Οἱ Κολλυβάδες τοῦ Ἄθωνα καὶ ἡ ἑλληνικὴ Φιλοκαλία
Ἁπλώνεται, τόσο στὴν Ἑλλάδα ὅσο καὶ στὴ Ρωσία καὶ τὴ Ρουμανία, ἡ μεγάλη πνευματικὴ ἀνανέωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ δημοσίευση τῆς Φιλοκαλίας κατέχει σ’ αὐτὴν μιὰ κεντρικὴ θέση.
Ἀρχιμανδρίτης Πλακίδας Ντεσέιγ | Ἁγιορεῖτες Πατέρες | Κολλυβάδες Πατέρες

Μετὰ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης (1453), οἱ ἀνθρωπιστὲς τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἀντιπροσώπευαν τὴν ἀντίθεση πρὸς τὸ παλαμικὸ ρεῦμα, μετανάστευσαν κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τους στὴ Δύση, ὅπου πῆραν ἐνεργὸ μέρος στὴν Ἀναγέννηση. Κάτω ἀπὸ τὴν τουρκικὴ κυριαρχία, οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ συσπειρώθηκαν γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τους, ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ ἀναζωογονεῖται κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες τῆς αὐτοκρατορίας μὲ τὴν ἀνανέωση τοῦ ἡσυχασμοῦ.
Περιορισμένοι στὶς συνθῆκες τῶν δήμων, ταπεινωμένοι, καταπονημένοι ἀπὸ φόρους, ὑποταγμένοι στὶς ἄδικες φορολογήσεις καὶ καταδιώξεις τῶν Ὀθωμανῶν ὑπαλλήλων, ἐξασθενημένοι ἀπὸ πολλοὺς ἐξισλαμισμούς, βρέθηκαν ξαφνικὰ βυθισμένοι σὲ μεγάλη κοινωνικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἀθλιότητα. Μερικὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα μπόρεσαν νὰ ἐπιβιώσουν μέσα στὶς μεγάλες πόλεις· ἀλλὰ στὴν ὕπαιθρο μόνο τὰ κρυφὰ σχολειά, ποὺ συχνὰ λειτουργοῦσαν τὴ νύχτα στὶς ἐνορίες καὶ στὰ μοναστήρια, παρεῖχαν μιὰ στοιχειώδη μόρφωση. Ὁ ἴδιος ὁ κλῆρος ὑπέφερε συχνὰ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἄγνοια καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀσκήσει τὸ λειτούργημα τοῦ κηρύγματος.
Αὐτὴ τὴν ἐποχή, ἡ Δύση γνώριζε μία κατάσταση τελείως διαφορετική. Ἡ ἐλευθερία ποὺ ἀπολάμβαναν τὰ εὐρωπαϊκὰ ἔθνη, εὐνοοῦσε μιὰ πλατιὰ ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ κάτω ἀπὸ ὅλες τὶς μορφές. Ἡ ἀνανέωση τῆς ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὴ σύνοδο τοῦ Τριδέντου (Trento, 1545-1563), εἶχε ἐπιτρέψει μιὰ ἀξιοσημείωτη ἄνθιση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὡστόσο, ἀπὸ τὸ 16ο αἰῶνα, πεποιθήσεις ὀρθολογιστικές, θεϊστικὲς ἡ ἄθεες εἶχαν ἐξαπλωθεῖ σ’ ἕνα μέρος τῆς ἀστικῆς τάξης καὶ τῆς ἀριστοκρατίας. Αὐτὸ τὸ ρεῦμα τῆς σκέψης ἁπλώθηκε καὶ παρουσιάστηκε σὲ ὅλη του τὴ δόξα τὸ 18ο αἰῶνα μὲ τὴ φιλοσοφία τοῦ Διαφωτισμοῦ. Οἱ ἰδέες διαδόθηκαν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς, κυρίως ἀπὸ τοὺς Γάλλους φιλοσόφους μὲ ἐπί κεφαλῆς τὸ Βολταῖρο, καὶ κέρδισαν τὴν ἀνώτερη διανόηση τῆς Εὐρώπης.
Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἀκριβῶς ἁπλώνεται, τόσο στὴν Ἑλλάδα ὅσο καὶ στὴ Ρωσία καὶ τὴ Ρουμανία, ἡ μεγάλη πνευματικὴ ἀνανέωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ δημοσίευση τῆς Φιλοκαλίας κατέχει σ’ αὐτὴν μιὰ κεντρικὴ θέση. Εὐνοημένη σὲ κάποιο βαθμὸ ἀπὸ τὴ διανοητικὴ ἀνάπτυξη τοῦ Διαφωτισμοῦ, παρουσιάστηκε τὴν ἴδια στιγμὴ στὶς ὀρθόδοξες χῶρες σὰν ἕνα ἀντίδοτο στὸ μαχόμενο ἀντιχριστιανισμό του.
Στὴν Ἑλλάδα, μυητὴς τῆς ἀνανέωσης ὑπῆρξε ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις (1716-1806). Καταγόμενος ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, κτήση ἑνετικὴ τότε, μορφώθηκε στὴν Ἰταλία καὶ στὴ συνέχεια ἔγινε μοναχὸς στὴν Πάτμο. Αὐθεντικὰ ἐκκλησιαστικὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ταυτόχρονα πολὺ ἀνοιχτὸς στὴ φιλοσοφία τοῦ Διαφωτισμοῦ, θαυμαστὴς καὶ μεταφραστής τοῦ Βολταίρου, τοῦ ὁποίου τὰ ἀντικαθολικὰ ἐπιχειρήματα κρατεῖ ἀλλὰ ἀνασκευάζει τὸν ἀντιχριστιανισμό, ὁ Βούλγαρις ἤθελε νὰ προωθήσει τὴ διανοητικὴ ἀναγέννηση, τὴν ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. Εἶχε τὴν πρόθεση νὰ θεμελιώσει αὐτὴ τὴν ἀνανέωση πάνω στὴ βάση τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ἀλλὰ ὑποτάσσοντάς την σὲ μία μορφή, ποὺ ἐκεῖνος θεωροῦσε ἀπαραίτητη.
Στὶς προσπάθειές του τὸν ἐνθάρρυνε ὁ πατριάρχης τῆς Πόλης Κύριλλος ὁ Ε΄, ποὺ τὸ 1753 τὸν ἔθεσε ἐπί κεφαλῆς τῆς Ἀκαδημίας, ποὺ ἄρχισε νὰ ἱδρύει στὸν Ἄθωνα. Ἀλλὰ οἱ Ἀθωνίτες, ποὺ ἀνησυχοῦσαν μὲ τοὺς νεωτερισμούς τοῦ Βουλγάρεως, συμμάχησαν ἐναντίον του, τὸν κατήγγειλαν στὸν πατριάρχη Κύριλλο Ε΄, τὸν ἐξανάγκασαν νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἔργα του (1758) καί, τέλος, κατέστρεψαν τὸ ἴδιο τὸ κτίριο τῆς Ἀθωνικῆς Ἀκαδημίας.
Ὁ Βούλγαρις εἶχε μαθητές ποὺ μπόρεσαν νὰ διατηρήσουν τὸ καλύτερο μέρος τῆς ἔμπνευσής του, διορθώνοντας ταυτόχρονα τὶς ἀντιφάσεις καὶ ἐξουδετερώνοντας τοὺς κινδύνους τῆς διδασκαλίας του. Οἱ κυριότεροι εἶναι ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800), στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε τὴν πρώτη ἔκδοση (editio princeps) τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ του Σύρου⋅ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς (1714-1779), ποὺ ἄφησε τὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ ἀφιερώσει στὸν ἑλληνικὸ λαὸ μία ἐξαιρετικὴ κηρυκτικὴ δράση, ποὺ ἐστέφθη ἀπὸ τὸ μαρτύριο. Ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος (1722-1813), ποὺ ἀφοῦ ἔγινε μαθητής του Βουλγάρεως στὴν ἀθωνικὴ Ἀκαδημία, ὅπως καὶ τοῦ διαδόχου τοῦ Νεοφύτου του Καυσοκαλυβίτου (1713-1784), ὑποχρεώθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Ὄρος ἐξ αἰτίας ἐσωτερικῶν διχογνωμιῶν (τὴ «διαμάχη τῶν κολλύβων», ποὺ θὰ ἐξηγήσουμε πιὸ κάτω). Μετὰ τὴν ἀναχώρησή του διηύθυνε τὴ σχολὴ τῆς Χίου, ποὺ ἔγινε μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες «ἐθνικὲς σχολὲς» τῆς Ἑλλάδας.
Ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης καὶ ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος ἦταν στενὰ συνδεδεμένοι μὲ δύο ἄλλες προσωπικότητες: Τὸν ἅγιο Μακάριο τῆς Κορίνθου (1731-1809) καὶ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη (1748-1809). Ὁ πρῶτος, διευθυντὴς τῆς σχολῆς τῆς Κορίνθου, ἔγινε ἐπίσκοπός της στὰ 1764· ὑποχρεωμένος ν’ ἀπαρνηθεῖ τὴν ἕδρα του γιὰ λόγους πολιτικῶν συνθηκῶν, μπόρεσε ν’ ἀφιερωθεῖ ἀπόλυτα στὴν πνευματικὴ ἀνανέωση τῆς Ἑλλάδας, τῆς ὁποίας ἔγινε ὁ κύριος ἐμπνευστής. Ὁ δεύτερος, ἀφοῦ συνάντησε τὸν ἅγιο Μακάριο καὶ ἁγιορεῖτες μοναχοὺς ἐμψυχωμένους ἀπὸ τὸ ἴδιο πνεῦμα, ἔγινε μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ 1775. Ἐπρόκειτο νὰ ἀναπτύξει μιὰ εὐρεῖα φιλολογικὴ δραστηριότητα σὲ ὅλους τοὺς χώρους τῶν ἐκκλησιαστικῶν γραμμάτων.
Οἱ μοναχοί, ποὺ συγκεντρώθηκαν γύρω ἀπὸ τὸ Μακάριο τῆς Κορίνθου καὶ τὸ Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ἔλαβαν τὸ ὄνομα Κολλυβάδες γιὰ τὸ ρόλο ποὺ ἔπαιξαν σὲ μία διχογνωμία, ποὺ τάραξε τὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 18ου αἰῶνα. Ἐπικρατοῦσε νὰ κάνουν μνημόσυνα τὸ Σάββατο καὶ νὰ εὐλογοῦν τὰ κόλλυβα. Μοναχοὶ τῆς σκήτης τῆς ἁγίας Ἄννας, φροντίζοντας περισσότερο γιὰ τὰ οἰκονομικά τους συμφέροντα, παρὰ γιὰ τὸ σεβασμὸ τῆς Παράδοσης, εἶχαν μεταφέρει τὴ μνημόνευση τῶν νεκρῶν στὴν Κυριακή, ὥστε νὰ διαθέτουν τὸ Σάββατο γιὰ τὴν πώληση τῶν ἐργοχείρων τους. Οἱ κολλυβάδες ἀντιστάθηκαν σ’ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή, διότι ἡ Κυριακή, ὑπόμνηση ἑβδομαδιαία τῆς ἀνάστασης, εἶναι ἀσυμβίβαστη μὲ τὸ πένθος καὶ τὶς τελετὲς ποὺ τὸ ἀνακαλοῦν. Ἡ διαμάχη συνεχίστηκε ἐπὶ πολὺ καὶ γνώρισε πολλὲς φάσεις. Τὸ πραγματικὸ ἀντικείμενο τῆς διαμάχης ξεπερνοῦσε πολὺ τὴ γενεσιουργὸ αἰτία. Ἐπρόκειτο στ’ ἀλήθεια γιὰ μία σύγκρουση μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν μιᾶς στενῆς προσήλωσης στὸ τυπικό, διατεθειμένων νὰ συμβιβασθοῦν μὲ μιὰ παράδοση, ποὺ τὸ νόημά της δὲν ἀντιλαμβάνονταν, καὶ τῶν πρωταγωνιστῶν μιᾶς βαθιᾶς πνευματικῆς ἀνανέωσης. Αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι ἐκτιμοῦσαν ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν στηρίξουν μόνο σὲ μιὰ μεγάλη πιστότητα στὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία καὶ στὸ σεβασμὸ τῆς Λειτουργικῆς παράδοσης καὶ τῶν κανόνων τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Τέτοιο ἦταν πραγματικὰ τὸ εὐρὺ σχέδιο τῶν Κολλυβάδων. Νὰ γιατί εἶχαν ἐπιχειρήσει μιὰ μεγάλη ἐκδοτικὴ ἐργασία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ἐξαιρέσουν τοὺς ἡσυχαστὲς τοῦ 14ου αἰῶνα, διότι ὁ παλαμισμὸς τοὺς φαινόταν ὡς ἡ ἄκρα ἐφαρμογὴ τῆς πατερικῆς παράδοσης. Ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης εἶχε ἑτοιμάσει τὴν πλήρη ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ. Τὸ χειρόγραφο δυστυχῶς χάθηκε, ὅταν τὸ τυπογραφεῖο της Βενετίας, ὅπου τὸ εἶχε ἐμπιστευθεῖ, ἔκλεισε κατὰ διαταγὴν τῆς αὐστριακῆς κυβέρνησης. Εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ τὸ στρατὸ ποὺ ἐρευνοῦσε γιὰ προπαγανδιστικὰ ἐπαναστατικὰ κείμενα ἀπευθυνόμενα στοὺς Ἕλληνες ἀπὸ τὸν Βοναπάρτη.
Στὰ 1777, ὁ Μακάριος τῆς Κορίνθου ἦλθε νὰ μείνει στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἄρχισε νὰ ψάχνει γιὰ χειρόγραφα. Ἀνακάλυψε τὸν Εὐεργετινό, πολύτιμη ἀνθολογία ἀσκητικῶν κειμένων, ποὺ εἶχε συγκεντρώσει ὁ Παῦλος, κτίτωρ τῆς μονῆς τοῦ Εὐεργέτου στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Εὐεργετινὸς περιεῖχε, ἐπίσης, φιλοκαλικὲς συλλογὲς ἡσυχαστικῶν κειμένων τῆς ἐποχῆς μεταξὺ 4ου καὶ 14ου αἰῶνα. Μὲ μεγάλο ζῆλο φρόντισε ν’ ἀντιγραφοῦν καὶ πρὶν φύγει ἀπὸ τὸν Ἄθωνα ἐμπιστεύθηκε στὸν Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη τὴν ἐπιμέλεια τῆς δημοσίευσης τοῦ Εὐεργετινοῦ, ὅπως καὶ τῆς πραγματείας του «Περὶ τῆς Συχνῆς Μεταλήψεως». Τοῦ ἀνέθεσε, ἐπίσης, νὰ ἑτοιμάσει γιὰ τὸ τυπογραφεῖο τὴ Φιλοκαλία, πλουτίζοντάς την μὲ πρόλογο καὶ βιογραφικὲς σημειώσεις τῶν παρουσιαζομένων συγγραφέων.
Ἡ ἑλληνικὴ Φιλοκαλία τυπώθηκε στὴ Βενετία, τὸ 1782. Τὸ σύνολο τῶν ἀντιτύπων μεταφέρθηκε στὴν Ἑλλάδα. Οἱ συνθῆκες τῆς ἔκδοσής της τὴν ἔχουν στενὰ συνδέσει ὄχι μόνο μὲ τὸν ἀθωνικὸ μοναχισμὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν εὐρύτερη κίνηση τῆς πνευματικῆς ἀνανέωσης τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Σ’ αὐτὴν εἶχαν ἀφιερωθεῖ οἱ Κολλυβάδες, ποὺ θέλησαν νὰ τὴν στηρίξουν ταυτόχρονα στὴ λειτουργικὴ ζωή, στὴν παράδοση τῆς πατερικῆς διδασκαλίας καὶ στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ μὲ κέντρο τὴν καρδιακὴ προσευχή.
Ἀρχιμανδρίτης Placide Deseille, Φιλοκαλία: Ἡ νηπτικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἡ ἀκτινοβολία της στὸν κόσμο, ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2004