Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας Κοσμάς | Χριστούγεννα

Ἀγαπητοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
«Χριστὸς γεννᾶται· δοξάσατε» (Α΄ Καταβασία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων).
Ὅπως ὁ ἔναστρος οὐρανὸς τὴν νύκτα προσελκύει καὶ συγκεντρώνει τὰ βλέμματα τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι καὶ ὁ Σαρκωθεὶς Θεός μας, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀπείρως περισσότερο ἑλκύει τὰ βλέμματα ὅλου τοῦ κόσμου ἀπὸ τῆς δημιουργίας μέχρι σήμερα. Ἑλκύει τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἀγάπη ἢ τὸ μῖσος τους, τὴν ὁμολογία ἢ τὴν ἄρνησί τους.
Ὁ πρῶτος τὸν ὁποῖον ἀντίκρυσε μὲ τὰ μάτια του ὁ ἄνθρωπος, ὁ πρῶτος τὸν ὁποῖον σκέφθηκε μὲ τὸ λογικό του καὶ λάτρευσε μὲ βαθειὰ εὐγνωμοσύνη, ἦταν ὁ Πλάστης του, ὁ πανάγαθος Θεός. Πανευτυχὴς ζοῦσε στὸν ἐπίγειο παράδεισο τῆς Ἐδέμ, ἀτενίζοντας καὶ ὑπακούοντας τὸν Πλάστη του.
Αὐτή, ὅμως, ἡ εὐτυχία χάθηκε. Γιατί; Διότι ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὸν Πλάστη του, τὸν Θεό του, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἔπαυσε νὰ προσβλέπη καὶ νὰ στηρίζεται στὴν παντοδυναμία καὶ τὴν ἀγάπη Του. Μὲ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτῶσι ἔμεινε στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀνάμνησι τῆς εὐτυχίας, ἀλλὰ καὶ ἡ νοσταλγία τῆς λυτρώσεως. Μὲ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτῶσι ὁ ἄνθρωπος δὲν βρῆκε τὴν θέωσι καὶ τὴν εὐτυχία, ἀλλὰ τὴν θόλωσι, τὴν σύγχυσι καὶ τὴν ἀθλιότητα. Ἔφθασε σὲ φοβερὰ δεινὰ καὶ κτηνώδεις παραβάσεις. «Ἄνθρωπος ἐν τίμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψάλμ. μή΄, 13), τονίζει τὸ ἱερὸ Ψαλτήριον.
Ἔτσι, οἱ ἄνθρωποι πρὸ Χριστοῦ, χωρὶς φῶς καὶ βοήθεια, ὑπέφεραν, στέναζαν, πονοῦσαν, ἔκλαιγαν, ζητοῦσαν καὶ ποθοῦσαν τὴν λύτρωσι.
Ὅποιος μελετάει τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων λαῶν ἀνατολῆς καὶ δύσεως, διαπιστώνει ὅτι ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων ἐξερχόνταν κραυγὴ ὀδύνης, ἀλλὰ καὶ κραυγὴ νοσταλγίας καὶ ἐλπίδος. Καταπλήσσεται μάλιστα κανεὶς ὅταν μελετᾶ χρησμοὺς καὶ παραδόσεις τῶν τότε λαῶν. Ζητοῦσαν ὅλοι λυτρωτῆ καὶ τόνιζαν ὅτι ὁ λυτρωτὴς θὰ ἔλθη γιὰ νὰ συντρίψει τὸν «φοβερὸ ὄφι» καὶ νὰ ἐλευθερώση τὴν ἀνθρωπότητα. Μπορεῖ οἱ εἰδωλολάτρες νὰ μιλοῦσαν θολὰ καὶ ἀόριστα, ὅμως ὅλοι μιλοῦσαν μὲ προσμονὴ καὶ λαχτάρα γιὰ τὴν ἔλευσι τοῦ ἐλευθερωτοῦ. Εἶναι θαυμαστὸ τὸ ὅτι οἱ ἐξ ἀνατολῶν περίμεναν τὸν λυτρωτὴ ἐκ δυσμῶν, οἱ δὲ ἐκ δυσμῶν τὸν περίμεναν ἀπὸ ἀνατολῶν. Φανερὸ ὅτι συνέκλιναν στὴν Μέση Ἀνατολή, στὴν Βηθλεέμ.
Οἱ προφῆτες μίλησαν πιὸ καθαρά, συγκεκριμένα καὶ μὲ λεπτομέρειες, γιὰ τὸν ἐρχόμενο Μεσσία. Παρ’ ὅτι ζοῦσαν ἀνάμεσα σὲ κόσμο καθήμενο «ἐν σκότει καὶ σκιὰ θανάτου» (Ματθ. δ΄ 16. πρβλ. καὶ Ἠσαΐας θ΄ 1) ἐπειδὴ ἦταν θεοσεβεῖς, θεόληπτοι «ὑπὸ πνεύματος Θεοῦ φερόμενοι» (πρβλ. Β΄ Πέτρ. α΄, 21) προσέβλεπαν στὸν ἐρχόμενο Σωτῆρα προφήτευσαν, προανήγγειλαν καὶ προδιέγραψαν τὸ μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον.
«Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γὰστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουὴλ» (Ἠσαΐας ζ΄, 14). «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν... θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης...» (Ἠσαΐας θ΄, 6) προφητεύει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὀκτακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ.
Καὶ ὁ προφήτης Βαρούχ, λέει: «Οὗτος ὁ Θὲὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν, μετὰ τοῦτο ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαροὺχ γ΄ 36, 38).
Ὁ προφήτης Μιχαίας, ἑπτακόσια πενῆντα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν γέννησι τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου, προφητεύει ἀκριβῶς τὴν Βηθλεὲμ ὡς τόπο τῆς γεννήσεώς Του: «Καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα... ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου» (Μιχαίας ε΄, 1).
Σὲ ὅλη τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, ὅλων τὰ βλέμματα, ἔστω καὶ μὲ διαφορετικὸ τρόπο, προσέβλεπαν στὸν ἐρχόμενο Λυτρωτή. Ὅλοι ζοῦσαν μὲ τὴν προσδοκία, μὲ τὴν νοσταλγία τοῦ ἐρχομοῦ Του.
Ἡ νοσταλγία καὶ ἡ προσδοκία ἔγιναν πραγματικότητα. «Ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικὸς» (Γάλ. δ΄, 4).
Οἱ ἄνθρωποι τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν τὸν προσμένουν δὲν τὸν προφητεύουν, τὸν ἔχουν ἤδη ἀνάμεσά τους τὸν Λυτρωτή.
Πῶς ὅμως τὸν δέχθηκαν; Ὁ προφήτης Συμεῶν ὁ Θεοδόχος εἶπε στὴν Παναγία μας κατὰ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου: «Ἰδοῦ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν... καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. β΄, 34). Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἔγινε ἡ πτῶσι τῶν ἀπίστων, τῶν μὴ πεπιστευκότων σ’ Αὐτόν, ἔγινε καὶ ἡ ἀνάστασι, ἡ ζωή, ἡ λύτρωσι, ἡ εὐτυχία, ἡ χαρά, ἡ σωτηρία γιὰ ὅσους προσέβλεψαν καὶ ὑπήκουσαν στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο.
Τὸ ἀποδεικνύει ἡ δισχιλιετὴς ἐσταυρωμένη ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Νὰ ἀναφέρουμε τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους; Ἦταν οἱ πρῶτοι καὶ ἄμεσοι μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Σ’ αὐτοὺς ἀνέθεσε ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάστασί Του, νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ Μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ ἄσημοι καὶ ἀγράμματοι ἔγιναν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι καὶ οἱ ἀναμορφωτὲς τῆς οἰκουμένης. Μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἀμφισβητήση; «Ἐπόθησαν τὸν Χριστὸ καὶ σκύβαλα ἡγήσαντο πάντα ἵνα Αὐτὸν κερδήσωσι» (Παρακλητικὴ, ἦχος πλ. δ΄). Καὶ ὁ Κύριος διὰ τῶν Ἀποστόλων «παρέσχε τῷ κόσμῳ φῶς, ἰάματα, εἰρήνη, ζωή, χαρὰ» (Παρακλητικὴ, ἦχος πλ. δ΄).
Νὰ μιλήση κανεὶς γιὰ τοὺς ἁγίους καὶ θεοφόρους πατέρες, γιὰ τοὺς μάρτυρες, τοὺς ὁσίους καὶ τοὺς νεομάρτυρες; Ἀλήθεια μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀναφέρη, νὰ ὑποδείξη πιὸ λαμπρούς, φωτισμένους, καλλιεργημένους, χρήσιμους, εἰρηνικούς, πιὸ χαρούμενους καὶ εὐτυχισμένους ἀνθρώπους στὴ γῆ ἀπὸ τοὺς ἁγίους μας, τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἁγίους;
Ἀνέδειξε κανείς, ἀγαπητοί, ἁγίους ὅπως ἀνέδειξε ὁ σαρκωθεὶς Θεός μας; Δὲν ἀναδεικνύει ὁ νηπιάσας Κύριος μόνο ἁγίους, ἀλλὰ καὶ κατὰ χάριν Θεούς. «Αὐτὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς Θεοὶ) λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πανηγυρίζει λέγοντας: «Θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη (φανερώθηκε). Χαίρωμεν τοίνυν καὶ ἀγαλλιώμεθα». Καὶ συμπληρώνει ὁ μέγας Θεολόγος Γρηγόριος: «Χριστὸς γεννᾶται· δοξάσατε. Χριστὸς ἐπὶ γῆς· ὑψώθητε. Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ».
