Η μουσική είναι η γλώσσα μου
Μ' αρέσει η δημιουργική μοναξιά. Αλλά λατρεύω την ώρα που είμαι στο στούντιο με τους μουσικούς μου και γράφουμε. Είναι η πιο ευτυχισμένη μου στιγμή.
Ελένη Καραΐνδρου | Συνεντεύξεις

Η συναυλία στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του φεστιβάλ Αθηνών, έρχεται τριάντα ένα χρόνια μετά την πρώτη της, το 1988. Στο πρώτο μέρος θα παρουσιάσει τη μουσική από τα δύο νέα έργα της από τη διεθνή έκδοση της ECM New Series με τον τίτλο «Tous des oiseaux» και με εξώφυλλο του Χρήστου Μποκόρου. Το πρώτο γράφτηκε για τη θεατρική παράσταση του λιβανέζου Wajdi Mouawad και το δεύτερο για την ταινία του ιρανού σκηνοθέτη Payman Maadi «Bomb, A Love Story» - κι οι δύο ζουν στη Γαλλία.
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας περιλαμβάνε έργα από τις κινηματογραφικές της δουλειές. Η Ελένη Καραϊνδρού θα παίξει πιάνο πλασιωμένη από σολίστ. Ανάμεσά τους οι Ντέιβιντ Λιντς, Βαγγέλης Χριστόπουλος, Στέλλα Γαδέδη, Σωκράτης Σινόπουλος κ.ά. Θα τραγουδήσει η Σαββίνα Γιαννάτου. Καλλιτεχνική επιμέλεια: Μάνφρεντ Άιχερ. Σκηνοθετική επιμέλεια: Αντώνης Αντύπας.
Μεγάλωσα σ’ ένα χωριό στη Φωκίδα. Το παιδί στο χωριό ήταν το παιδί της ζούγκλας, σαν σε έναν άλλο κόσμο. Τα χωριά τότε, ήταν πραγματικά χωριά. Εγώ δεν ήξερα τι είναι η θάλασσα. Ο πατέρας μου έλειπε πολύ, δίδασκε στο σχολείο. Ήταν ο πόλεμος. Ζούσαμε σε επαφή με την φύση, ξυπόλητοι, χωρίς νερό μέσα στο σπίτι, χωρίς ηλεκτρικό. Όταν ήρθα στην Αθήνα άλλαξαν όλα. Ανακάλυψα αμέσως το πιάνο, την μουσική -μπήκαν αμέσως στην ζωή μου. Ήταν μια εποχή μεγάλης φτώχειας. Μας παραχώρησαν ένα υπόγειο στο σχολείο όπου δούλευε ο πατέρας μου. Δίπλα ήταν το σινεμά Φλερύ. Κόλλησα στο σινεμά και έβλεπα τα πάντα. Όλα τα είδα στην Αθήνα, από τρεχούμενο νερό ως κινηματογράφο.
Άρχισα να γρατζουνάω το πιάνο, με κάποια επιδεξιότητα, με κάποια επιμονή έτσι ώστε να γίνει κατανοητό από τον πατέρα μου ότι θέλω να μάθω. Μου βρήκε μια δασκάλα. Τότε ήταν που πέθανε η μάνα μου, από ιατρικό λάθος. Ήμουν επτά χρόνων. Φυσικά και την θυμάμαι. Μου άφησε σημάδι μέσα μου αυτή η απώλεια. Αν και ήμουν περήφανο παιδί και δεν ήθελα να το δείχνω ή να κάνω θέμα. Το πέρασα στη σιωπή. Το πιάνο ήταν η απόλαυσή μου κι η παρηγοριά μου. Απέκτησα τόση πειθαρχία από μικρή, που δεν ήταν συνηθισμένο.
