσεως, δὲν ζοῦν, ὅμως, αὐτὴν τὴν Παράδοση. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ εἶναι γνῶστες τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, δὲν τὴν ἐφαρμόζουν, ὅμως, στὴν ζωή τους. Ὁμιλοῦν μὲν συνέχεια γιὰ ἐπιστροφὴ στὶς παραδόσεις καὶ τοὺς Πατέρες, δὲν ἔχουν, ὅμως, βιώσει τὴν Θεία Χάρη, ποὺ εἶχε σκηνώσει στοὺς Πατέρες καὶ τοὺς ἐνέπνεε σὲ κάθε λόγο καὶ δραστηριότητά τους. Ἔτσι, ἀποδεικνύονται κίβδηλοι, ἢ ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος «κύμβαλα ἀλλαλάζοντα» (Α΄ Κορ. ιγ, 1).
Στὴν τέταρτη τάση κατατάσσονται αὐτοὶ ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ παροντικὴ θεολογία. Μετατοπίζουν τὸ κέντρο βάρους ἀπὸ τὴν θεολογία στὴν ἀνθρωπολογία καὶ τὴν κοινωνιολογία. Αὐτοὶ πρεσβεύουν τὸ τέλος τῆς Πατερικῆς θεολογίας, καὶ προσπαθοῦν νὰ ὁμιλήσουν μὲ νέα θεολογία γιὰ τὰ σύγχρονα προβλήματα τῆς κοινωνίας, τὰ ὁποῖα νομίζουν ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιλύσει ἡ Πατερικὴ θεολογία. Θεωροῦν ὅτι ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κλειστός, στατικὸς καὶ δὲν πιστεύουν ὅτι αὐτὸ ποὺ τροφοδοτεῖ τὴν Ἐκκλησία εἶναι τὰ ἔσχατα· ὅτι μόνο μὲ τὸ πρίσμα τῆς ἐσχατολογίας ἔχει νόημα καὶ ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου.
Παράλληλα, ὅμως, παρατηρεῖται σὲ πολλοὺς τὰ τελευταῖα χρόνια μία βαθύτερη γνώση τῆς Πατερικῆς παραδόσεως, καὶ προπάντων τοῦ ἡσυχασμοῦ ὡς αὐθεντικοῦ, πρακτικοῦ βιώματος. Τὸ βίωμα αὐτό, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ Εὐαγγελίου στὴν ἐποχή μας, ἡ βίωση τῆς θείας Χάριτος, ποὺ ἐξασφαλίζει στὸν ἄνθρωπο τὴν καρποφόρα ἔνταξή του στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μὲ πληρότητα ἀληθινῆς ζωῆς καὶ ἀναφαίρετης χαρᾶς κατὰ τὴν κοινωνία του μὲ τὰ ἄλλα πρόσωπα. Τότε, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐκκλησιολογικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ ὑπόσταση, ἀληθινὸ πρόσωπο κατ’ εἰκόνα τοῦ ἀπολύτου καὶ αἰωνίου προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Μποροῦμε νὰ ποῦμε μὲ βεβαιότητα ὅτι ὅσοι ἀνήκουν στὶς τέσσερεις κατηγορίες ποὺ ἀναφέραμε ἔχουν μία διανοητικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, ἐπαναπαύονται σὲ αὐτὴν καὶ νομίζουν ὅτι γνωρίζουν τὸν Θεό. Δὲν ἔχουν, ὅμως, ἐπιτύχει τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ὅλη τους ὕπαρξη καὶ κυρίως μὲ τὴν νοερὰ ἐνέργεια στὴν καρδιά τους, ἀλλὰ οὔτε τὴν οὐσιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν συνάνθρωπο. Οἱ ἅγιοι Κολλυβάδες Πατέρες μας τόνιζαν ὅτι τὸ πνευματικὸ κέντρο τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου εἶναι ἡ καρδία καὶ ὄχι ὁ ἐγκέφαλος. Ἐκεῖ διαδραματίζονται ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ ἀοράτου πολέμου, τῆς ἀναγεννήσεώς μας, τῆς ἐνοικήσεως τῆς Θείας Χάριτος. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κέντρο φυσικό, παραφυσικὸ καὶ ὑπερφυσικό. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν» (Λουκ. ιζ, 21). Οἱ Κολλυβάδες ἐπέμεναν στὴν συχνὴ Θεία Κοινωνία, γιατί γνώριζαν ὅτι στὸ εὐχαριστιακὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἑνώνεται ἀρρήτως καὶ ἀδιαιρέτως ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, βιώνεται τὸ ὁμοούσιο τῆς ἀνθρωπότητος, τελεσιουργεῖται τὸ μυστήριο τῆς θεώσεως.
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν καὶ προσφέρουν μία φαλκιδευμένη, νοθευμένη Ὀρθοδοξία, πρέπει νὰ ἐναρμονισθοῦν μὲ τὴν ζωογόνο Πατερικὴ παράδοση, ποὺ εἶναι αὐτήν τῶν Κολλυβάδων τοῦ 18ου μ.Χ. αἰῶνα, τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνα, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ Κολλυβάδες γίνονται, ἔτσι καὶ σήμερα, πνευματικοὶ ὁδηγοί μας γιὰ τὴν σωστὴ συνέχιση τῆς πορείας μας μέσα στὴν αὐθεντικὴ Πατερικὴ παράδοση.
Τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων παραμένει πάντοτε τὸ ἴδιο. Ἀνάλογα, ὅμως, τὶς κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικὲς συνθῆκες κάθε ἐποχῆς οἱ Πατέρες βιώνοντας τὴν Θεία Χάρη, τὴν κοινωνία μὲ τὸν προσωπικὸ Θεὸ διατυπώνουν καὶ τὶς θέσεις τους κατὰ τὸν διάλογο μὲ τὰ φιλοσοφικά, θρησκευτικὰ καὶ κοινωνικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς τους. Ἡ διατύπωση τῶν δογμάτων καὶ ἡ ἑρμηνεία τῆς ὁδοῦ τῆς μετανοίας διαμορφώνεται κάθε φορὰ μὲ σύγχρονη καὶ δυναμικὴ ὁρολογία δίχως νὰ ἀλλοιώνεται ἡ οὐσία τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ποὺ πάντοτε ἦταν, «μετανοεῖτε, ἤγγικε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. γ, 2).
Ἀρχιμανδρίτου Ἐφραὶμ Βατοπαιδινοῦ, «Ἀθωνικὸς Λόγος», σελ. 123-146, Ἅγιον Ὄρος 2010