Σήμερα, ἀλλὰ καὶ πάντοτε, μποροῦν νὰ συγκριθοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν μὲ ὑπακοὴ στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν συνειδητὴ ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τοὺς χωρὶς Χριστὸ καὶ θεία Χάρι ἀνθρώπους; Θὰ ἦταν ἄσχημη ἡ κοινωνία μας ἂν τὴν κατοικοῦσαν ὅλο ἅγιοι ἄνθρωποι; Δὲν θὰ δημιουργοῦνταν τὰ σημερινὰ προβλήματα τῆς συγχύσεως, τῆς ἀκαταστασίας, τῆς ὑποκρισίας, τῆς καταδυναστεύσεως, τῆς τρομοκρατίας, τῆς ἀνισότητος, τῆς πείνας, τῆς ἀθλιότητος, ἂν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι προσέβλεπαν στὸν Σωτῆρα τῆς Βηθλεὲμ καὶ ζοῦσαν εἰλικρινὰ τὸ Εὐαγγέλιο.
Σήμερα, στὸν καιρὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔχουμε καὶ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἐγωπαθεῖς, σκληροί, ἀνάλγητοι, ἔξυπνοι, τάχα μόνο γιὰ τὸ ἐγώ τους, ἀποστράφηκαν τὸν γεννηθέντα Κύριο, τὸν μίσησαν, τὸν πολέμησαν, τὸν ἐδίωξαν καὶ τὸν διώκουν, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς γνησίους ἀκολούθους Τοῦ χριστιανούς. Ὅλοι αὐτοί, ποιές ἀρετές μας παρουσίασαν καὶ μᾶς παρουσιάζουν; Ποιά ὠφέλεια καὶ προσφορὰ θυσίας, ἀνιδιοτελῆ, ἔδωσαν στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ; Πόσο ἐστήριξαν καὶ στηρίζουν συνειδητὰ τὴν ὀρθοδοξία, τὴν πατρίδα, τὴν ἀληθινὴ οἰκογένεια, τὶς αἰώνιες καὶ ἀληθινὲς ἀξίες, τὰ ἰδανικά; Πόσο τὰ προσέφεραν ὅλα αὐτὰ μὲ ἀγάπη στὴ δοκιμαζόμενη νεότητα;
Αὐτοὶ ποὺ πῆραν τὰ βλέμματά τους ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ Τὸν πολέμησαν καὶ Τὸν πολεμοῦν, ἀφανίσθηκαν, χάθηκαν, λησμονήθηκαν ὅπως ὁ Ἡρώδης, ὁ Νέρων, ὁ Διοκλητιανός, ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ἀλλὰ καὶ τόσοι ἄλλοι πολλοὶ νεώτεροι.
«Χρὶστὸς γεννᾶται· δοξάσατε»!
Γιὰ μία φορὰ ἀκόμη σήμερα, ἀγαπητοί, τὰ Χριστούγεννα μᾶς διακηρύσσουν ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Πατρός, ὁ Ἕνας τῆς Ἁγίας Τριάδος, φόρεσε τὴν σάρκα μας, ἔφερε τὸ Φῶς μέσα στὸν κόσμο, καθάρισε τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν κτηνωδία τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς, ἀλλὰ καθάρισε καὶ καθαρίζει τὴν ἀκαταστασία τῆς καρδιᾶς μας ὅταν ἐμεῖς προσβλέπουμε μὲ πίστι στὴν θεότητά Του, στὴν θεία Τοῦ Χάρι.
Ναί, σήμερα, ποὺ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ μᾶς θέλουν νὰ φέρουν τὴν ἀθλιότητα τῆς χωρὶς Χριστὸ ἐποχῆς, ἐμεῖς μὴν πάρουμε τὸ βλέμμα τῆς καρδιᾶς μας, τὴν πίστι μας, τὴν ἀγάπη μας, τὴν ὑποταγή μας ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ Θεό μας. Γιὰ νὰ μεταμορφωθοῦμε, ἀγαπητοί, γιὰ νὰ ζήσουμε εἰς τὸν αἰῶνα καὶ νὰ ζοῦμε πάντα Χριστούγεννα, πρόοδο καὶ σωτηρία. Ὁ Θεὸς μαζί μας! Ἁγιασμένα Χριστούγεννα νὰ ζοῦμε πάντα. Ἀμήν!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΚΟΣΜΑΣ
Ο ΧΑΡΙΤΙ ΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΟΣΜΑΣ
ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ
Share this post