Ναι, πιστεύω ότι ο καθένας μας γεννιέται με κάτι... Ωστόσο πρέπει να πω ότι πάντα τραγουδούσα πολύ όμορφα, είχα έναν παππού που έπαιζε μαντολινάκι, τον μπαμπά μου επίσης. Κάτι υπήρχε στην οικογένεια σε σχέση με τη μουσική, και το πήρα εγώ. Ακόμα και στις ταινίες που έβλεπα επηρεαζόμουν από τη μουσική και το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Όχι, δεν είχα φανταστεί ότι η μουσική και ο κινηματογράφος θα με καθορίσουν... Τίποτα. Αυτό που ήταν πολύ σημαντικό για μένα ήταν η απώλεια της μάνας μου. Ο πατέρας μου ήταν 36-37 χρόνων, πολύ νέος. Είχα κι έναν αδελφό επτά χρόνια μεγαλύτερο που έγινε μαμά μου... Ο πατέρας μου πήγαινε σε συνοικέσια και μ’ έπαιρνε μαζί. Με κάποιον διακριτκό τρόπο με ρωτούσε την γνώμη μου. Ήμουν αρνητική μέχρι που βρέθηκα σ’ ένα καταπληκτικό διαμέρισμα στην οδό Πραξιτέλους και γνώρισα μια γυναίκα που έγινε η δεύτερη μαμά μου. Ήταν τριάντα χρόνων, βασανισμένη -είχε χάσει την περιουσία της, είχε αυτοκτονήσει ο αδελφός της και είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί τον άντρα της. Πουλούσε τα ωραία πράγματα που είχε σπίτι της για να ζήσει. Παντρευτήκανε και ζήσανε πολλά πολλά χρόνια μαζί και καλά. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, στα ενενήντα του, εκείνη έζησε άλλα δέκα επτά χρόνια. Εγώ την πρόσεχα.
Απέναντί από το σπίτι μας έμενε μια καθηγήτρια του Ωδείου. Πήγα και με προετοίμασε για να μπω. Ήξερα ότι ήθελα να γίνω πιανίστρια. Δεν έχανα ρεσιτάλ για ρεσιτάλ. Είχα γνωρίσει όλους τους μεγάλους πιανίστες έρχονταν. Μετά συνέχισα μ’ έναν υπέροχο δάσκαλο, τον Τουρνάισεν, που με μύησε πραγματικά στη μουσική. Παράλληλα αυτοσχεδίαζα. Πήγα στο Πανεπιστήμιο, ως αυτονόητο κι ως υποχρέωση απέναντι στον πατέρα μου, για ασφάλεια. Δεν μετάνοιωσα. Έμαθα πολλά κι η φοιτητική ζωή δεν αντικαθίσταται με τίποτα.
Παντρεύτηκα πολύ μικρή. Στο Πανεπιστήμιο ήμουν δακτυλοδεικτούμενη. Ο πατέρας μου, αυστηρών αρχών, μας είχε δει στο δρόμο χέρι-χέρι. Ήταν συμφοιτητής μου, αν και δυο-τρια χρόνια μεγαλύτερος. Σπουδάζαμε στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό. Εκείνος έγινε αρχαιολόγος, καθηγητής, αντιπρύτανης στο Ρέθυμνο. Παντρευτήκαμε λοιπόν γιατί ο πατέρας μου με την μητέρα του τα κάνανε πλακάκια. Ωραία ήταν όμως. Ζούσαμε μαζί, διαβάζαμε, σύντομα έκανα παιδί, αν και μικρή το ήθελα. Μας βοηθούσαν άλλωστε και οι γονείς. Ήταν μια ήρεμη στιγμή.
Όταν έγινε η χούντα χωρίσαμε, εκ των πραγμάτων. Εκείνος πήρε υποτροφία και πήγε στη Γερμανία, εγώ πήγα με το γιο μου στο Παρίσι. Δεν ήμουν οργανωμένη, αλλά, ως αξιοπρεπής άνθρωπος ήμουν εναντίον της χούντας. Έκρυβα ανθρώπους όταν μου το ζητούσαν, είχα αντιγράψει τη διακήρυξη του ΠΑΜΕ που μου είχε στείλει ο Θεοδωράκης. Ήμουν φίλη με τη Μαρία Φαραντούρη, λόγω μουσικής. Με είχε ακούσει να παίζω στον Παρνασσό...
Εκείνη την εποχή εγώ έγραφα κιόλας, κείμενα για τη μουσική, το ρεμπέτικο κι έτσι γνώρισα ένα καλοκαίρι το Μίκη στην Κρήτη. Είχα φτιάξει και στο Πανεπιστήμιο μια λαϊκή ορχήστρα. Πήγαινα βέβαια φουλ για σολίστ αλλά δεν καθόμουν και στ’ αβγά μου. Στα 17 άρχισα να γράφω πιο συνειδητά μουσική, η πρώτη σύνθεση ήταν εμπνευσμένη από ένα ποίημα του Ελύτη. Η επανάσταση που έγινε από το Θεοδωράκη και το Χατζιδάκι το ’62-’63 δεν με άφησε, ούτε εμένα, ασυγκίνητη.
Ο αυτοσχεδιασμός είναι μια μορφή σύνθεσης. Ότι γράφω, το γράφω αυθόρμητα, αυτοσχεδιαστικά και μετά το δουλεύω. Δεν κάθομαι να διυλίζω τον κώνωπα. Αν έχω την έμπνευση είναι σαν να τραγουδάει κάτι μέσα μου, μελωδία και αρμονίες μαζί, και τα παίζω αυτόματα στο πιάνο ή το συνθεσάιζερ. Έμπνευση; Έρχεται μόνον αν υπάρξει χημεία ανάμεσα σε σένα και σ’αυτόν που σου ζητάει κάτι. Πρέπει να υπάρξει συγκίνηση, συνενοχή, οπότε ανοίγει η ψυχή σου, έχεις διαθεσιμότητα. Περπατάς, ζεις, δουλεύεις έχοντας αυτή την ιδέα, που γεννάει τους ήχους.
Οι ιδέες του Θόδωρου Αγγεόπουλου με ενέπνεαν. Έγραφα τις μουσικές του πριν αρχίσει τα γυρίσματα, από τις περιγραφές του. Ο Θόδωρος ήταν τρομερός παραμυθάς. Δεν είχε μόνον εκπληκτικές ιδέες, που εμπνέουν τους νέους αλλά ιδέες που θα λειτουργούν και στο μέλλον. Όταν μου αφηγήθηκε με τόση ζωντάνια το «Ταξίδι στα Κύθηρα», βρήκα όλα τα μουσικά θέματα. Αυτή ήταν η πρώτη μας δουλειά. Με εμπιστεύθηκε αμέσως. Τώρα μου λείπει πολύ.
Στη ζωή μου δεν βάζω στόχους φιλόδοξους. Αφήνω τα πράγματα να με πάνε. Είμαι μουσικός, ένας εργάτης της τέχνης που δουλεύει συνεχώς. Δεν εξειδικεύθηκα ούτε στο χώρο του σινεμά ούτε του θεάτρου. Όταν έκανα τον πρώτο μου δίσκο στο Παρίσι για τη Μαρία Φαραντούρη, στην παρέα ήταν ο Κακογιάννης, ο Κούνδουρος, ο Μαυρίκιος, άκουγαν τις μουσικές μου και μου έλεγαν ότι είναι για τον κινηματογράφο. Είχα κάτι που δεν το ήξερα. Στο Παρίσι έκανα και δύο τραγούδια με την Μούσχουρη, με μεγάλη επιτυχία.
Όταν έπεσε η δικτατορία γύρισα στην Αθήνα. Με φώναξε ο Ντουφεξής να κάνω μουσική για το «Ημέρωμα της Στρίγγλας» στο θέατρο. Όταν πετύχεις, λες μπορώ να συνεχίσω. Ήρθαν μετά οι κινηματογραφιστές, έκανα τη μουσική για τη «Γαλήνη» στην τηλεόραση -μου το ζήτησε η Ελβίρα Ράλλη. Μετά, το ’82, ήρθε ο Χριστόφορος Χριστοφής κι έγραψα για την ταινία του, τη «Ρόζα».
Ήμουν πολύ ανασφαλής όταν έδινα τη μουσική μου. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να αισθανθώ ασφαλής. Αλλά κάθε φορά, όταν έχω να γράψω, νοιώθω την ίδια ανασφάλεια, όπως στην αρχή. Δεν θεωρώ τίποτα δεδομένο. Απλώς τώρα πια λέω, ότι κάτι θα γίνει. Με βοήθησε η εμπειρία μου με τον Αγγελόπουλο, αν και ήταν ο ίδιος πολύ ανασφαλής. Αυστηρός; Όχι, σε μένα δεν ήταν. Ούτε απαιτητικός. Εγώ ήμουν πιο απαιτητική από τον εαυτό μου. Ήθελε, όμως, να επιμένεις σ’ αυτό που κάνεις. Στο «Μελισσοκόμο» έπαθε σοκ με την ιδέα του σαξόφωνου. Αλλά εγώ επέμεινα.
Απέκτησα μια δύναμη και μια ασφάλεια από τη δουλειά κι από αυτό που έκανα. Με τον Αγγελόπουλο, που ήταν ένας πρεσβευτής της χώρας μας, έγινα πολύ γνωστή. Δεν θέλησα ποτέ να κάνω επάγγελμα τη μουσική μου. Έχω βγάλει τόσα χρήματα όσα για να ζω όμορφα και άνετα. Κάνω συναυλίες με μεγάλες ορχήστρες του εξωτερικού, που με προσκαλούν. Από το ξεκίνημά μου όλοι ήταν πολύ γενναιόδωροι μαζί μου. Την καριέρα μου την έχω κάνει στην Ελλάδα. Με Έλληνες δουλεύω. Μ’ αρέσει η δημιουργική μοναξιά. Αλλά λατρεύω την ώρα που είμαι στο στούντιο με τους μουσικούς μου και γράφουμε. Είναι η πιο ευτυχισμένη μου στιγμή.
Στη ζωή μου είχα υπέροχες συγκυρίες. Κι εμένα οι συγκυρίες μου έδωσαν ανθρώπους, μου άνοιξαν τα μάτια μου. Είχα και μια διαθεσιμότητα σαν άνθρωπος. Αισθάνομαι ότι έχω πιο πολύ παραμελήσει το δώρο που έχω μέσα μου, αυτό το ταλέντο της μουσικής, παρά τη ζωή μου. Αλλά για μένα πρώτα απ’ όλα είναι η οικογένειά μου, ο γιος μου, τα εγγόνια μου. Δεν ήθελα να αφήσω τίποτα ανεκπλήρωτο, κάτι τέτοιο θα με τσάκιζε. Μόνη μου βρήκα το δρόμο μου. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να επηρεάζουμε τα παιδιά. Μόνο να τους ανοίγουμε τα παράθυρα και να διαλέγουν μόνα τους.
Ναι, ανήκω στην ευρύτερη αριστερά, αλλά ποτέ οργανωμένα. Ήθελα κάθε πρωί που ξυπνάω να είμαι ελεύθερη. Έχω μεγάλη πίστη στον άνθρωπο. Είναι πολύ ωραίο στη ζωή σου να είσαι εξερευνητής. Πιστεύω στη δύναμη του ανθρώπου. Ξέρω ότι καλά μυαλά φεύγουν στο εξωτερικό αλλά και άλλα που μένουν εδώ. Κι εγώ πιστεύω στους Ελληνες που μένουν στην πατρίδα τους. Γενικά δεν είμαι τρομακτικά αισιόδοξη, αλλά ότι και να γίνει εγώ θα είμαι εδώ και θα στηρίζω αυτόν τον τόπο.
Όλα τα κανονίζω μόνη μου. Δεν έχω ατζέντη γιατί δεν θέλω να με τρέχουν από εδώ κι από εκεί. Δέχομαι πολλές προτάσεις από μεγάλες ορχήστρες του εξωτερικού και αναλόγως πηγαίνω. Λέω πολλά όχι. Πέρυσι έκανα δύο συναυλίες, μία στην Ιταλία και μία στην Γερμανία, σε μεγάλες εκκλησίες. Μακάρι να μας έδιναν οι παπάδες τις δικές μας εκκλησίες.
Ο Μάνφρεντ Άιχερ, μουσικός και παραγωγός διεθνούς φήμης, ιδρυτής της ΕCM Records, πιστεύει ότι είμαι πολύ καλός μουσικός, όχι περιγραφικός. Ο Θόδωρος έλεγε ότι μπαίνω μέσα στην κατάσταση κι αυτό που βγάζω είναι ψυχή. Κι αυτό μετά μπορεί να ζει και μόνο του. Η μουσική είναι η γλώσσα μου. Με κάνει και ανθίζω σαν άνθρωπος. Με ενέπνευσε το γεγονός ότι οι δύο δημιουργοί, νεώτερης γενιάς, λαχταράνε ειρήνη και συμφιλίωση. Τα θέματά τους με άγγιξαν. Πώς να μην σε αγγίξει η κρίση ανάμεσα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη;